Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ιστορίες με απάτες


Του Περικλή Κοροβέση

Η απάτη είναι σαν το πεπρωμένο. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Εν τούτοις οι λιγότερο δεισιδαίμονες έχουν μια δυνατότητα να ξεφύγουν. Μετατρέπουν τη μοίρα σε εμπειρία και στο μέτρο του δυνατού, αποφεύγουν τις κακοτοπιές. Αλλά όχι πάντοτε.

Γιατί το εύρος της απάτης είναι απεριόριστο. Από τον προεκλογικό λόγο, που κάνει τα φύκια μεταξωτές κορδέλες, μέχρι τη σάλτσα στρειδιών, χωρίς στρείδια. Να μην πούμε για διαφημίσεις, θαυματουργά φάρμακα, τηλεπωλήσεις ή τις ιντερνετικές κλοπές.

Στη βιομηχανική διατροφή, η απάτη είναι συστατικό στοιχείο αυτού του εμπορίου. Διαβάστε μονάχα τι περιέχουν τα προϊόντα που αγοράζετε. Και κάποια στοιχεία τους είναι καρκινογόνα.

Πλήθος οι έρευνες και οι καταγγελίες. Αλλά οι καταναλωτές αδιαφορούν για το τι τρώνε. Η τιμή μετράει. Και μάλιστα πιστεύουν πως ψωνίζουν έξυπνα. Ομως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η σχέση λόγου-απάτης, που κατά κανόνα αποδίδει άμεσα. Τις υπόλοιπες απάτες θα τις αφήσουμε απέξω.

Ο απατεώνας πρέπει να έχει φαντασία, να επινοήσει μια αφήγηση που ουδείς έχει λόγο να αμφισβητήσει και όταν η ιστορία φτάνει στο ψαχνό, το θύμα πρέπει να έχει πεισθεί πως τα πάντα έχουν γίνει για το καλό του.

Η απάτη με το δήθεν αυτοκινητικό δυστύχημα όπου η κόρη ή ο γιος σκότωσε ένα παιδάκι μεταναστών, και οι γονείς του θύματος, με τη μεσολάβηση ενός φιλεύσπλαχνου αστυνομικού, δέχονται να πάρουν μια αμοιβή και ο δράστης να μην πάθει τίποτα, πήρε τέτοιες διαστάσεις, που η αστυνομία αναγκάστηκε να κάνει ένα τηλεοπτικό σποτ.

Αλλά ας προσθέσω και μια δική μου ιστορία που έχει ηθικοπλαστικό μήνυμα. Εδώ και περίπου μισό αιώνα, μεσούσης της χούντας βρισκόμουν στο Παρίσι. Ανάμεσα στους Ελληνες υπήρχε ένα θερμό κλίμα αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης.

Ο καθένας έδινε παραπάνω από αυτό που μπορούσε να δώσει (εδώ υπάρχει μια υπερβολή, αλλά η ατμόσφαιρα δεν αλλάζει). Και όλοι είχαν ανάγκη από όλους. Χούντα γαρ. Σε μια τέτοια κατάσταση λοιπόν, με πλησιάζει ένας συμπαθέστατος νέος, με πλήρη αριστερίστικη εξάρτυση, για να μου πει τον πόνο του.

Το τρίχρονο παιδί του είχε λευχαιμία. Ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του είχαν χαρτιά. Και έπρεπε να αγοράσουν φάρμακα. Εδωσα το κατά δύναμη, πήρα τις θερμές του ευχαριστίες. Και από τότε δεν τον ξανάδα.

Η ιστορία ξεχάστηκε. Μέχρι που έμαθα τυχαία πως ο τύπος κυκλοφορούσε ανάμεσα στους φοιτητές και τους εξόριστους και τους είχε ξετινάξει με το ίδιο παραμύθι (κυκλοφορούσαν αρκετοί απατεώνες ανάμεσα στους αντιστασιακούς κύκλους του εξωτερικού.

Ισως κάποτε θα πρέπει να καταγραφούν αυτά τα «ειδικά συμβάντα» που είχαν στόχο ανθρώπους οι οποίοι είχαν γαλουχηθεί στην αλληλεγγύη). Και τώρα στο «ηθικόν δίδαγμα». Υστερα από καιρό, συναντώ τυχαία τον «λευχαιμία» και τον ρωτάω ευθέως γιατί το έκανε σε μένα αυτό.

Και η απάντηση ήρθε πληρωμένη: «Και ποιος είσαι εσύ που θα μείνεις στο απυρόβλητο; Εγώ είμαι απατεώνας και από αυτό ζω. Εσύ έπρεπε να ήσουν προσεκτικός». Και έτσι έμαθα. Η γνώση πληρώνεται. Και το αντίτιμο που έδωσα εγώ, ήταν μάλλον μικρό. Ο αφελής είναι η προϋπόθεση της απάτης. Και μια που λέμε ιστορίες, να προσθέσω και μια πρόσφατη.

Βγαίνοντας από το σπίτι, ένα αυτοκίνητο μου κορνάρει φιλικά και μια φωνή χαρούμενη αρχίζει να με ευχαριστεί. Τον ρωτάω γιατί. «Δεν με θυμάσαι; Δούλευα στη Λαϊκή. Καθάριζα ψάρια. Και ήσουν πολύ κιμπάρης. Τώρα κάνω εμπόριο. Για να σε ευχαριστήσω θα σου δώσω ένα πάπλωμα τζάμπα. Θα σ’ το φέρει το παιδί απάνω». Αλλά το παιδί ήθελε να μου δείξει το πάπλωμα. Του είπα να τον πληρώσω και να φύγει.

Αυτός επέμενε. Ανοίγει το πάπλωμα, μου λέει να κρατήσω την άλλη άκρη, για να μη λερωθεί. Τότε κατάλαβα την απειλή. Στο αυτοκίνητο ήταν άλλοι τέσσερις. Ο παιδοβούβαλος είχε αρχίσει να γίνεται απειλητικός μόλις πήγαινα να αφήσω το πάπλωμα. Μάταια έψαχνα να βρω μια λύση εκεί που δεν υπήρχε καμία. Τελικά ο τύπος, αφού δέχτηκε ένα τηλεφώνημα, έφυγε τρέχοντας για να μου φέρει ένα άλλο πάπλωμα.

Στο γραφείο δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και προσπαθούσα να καταλάβω τι νόημα είχε όλη αυτή η παγίδα. Τελικά το μυστήριο λύθηκε μόνο του με ένα απλό τηλεφώνημα από τη γυναίκα μου. Είχαν κλέψει τα χρυσά κοσμήματα της γιαγιάς μου την ώρα που εγώ κρατούσα το πάπλωμα.

Τα κοσμήματα πέρασαν στη μάνα μου, μετά στην αδερφή μου και κατέληξαν σε μένα. Με τον θάνατο αυτών των αγαπημένων προσώπων τα κοσμήματα για μένα έχασαν την αξία τους, καταχωνιάστηκαν σε ένα κουτί και ξεχάστηκαν.

Ηξερα βέβαια περίπου την αξία τους, αλλά οι μνήμες της οικογένειας δεν πουλιούνται. Σκεφτόμουν να τα δώσω σε κάποιο μουσείο κοσμημάτων αν υπήρχε τέτοιο ίδρυμα. Αλλά δεν διακρίνομαι για τις αποδόσεις μου στα πρακτικά ζητήματα και η γραφειοκρατία μού παγώνει τη ραχοκοκαλιά και με ακινητοποιεί. Η γιαγιά ήταν από την ιστορική οικογένεια των Βλαστών της Αλεξάνδρειας.

Οι παλιές αρχόντισσες είχαν το καλό ντύσιμο και τα ωραία κοσμήματα εκτός των άλλων και σαν σημάδι ταξικής υπεροχής. Παράλληλα τα χρυσαφικά τους ήταν και μια επένδυση. Σε ξένο τόπο βρίσκονταν. Και αυτό το είχαν όλοι οι απόδημοι Ελληνες του παλιού καιρού. Τώρα τα περίτεχνα αυτά κοσμήματα θα έχουν λιώσει. Αλλά όχι οι μνήμες (έπεται συνέχεια).


efsyn.gr

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *