Του Ευκλείδη Τσακαλώτου
Πριν από λίγες μέρες συζητήθηκε στη Βουλή έπειτα από πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ το θέμα του ελέγχου και της φορολόγησης των εξωχώριων (offshore) εταιρειών. Είναι γνωστό ότι η δημιουργία μιας offshore εταιρείας σε έναν φορολογικό παράδεισο αποτελεί το βασικό όχημα που επιτρέπει στα πλουσιότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας να μην πληρώνουν αυτά που τους αναλογούν.
Η φοροασυλία των πλουσίων κατέχει σημαντικό μέρος της ευθύνης όχι μόνο για το πώς φτάσαμε στην κρίση, αλλά και γιατί δεν έχουν καταφέρει οι κυρίαρχες δυνάμεις να αντιμετωπίσουν την κρίση μετά. Το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, ακόμα και πριν από το Μνημόνιο, συμπεριλαμβανόμενης της τωρινής, έχουν κάνει επί της ουσίας ελάχιστα πράγματα, αν δεν έχουν ευνοήσει αυτό το καθεστώς, δείχνει το ταξικό πρόσημο της πολιτικής που ακολουθούν.
Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, το μέγεθος του προβλήματος σε διεθνές επίπεδο είναι πράγματι δυσθεώρητο. Η έρευνα της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων εκτιμά ότι το ποσό που κατέχουν οι offshore εταιρείες παγκοσμίως ανέρχεται σε 32 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την OXFAM, μία γνωστή βρετανική ΜΚΟ, εκτιμάται ότι 18,5 τρισεκατομμύρια δολάρια κατέχουν ιδιώτες σε φορολογικούς παραδείσους, εκ των οποίων τα 2/3 είναι σε περιοχές που συνδέονται με κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου είναι πολλές.Πρώτον, ασκείται τρομακτική πίεση στη δημοσιονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Η απώλεια φορολογικών εσόδων, είτε παράνομα είτε νομότυπα, οδηγεί σε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τα φτωχότερα και τα μεσαία στρώματα, καθώς και σε μείωση των δημόσιων δαπανών. Όλοι ξέρουμε τώρα, παρόλα αυτά που μας έλεγε ο κυρίαρχος λόγος, ότι η μεγάλη απόκλιση της Ελλάδας στα δημοσιονομικά δεν ήταν από τη μεριά των δαπανών, αλλά από τη μεριά των εσόδων.
Δεύτερον, η ύπαρξη των offshore οδηγεί σε αύξηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων. Στήνοντας μία εταιρεία off shore, ακόμα και εντός της Ε.Ε., μπορεί κανείς να ξεκινήσει μία σειρά «τριγωνικών» συναλλαγών, όπου, εκτός από τη φοροδιαφυγή, οι τιμές των προϊόντων καταλήγουν να είναι πολύ υψηλότερες.
Η κυριότερη, όμως, συνέπεια είναι η μεγάλη ανισότητα. Ο ΟΟΣΑ πριν από λίγες ημέρες δημοσίευσε τα στοιχεία που δείχνουν ότι εντός της κρίσης, από το 2007 έως το 2010, η ανισότητα αυξήθηκε περισσότερο απ' ό,τι είχε αυξηθεί τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Ακόμα και στην Αμερική του Ομπάμα, έχουμε τα πρώτα στοιχεία που μας λένε ότι στα τρία χρόνια μετά το 2010 το εισόδημα του πιο πλούσιου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε 11,6%, ενώ αυτό του υπόλοιπου 99% αυξήθηκε μόλις 0,2%. Η αύξηση της ανισότητας δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό μέγεθος, αλλά επιφέρει με τη σειρά της και πολλές συνέπειες στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο. Σε κοινωνικό επίπεδο, σημαίνει ότι οι πλούσιοι και η ελίτ απομονώνονται πια από την υπόλοιπη κοινωνία. Δεν ζουν στα ίδια προάστια, δεν πάνε στα ίδια νοσοκομεία, τα παιδιά τους δεν πάνε στα ίδια σχολεία. Στην ουσία δεν μετέχουν σ' αυτήν την κοινωνία, δεν καταλαβαίνουν τα προβλήματα. Με λίγα λόγια, ζουν σε άλλη χώρα - πολλές φορές και κυριολεκτικά.
Στο πολιτικό επίπεδο εκμεταλλεύονται έναν από τους κανόνες των κοινωνικών επιστημών, ότι αργά ή γρήγορα η οικονομική δύναμη μετατρέπεται σε πολιτική δύναμη. Οι πλούσιοι και οι μεγάλες επιχειρήσεις όχι μόνο ευνοούνται από τις ρυθμίσεις για τις off shore, αλλά πολύ συχνά συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής. Οι μεγάλες επιχειρήσεις όχι μόνο επηρεάζουν το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να συνεχίζουν να φοροαποφεύγουν, αλλά έχουν στη διάθεσή τους απεριόριστους σχεδόν πόρους -ειδικούς φορολογικούς συμβούλους και λογιστές, δικηγορικές εταιρείες κ.λπ.- για να βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από τις φορολογικές αρχές.
