Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Λύτρωση


Οι καββαλιστές έλεγαν: “Η γυναίκα είναι ΔΥΝΑΜΗ. Ο άντρας είναι ΕΙΡΗΝΗ.”

Από τόσο παλιά οι άντρες το είχαν καταλάβει.

“Γιατί μας έχετε κλειδωμένες; Τι φοβάστε;” ρώτησε μια γυναίκα τον προφήτη.
“Τη δύναμη σας”, απάντησε εκείνος. “Αν ήσασταν ελεύθερες τότε οι άντρες δεν θα ήμασταν τίποτα άλλο από γυναίκες που δεν κάνουν παιδιά.”

Η ειρήνη των αντρών έρχεται με τη βία και τον φόβο, με τον πόλεμο.
Οι άντρες εξουσιάζουν.
Οι γυναίκες υποτάσσονται.

Γιατί αν σταματήσουν να φοβούνται, τότε ο κόσμος των αντρών θα σταματήσει να υπάρχει.

~~

Ο Γκιέν δεν το ήξερε αυτό. Είχε μεγαλώσει στον κόσμο των αντρών, όπου οι γυναίκες ήταν κλειδωμένες στο σπίτι. Και πίστευε ότι αυτή είναι η φυσική τάξη. Σύντομα θα ανακάλυπτε πως τίποτα δεν είναι πιο διαστρεβλωμένο απ’ τον άνθρωπο.

Μάθαινε γρήγορα, απ’ τη στιγμή που ο μάγος έκλεισε την τρύπα στο κεφάλι του. Σε τρία χρόνια είχε μάθει όλα τα ξόρκια κι όλα τα ονόματα. Απ’ τις εννιά μεγάλες επικλήσεις έκανε την όγδοη όταν έγινε δεκαεννιά χρονών.

Κάλεσε έναν νεκρό, μια σκιά. Κι ύστερα κατάφερε να τον στείλει πίσω.

Όλο χαρά πήγε στον μάγο.
“Δεν είμαι ο καλύτερος μαθητής σου;” τον ρώτησε.
“Μαθητής”, είπε εκείνος και σώπασε.

Είχε συνηθίσει τους γρίφους του μάγου και πλέον μπορούσε να καταλάβει τι κρυβόταν σ’ αυτά που δεν έλεγε.
“Είχες και μαθήτρια; Γυναίκα;”
“Κορίτσι.”
“Ποια είναι;”
“Ήταν. Η κόρη μου.”

Και του είπε όλη την ιστορία της Τιερού.

~~

Το κορίτσι άργησε να συνέλθει. Παρά τις αλοιφές, τα βότανα και τις γητειές το μισό της πρόσωπο και το μισό της σώμα έμεινε παραμορφωμένο.

Είχε ένα μάτι για να βλέπει κι ένα αυτί για να ακούει.

Όταν πήγαιναν στο χωριό περπατούσε με το κεφάλι χαμηλωμένο και κανείς δεν ήθελε να την κοιτάζει. Τη φοβούνταν όσο τους φοβόταν κι εκείνη.

Ο μάγος ξεκίνησε να της μαθαίνει όσα ήξερε. Και σαν είδε πόσο εύκολα γέμιζε σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τη δύναμη του σ’ εκείνη.

Γιατί αυτό συμβαίνει στους μάγους. Όταν ένας μαθητής τα μάθει όλα, τότε ο δάσκαλος τα ξεχνάει όλα. Ξεφορτώνεται τη δύναμη και μπορεί πλέον να ζήσει ειρηνικά.

Η Τιερού γέμιζε και δεν χόρταινε. Ο μάγος είχε ξεχάσει την πρώτη της ανάμνηση [η φωτιά και ο τρόμος]. Αλλά το κορίτσι δεν ξεχνούσε. Ούτε κι εκείνοι που της είχαν κάνει το κακό.

Την έβλεπαν να πηγαίνει στο χωριό, την έβλεπαν να ζει, και ήξεραν ότι έπρεπε να ολοκληρώσουν το έργο τους. Οι δολοφόνοι πάντα επιστρέφουν.

Ένα απόγευμα ο μάγος άφησε την Τιερού μόνη στο καλύβι. Βγήκε για να περπατήσει στο δάσος, να μαζέψει τα φθινοπωρινά μανιτάρια που δίνουν παραισθήσεις.

Οι άντρες παραφυλούσαν και σαν τον είδαν ν’ απομακρύνεται πήγαν στην Τιερού.

“Κοίτα ‘την πώς μεγάλωσε”, είπε ο ένας άντρας. “Θα το γλεντήσουμε λιγάκι πριν.”

Ήταν τέσσερις. Και πλησίασαν το κορίτσι που στεκόταν κοιτώντας κάτω.
“Μας θυμάσαι, μικρούλα;” είπε ο άντρας και γέλασε.
“Ναι”, είπε η Τιερού.

Ο μάγος ήταν μακριά, αλλά κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί. Πέταξε τη σακούλα με τα μανιτάρια και γύρισε πίσω τρέχοντας. Βρήκε την Τιερού να φλέγεται, κατακόκκινη. Γύρω της υπήρχαν τέσσερις σωροί από στάχτη. Τίποτα άλλο. Ούτε αίμα ούτε ρούχα ούτε κόκκαλα, μόνο στάχτη.

“Ξανάρθαν”, είπε η Τιερού.
Και δεν υπήρχε φόβος στη φωνή της ούτε τύψεις. Μόνο δύναμη.

Την πήρε κι έφυγαν απ’ το καλύβι, έφυγαν απ’ την περιοχή. Οι άντρες ήταν εγκληματίες, αλλά ήταν γιοι κι αδέλφια και σύζυγοι και πατεράδες κάποιων. Κανείς δεν θα δίκαζε τη μάγισσα. Μόνο θα τη σκότωναν.

Έμειναν για λίγο καιρό στα βουνά, κοντά σ’ έναν άλλο ιερό τόπο, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Όμως κι εκεί η Τιερού έκαψε έναν άντρα.

Αυτός δεν είχε κάνει κάτι κακό. Μόνο που τους πλησίασε. Ο μάγος δεν πρόλαβε να παρέμβει, να κάνει κάποιο ξόρκι προστασίας. Το κορίτσι δεν πετούσε φωτιές ή κεραυνούς. Γύρισε και τον κοίταξε με το ένα της μάτι. Κι ο άντρας κάηκε από μέσα του, λες κι ήταν φτιαγμένος από άχυρα, μέχρι που έμειναν μόνο οι στάχτες του.

“Τους επιστρέφω τον τρόμο”, είπε η Τιερού βλέποντας τον μάγο να οδύρεται.
“Μα δεν έφταιξε σε κάτι”, είπε ο μάγος.
“Όλοι φταίνε. Τόσα χιλιάδες χρόνια τρόμου.”

Έφυγαν κι απ’ τον Αχέροντα. Πηγαίνοντας για τους Δελφούς ο μάγος απέφευγε τα μονοπάτια, τους δρόμους και τα χωριά. Και προσπαθούσε ν’ αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Αν έδινε όλη του τη δύναμη στην Τιερού, στην κόρη του, τίποτε δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει.

Και σίγουρα δεν μπορούσε να την επιδιορθώσει. Δεν ήταν άδειο αγγείο. Ο τρόμος που είχε μείνει μέσα της είχε αλλοιώσει τη φύση της. Είχε γίνει πιο άντρας απ’ τους άντρες. Τη δύναμη της θα τη χρησιμοποιούσε για να καταστρέφει. Κι ήταν πολύ μεγάλη η γυναικεία δύναμη, για να την έχει κάποια που σκεφτόταν σαν άντρας.

Το βράδυ έπεσαν να κοιμηθούν σε μια σπηλιά από κλαδιά. Ο μάγος δεν έκλεισε μάτι. Θυμήθηκε τα λόγια της τσιγγάνας μάνας: “Αν χαθεί να την κάψεις. Αν σωθεί να την αγαπήσεις.”