Οι φορολογικές αρχές αισθάνονται ότι πάντα έχουν λιγότερο κόσμο και πάντα λιγότερα όπλα, κάτι που ισχύει όχι μόνο για τις αναπτυγμένες χώρες, όπως είναι η Αμερική και η Βρετανία, αλλά πολύ περισσότερο για τις χώρες του Νότου και ιδιαίτερα την Ελλάδα.
Έχει αποδειχθεί εκ των πραγμάτων ότι οι διεθνείς πρωτοβουλίες που έχουν παρθεί έως τώρα για την αντιμετώπιση των offshore στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, δεν έχουν καταφέρει επί της ουσίας να ανατρέψουν αυτό το φαινόμενο. Και αυτό διότι όλο το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ έχει φτιαχτεί σύμφωνα με τις συμβουλές των επιχειρήσεων, δηλαδή αυτών που πρέπει να ρυθμιστούν, για να μην ρυθμιστούν.
Υπάρχει αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «regulative capture», δηλαδή αυτοί που είναι αντικείμενα ρύθμισης παίρνουν υπό από την κυριαρχία τους εκείνους τους θεσμούς, οι οποίοι υποτίθεται ότι θα τους ελέγξουν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι διμερείς συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας. Αυτές οι συμβάσεις είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, καθώς αφήνουν πλήθος «παραθύρων» ώστε τελικά να μην καταβάλλουν τους φόρους που θα όφειλαν.
Οι δικαιολογίες που προβάλλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις είναι γνωστές. Η πιο διαδεδομένη υποστηρίζει ότι οι φορολογικοί παράδεισοι, οι offshore και γενικότερα η φοροαποφυγή είναι σαν φυσικό φαινόμενο, ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογικών εξελίξεων στον χώρο της πληροφορικής. Επιπλέον υποστηρίζεται ότι η φορολογία είναι υπόθεση των κρατών, υπάρχει εθνική κυριαρχία, υπάρχει το δικαίωμα στην εχεμύθεια κ.λπ.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Φτάσαμε σε αυτό το επίπεδο με τις off shore και τη δυνατότητα των πλουσίων να φοροδιαφεύγουν ακριβώς γιατί είχαμε 20-30 χρόνια νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το καθεστώς είναι που έσπρωξε την απορρύθμιση, την ιδεολογία ότι πρέπει να κάνουμε οτιδήποτε είναι δυνατόν για να βοηθήσουμε τις επιχειρήσεις. Είχαμε, επίσης, το καθεστώς του φορολογικού ανταγωνισμού.
Είχαμε μία Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν επένδυσε στη θετική ολοκλήρωση, δημιουργώντας θεσμούς που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της φοροαποφυγής και της φοροασυλίας. Είχαμε το καθεστώς της αρνητικής ενοποίησης, όπου το βασικό ήταν να αποσύρουμε όλους τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στις επιχειρήσεις.
Αυτό που είχαμε την προηγούμενη περίοδο ήταν το κλείσιμο των ματιών σ' αυτές τις επιχειρήσεις με μικρές πράξεις και με πολύ μεγάλη απραξία.
Στην Ελλάδα αυτή η απραξία σε σχέση με τις offshore και τη φοροασυλία των πλουσίων είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Το χειρότερο δεν είναι ότι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτα, αλλά ότι σήμερα η ίδια η πολιτική του Μνημονίου οξύνει τις ανισότητες, αυξάνει την εξουσία των ελίτ, μεταφέροντας όλο το βάρος στα φτωχότερα στρώματα. Έτσι, από το 2010 κι έπειτα, έχουμε στόχους που θέτει κάθε κυβέρνηση για αύξηση των φόρων, περικοπή δαπανών με συγκεκριμένες παρεμβάσεις του τύπου: «Τόσα χρήματα θα κόψουμε από τους συνταξιούχους, τόσα από τη μείωση των υπηρεσιών υγείας και φαρμάκων, τόσα θα πάρουμε από το χαράτσι» κ.ο.κ. Καμία πρόβλεψη, όμως, δεν έχει υπάρξει για έσοδα από τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή. Ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει για την καταπολέμηση των offshore, που στην πράξη δεν ενοχλούν κανέναν.
Η συνεχιζόμενη φοροασυλία των πλουσίων δεν οφείλεται σε αντικειμενική αδυναμία ή έστω κάποια ανεπάρκεια των μνημονιακών κυβερνήσεων. Αντίθετα, είναι μια συνειδητή πολιτική επιλογή. Δίνει το σήμα στις ελίτ ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, δεν πρόκειται να χάσουν κανένα προνόμιο. Μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι, τη στιγμή που η κοινωνία καταρρέει. Μπορούν, όσο κυβερνούν οι δικοί τους άνθρωποι, να συνεχίσουν να «ζουν σε άλλη χώρα».

* Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής Β' Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