Αγαπούσε την Τιερού, αλλά ήξερε ότι είχε χαθεί. Κι έπρεπε να την κάψει. Όμως πώς μπορείς να σκοτώσεις το παιδί σου, όπως και να ‘ναι αυτό; Ό,τι κι αν έχει κάνει, ό,τι κι αν πρόκειται να κάνει;

Σηκώθηκε και πήγε να προσευχηθεί. Είχε να το κάνει απ’ όταν ήταν μοναχός, σε μια άλλη ζωή.
“Μη μου ζητάς κάτι τέτοιο”, είπε στην προσευχή του.
Δεν πήρε καμιά απάντηση κι ήξερε τι σήμαινε αυτό.
“Γεννηθήτω το θέλημα σου”, είπε ο μάγος.

Επέστρεψε στη σπηλιά όπου κοιμόταν το κορίτσι. Σαν το είδε λύγισε. Είχε πέσει στα δεξιά και δεν φαινόταν το καμμένο πρόσωπο της. Ήταν σαν ένα απλό κορίτσι, όμορφο, με μαύρα ίσια μαλλιά. Ένα κορίτσι που θα μεγάλωνε όπως όλα τ’ άλλα, θα γινόταν γυναίκα και μάνα, θα μάθαινε να σωπαίνει όταν μιλάει ο άντρας της. Όμως η Τιερού δεν θα μάθαινε ποτέ να σωπαίνει.

Σαν να είχε δει σ’ όνειρο τις σκέψεις του το κορίτσι ξύπνησε, γύρισε και τον κοίταξε με το ένα της μάτι.
“Δεν έφταιγα εγώ γι’ αυτό που μου κάνανε”, του είπε.
“Το ξέρω, αγάπη μου, το ξέρω”, είπε ο μάγος.

Και τη σκότωσε.

~~

Έπειτα ο μάγος προσπάθησε ν’ αποφύγει τους ανθρώπους. Έμεινε λίγο στην Αργολίδα, κοντά στην Επίδαυρο, κι όταν μαθεύτηκε ότι ένας μάγος ζούσε εκεί, όταν ξεκίνησαν να τον ψάχνουν, έφυγε πάλι.

Πήγε στην Ολυμπία κι έστησε το καλύβι του απόμακρα. Τον βρήκαν πάλι, κατάλαβαν τι είναι, κι εκείνος ένιωθε ότι δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ την κατάρα, απ’ τη δύναμη της μαγείας.

Κυρίως δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ την Τιερού, απ’ τον πιο ανίερο φόνο που μπορεί άνθρωπος να κάνει. Γιατί πόσα ν’ αντέξεις, ποιος ο λόγος να ζεις, αν έχεις σκοτώσει το παιδί σου;

Σαν βρέθηκε ο Γκιέν στο δρόμο του χάρηκε. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να λυτρωθεί. Αν ξεφορτωνόταν τη μαγεία. Κάθε ευχή είναι και κατάρα, κάθε δύναμη σε υποδουλώνει.

~~

Αφού του είπε την ιστορία της Τιερού και τη δική του, αφού του έμαθε και την ένατη επίκληση, αυτή που δεν έχει όνομα, άδειασε.

“Τώρα πρέπει να με σκοτώσεις”, είπε στον μαθητή του.
“Χρειάζεται κι αυτό για να γίνω μάγος;”
“Μάγος ήσουν απ’ τη μέρα που γεννήθηκες. Γιατί γεννήθηκες άδειος κι είχες τρύπα στο κεφάλι σου. Εγώ άδειασα από ατύχημα. Πήγα είδα τον θεό και γύρισα πίσω. Η Τιερού άδειασε εξαιτίας του τρόμου. Εσύ ήσουν γεννημένος για να γίνεις μάγος.”

“Και γιατί πρέπει να σε σκοτώσω;”
“Δεν πρέπει. Έλεος σου ζητώ, λύτρωση. Δεν αντέχω άλλο να ζω μ’ αυτό που έκανα.”

Ο Γκιέν δεν απάντησε. Μάζεψε τα πράγματα του, πήρε το ραβδί από ξύλο βελανιδιάς, και πήγε στην πόρτα.

“Μακάρι, γέρο”, είπε σ’ εκείνον που κάποτε ήταν μάγος, “να ‘ταν η λύτρωση τόσο εύκολη.”

Κι έφυγε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η αρχή της ιστορίας εδώ  

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~






Γελωτοποιός  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *