Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Και πού θα σταματήσει;



Το πρώτο μέρος εδώ: “Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι”  
~~~~~

“Ολαρία ολαρά, γύρω – γύρω τα παιδιά,
ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίππυ,
ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά”
Δ. Σαββόπουλος

“We’re just two lost souls swimming in a fish bowl”
Wish you were here, Pink Floyd

~~~~~~~~~~

Ήρθε από πίσω μας και μ’ άγγιξε στον ώμο. Την ίδια στιγμή μίλησε στη γριά.

“Τράβα μέσα και βγάλε τον σκασμό, μωρή στρίγγλα.
Και σε μένα: “Μην της δίνεις σημασία. Προχώρα και μην την ακούς.”

Η γριά δεν φάνηκε ν’ αποθαρρύνεται.
“Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι”, του είπε. “Τα ίδια μυαλά έχεις κι εσύ με τον…”

Αλλά δεν ακούσαμε το όνομα, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα αγροτικό, ενώ εμείς απομακρυνόμασταν. Εμείς; Γύρισα να δω τον άντρα δίπλα μου.

Ήταν στην ηλικία του Πέτρου, λίγες γκρίζες τρίχες στα μαλλιά και στο μούσι. Ψηλός και γαλανομάτης. Ωραίος. Ναι, δεν θα κρυφτώ, αυτό σκέφτηκα σαν τον είδα: Ωραίος άντρας. Αμαρτία ομολογημένη, αμαρτία ουκ εστί.

Συστήθηκε και μας συνόδευσε. Τον έλεγαν Ιάσονα (“τι πρωτότυπο για το Πήλιο, ε;” είπε) κι ήταν εγγονός του κυρ Βασίλη, που είχε το παντοπωλείο.

Του είχε πει ο γέρος ότι περάσαμε από ‘κεί και ο Ιάσονας έτρεξε να μας βρει -και να μας σώσει απ’ τη γριά τελικά.

Ήταν παιδικός φίλος του Πέτρου, συνομήλικος του. Παίζανε μαζί στο χωριό, κάθε καλοκαίρι, για πολλά χρόνια. Μετά ο Πέτρος σταμάτησε να πηγαίνει στο Ανήλιο (γιατί;).
Ο Ιάσονας σπούδασε στην Αθήνα κι είχαν πάνω από είκοσι χρόνια να βρεθούν. Αφού σκοτώθηκε σίγουρα δεν θα ξαναβρίσκονταν.

“Δεν μου ‘χε μιλήσει για σένα”, του είπα.
“Το περίμενα.” Έδειξε τον Μαρίνο. “Του μοιάζει.”
“Το ξέρω.”
“Ειδικά τα μάτια.”
“Ναι, ειδικά τα μάτια.”

“Δεν ξέρω τι σου ‘χε πει ο Πέτρος για το χωριό”, είπε κι έφτιαξε λίγο τα μαλλιά του.

Είχε πυκνά μαλλιά, σε αντίθεση με του Πέτρου, που τα ξύριζε για να μη φαίνεται η αραίωση. Ωραίος άντρας.

“Ότι περνούσε υπέροχα εδώ σαν παιδί”, του είπα.
“Ναι, ε; Μόνο αυτό;”
“Τι εννοείς;”
“Ναι, εντάξει, δε λέω, περνούσαμε καλά, όλη μέρα στο δρόμο ήμασταν, αλλά… Δεν σου ‘χε πει τίποτα άλλο, ε;”
“Τίποτα”, του είπα ξερά. Δεν μου είχε αναφέρει κάτι “άλλο” και δεν μπορούσα να καταλάβω τι προσπαθούσε να πει ο Ιάσονας. Και γιατί δυσκολευόταν τόσο πολύ.

Φτάσαμε σε μια διασταύρωση. Μια χειροποίητη πινακίδα έδειχνε αριστερά, 2 χιλιόμετρα, η Πηγή της Αγιά Μαρίνας.

“Θέλετε να πάμε από δω;” μου είπε. “Στην Αγιά Μαρίνα; Είναι ωραία.”
“Το όνομα μου”, είπε ο Μαρίνος, “απ’ αυτή το πήρα.”

Είχα πολύ δύσκολο τοκετό. Είπα στην Αγιά Μαρίνα να με βοηθήσει να γεννήσω. Ο Πέτρος με κορόιδευε, αλλά σε παιδί και σε άγιο μην τάξεις.

Στρίψαμε προς τα ‘κει.

“Ο Πέτρος ήταν ηγετική φυσιογνωμία παιδί”, είπε ο Ιάσονας.
“Ο μπαμπάς;” έκανε ο μικρός.
“Συνέχισε να είναι και μετά”, του είπα. “Είναι κακό αυτό;”
“Αυτό δεν είναι”, είπε ο Ιάσονας και κοίταξε τον Μαρίνο. Ανάμεσα στις λέξεις που ξεστόμισε υπήρχε και κάτι που ήταν κρυμμένο, κάτι που δεν έπρεπε ν’ ακούσει το παιδί.

Φτάσαμε στην Πηγή της Αγιά Μαρίνας. Ήταν ένα ξέφωτο μ’ έναν αιωνόβιο πλάτανο στη μέση και μια μικρή εκκλησιά στην εμπασιά. Μέσα απ’ το δέντρο έτρεχε νερό.

“Εκεί πέρα θα βρεις σαλτιμπάγκους”, είπε ο Ιάσονας στον Μαρίνο.
“Σαλτιπάκους;”
“Σαλτιμπάγκους. Δεν τους ξέρεις; Είναι σαν λιβελούλες, αλλά με σκούρα φτερά, συνήθως μπλε. Κι έχουν μια βασική διαφορά απ’ τις λιβελούλες. Εκείνες κάθονται μ’ ανοιχτά φτερά. Οι σαλτιμπάγκοι κάθονται με κλειστά. Για πήγαινε να δεις, θα βρεις κανέναν;”

Ο Μαρίνος κοίταξε εμένα, για να πάρει την άδεια. Του την έδωσα, γιατί ο Ιάσονας ήθελε να μείνουμε μόνοι. Όχι με ρομαντικούς σκοπούς. Σαν έφυγε το παιδί ξεκίνησε να μου εξηγεί γιατί ο Πέτρος δεν ξαναγύρισε στο Ανήλιο τόσα χρόνια.

~~

Ο Πέτρος ήταν ο αρχηγός της λυκοπαρέας στο χωριό. Δεν αρκούσε που ήταν πρωτευουσιάνος, αυτό συνήθως ήταν μειονέκτημα, γιατί τα παιδιά της πόλης ήταν πολύ μαλθακά.

Όμως εκείνος ήταν ο πιο σκληρός, έτσι ήθελε να φαίνεται. Δεν φοβόταν τίποτα, δεν δίσταζε ποτέ. Χρίστηκε αρχηγός με τη θυσία μιας γάτας.

Την είχαν πιάσει με καλοπιάσματα τα χωριατόπαιδα και την είχαν θάψει σε μια τρύπα, μόνο το κεφάλι απέξω. Διασκέδαζαν με τα ουρλιαχτά της, αλλά είχαν σκοπό να την αφήσουν να φύγει στο τέλος της μέρας.

Ο Πέτρος είχε γελάσει με την αδυναμία τους. Τους είπε να μην κάνουν τίποτα. Έτρεξε στο χωριό και βρήκε ένα επαγγελματικό χορτοκοπτικό. Το βούτηξε και το πήγε στο χωράφι όπου ήταν θαμμένη η γάτα. Κι ενώ τ’ άλλα παιδιά κοιτούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα, ο Πέτρος έβαλε μπρος και πέρασε πάνω απ’ τη γάτα αποκεφαλίζοντας ‘την.

~

“Μου το ‘χε πει αυτό”, είπα στον Ιάσονα. “Αλλά μου το είχε αναφέρει ως τρέλα των παιδιών. Όχι ότι το έκανε ο ίδιος. Σαν να ήταν θεατής πιο πολύ. Ή έστω συνεργός.”
“Ναι, μάλλον είναι δύσκολο να ομολογήσεις στη γυναίκα σου ότι αποκεφάλιζες γάτες.”
“Γάτες;”
“Το ξανάκανε. Άλλη μια φορά.”
“Δεν το πιστεύω.”

Ο Ιάσονας κοίταξε αν ο Μαρίνος ήταν αρκετά μακριά.
“Τότε, αν δεν πιστεύεις αυτό, τότε… Θα δυσκολευτείς να πιστέψεις και το άλλο.”

~~{}~~

Γνωρίζεις έναν άνθρωπο, τον αγαπάς, ζεις μαζί του. Πιστεύεις ότι τον ξέρεις. Αλλά, έτσι νομίζω, όλοι κάτι κρύβουν βαθιά μέσα τους, κάτι που τους λερώνει, κάτι που δεν θέλουν να το ομολογήσουν.

Τώρα, αφού άκουσα όσα μου διηγήθηκε ο Ιάσονας, θυμάμαι απ’ τον Πέτρο ξαφνικούς εφιάλτες, μισόλογα που του ξέφευγαν σαν βατράχια, περιστατικά αταίριαστα που μου έκαναν εντύπωση, ακόμα και δάκρυα -σε μια σκηνή ταινίας που δεν ήταν καθόλου συγκινητική.

Τότε δεν μπορούσα να τα εξηγήσω. Κι ο Πέτρος απέφευγε να μιλήσει. Μάλλον απέφευγε να θυμηθεί.

Αυτό που δεν ήθελε να θυμάται έγινε καλοκαίρι, όταν ήταν δεκάξι χρονών, αυτός κι ο Ιάσονας.

Μαζεύτηκαν στην παιδική χαρά να παίξουν μπάλα. Ενώ στήναν τα τέρματα είδαν ένα πιτσιρικά να κάθεται στη μέση του γηπέδου και να παίζει μ’ ένα πλαστικό φορτηγό. Ένας εξάχρονος, ο γιος της Αργυρώς. Ο Ιάσονας δεν θυμόταν πια το όνομα του. Μάλλον κανείς δεν το θυμάται πια.

“Μικρέ, κάντην”, του είπε ο Ιάσονας.

Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Συνέχιζε να παίζει.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

Έριξαν και το κέρμα, ποιος θα ‘παιζε στο πάνω τέρμα, που είχε ανηφόρα. Ο μικρός συνέχιζε να παίζει.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

Ανέλαβε ο Πέτρος, ο αρχηγός των παιδιών, ο άρχοντας των μυγών.

“Τράβα αλλού, μικρέ”, του είπε.
“Η μαμά μου είπε να παίξω στην παιδική.”
“Στ’ αρχίδια μου η μαμά σου. Προχώρα.”

Και τον κλώτσησε σιγανά. Τα μικρότερα παιδιά της ομάδας χασκογέλασαν με την απαγορευμένη λέξη. Όμως το παιδί δεν κουνήθηκε -ούτε που απάντησε.

“Μ’ ακούς που σου μιλάω; Πάνε!” φώναξε ο Πέτρος.

Το παιδί έπαιζε και μουρμούριζε.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

“Χαζός είσαι; Δεν ακούς;” Γύρισε προς τ’ άλλα παιδιά. “Αυτό είναι ντιπ για ντιπ βλαμμένο.”

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

Ο Πέτρος τρελάθηκε.
“Σήκω, γαμώ την Παναγία σου!”

Τα παιδιά κοκάλωσαν. Αυτό απαγορευόταν να το λένε κι οι μεγάλοι. Η εκκλησία του χωριού ήταν η Παναγιά η Ελευθερώτρια. Σ’ όλα τα σπίτια υπήρχε στο εικονοστάσι.

Το μικρό δεν σηκώθηκε. Μόνο γύρισε και του είπε, τόσο ήρεμα που θα ζήλευε κι ο Γκάντι: “Δεν σε φοβάμαι.”

Τότε ο Πέτρος του ‘ριξε μπουνιά. Ο μικρός έπιασε το φρύδι του, αλλά δεν έκλαψε.

“Τώρα με φοβάσαι, αρχιδάκι;”
“Όχι.”

Άρχισε να τον ξυλοφορτώνει, αλλά το πιτσιρίκι έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Είχε διπλωθεί, αλλά δεν φώναζε ούτε βογκούσε.

Τότε ξεκίνησε να κλαίει. Όχι ο μικρός. Ξεκίνησε να κλαίει ο Πέτρος απ’ τον θυμό του. Και χτυπούσε πιο δυνατά. Κανένα απ’ τα παιδιά δεν μπλέχτηκε. Αλλά κλονίστηκε η πίστη τους στον αρχηγό. Ο Πέτρος το ένιωσε κι εξαγριώθηκε περισσότερο.

Άρπαξε το φορτηγό απ’ τα χέρια του μικρού και το πέταξε μακριά. Το παιχνίδι έπεσε έξω απ’ τη μάντρα της παιδικής, στο ρέμα που ήταν από κάτω.

“Γιατί το ‘κανες αυτό;” είπε ο μικρός και σηκώθηκε. “Εσύ είσαι χαζός.”

Ο Πέτρος έπιασε τον μικρό και τον έσυρε μέχρι τη μάντρα. Τον ανέβασε εκεί και του έδειξε τον γκρεμό από κάτω.

“Τώρα φοβάσαι, αρχιδάκι; Τώρα φοβάσαι;”
“Πέτρο, μαλάκα, χαλάρωσε”, είπε ο Ιάσονας και πλησίασε.
“Τώρα φοβάσαι, ε; Τώρα φοβάσαι;”
“Εσύ φοβάσαι”, έκανε ο μικρός.

Μετά… Μετά δεν είναι βέβαιο τι έγινε. Ίσως να του γλίστρησε απ’ τα χέρια. Ίσως να τον πέταξε. Ο μικρός έπεσε κάτω χωρίς να κάνει ήχο, χωρίς να φωνάξει. Ο Ιάσονας είπε ότι ήταν σαν να έπεφτε ένα πράγμα.

Τα παιδιά τρέξανε στη μάντρα και κοιτάξανε. Ο μικρός ήταν εκεί κάτω, μ’ ανοιχτά μάτια, σαν να τους κοίταζε κι εκείνος. Αλλά το πρόσωπο του ήταν στην πλάτη του. Μ’ ανοιχτά μάτια, αλλά νεκρά. Και δίπλα του το φορτηγό.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

~~~

Έγινε χαμός στο χωριό. Πήγαν οι γείτονες, πήγαν απ’ το καφενείο, πήγε η Αργυρώ, η μάνα του νεκρού, πήγαν όλοι, πήγε η αστυνομία.

Και κάτι που ίσως να μην έχει σημασία, ίσως και να ‘χει. Η Αργυρώ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έπιασε τον μοναχογιό της στα σαράντα έξι. Θαύμα το είπανε. Και τον είδε νεκρό στο ρέμα, έξι χρόνια μετά.

Η αστυνομία το έγραψε ως δυστύχημα. Αλλά τη μέρα της κηδείας η Αργυρώ έφυγε απ’ τα μνήματα και πήγε στο σπίτι του Πέτρου. Ο παππούς του τη συλλυπήθηκε, μα δεν την άφησε να μπει στην αυλή. Εκείνη είδε τον Πέτρο να κοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα.

“Κατάρα”, του φώναξε από μακριά. “Την κατάρα μου να ‘χεις, διαολόπαιδο. Κι αν με ακούει η Παναγιά, που σκοτώσαν και το δικό της το παιδί, αν μ’ ακούει να δώσει να γίνει αλήθεια η κατάρα μου. Αν δεν το κάνει αυτή να το κάνει ο διάβολος, κι εγώ του δίνω την ψυχή μου. Την κατάρα μου να ‘χεις. Να μην προλάβεις να δεις το παιδί σου να γίνεται έξι χρονών.”

~~

Δάγκωσα τα χείλη μου τόσο πολύ που μάτωσαν, σαν άκουσα την κατάρα. Ο Ιάσονας κατάλαβε, ίσως να μην το είχε σκεφτεί ως τότε.

“Πόσων χρονών είναι ο μικρός;” μου είπε.
“Θα γίνει έξι στις δεκαεφτά του μήνα.”
“Της Αγιά Μαρίνας”, είπε κι έδειξε με το κεφάλι το ‘κκλησάκι.

Κοίταξα τον Μαρίνο που έψαχνε για σαλτιμπάγκους. Κι άρχισα να κλαίω. Νόμιζα ότι δεν είχα άλλα δάκρυα. Όμως ποτέ δεν στερεύουν τα δάκρυα κι ο πόνος για τους ανθρώπους.

Εκείνα δεν ήταν μόνο δάκρυα πόνου, μα και χαράς μαζί. Ναι, χαράς. Γιατί σκέφτηκα ότι η Άγια Μαρίνα, η προστάτιδα των παιδιών, μας βοήθησε. Η κατάρα δεν έπεσε πάνω στο παιδί μου, αλλά πάνω στον άντρα μου. Σκοτώθηκε εκείνος πριν τα έξι χρόνια του παιδιού του -του παιδιού μου.

Κι όσο κι αν τον αγάπησα τον Πέτρο, κι αυτό είναι πολλή αγάπη, δεν θα μπορούσα να τη συγκρίνω με την αγάπη μου για τον Μαρίνο. Κανέναν δεν αγαπάω πιο πολύ απ’ το παιδί μου, ούτε τον εαυτό μου, ούτε τον θεό τον ίδιο.

Τότε ένιωσα να μου ξεριζώνει την ψυχή ο πόνος της Αργυρώς. Εκείνης της μάνας που είδε το μοναχοπαίδι της, το θαύμα της, γκρεμοτσακισμένο.

Άφησα τον Ιάσονα σύξυλο και μπήκα στο ‘κκλησάκι. Προσευχήθηκα κλαίγοντας. Για τον Πέτρο, για την Αργυρώ, για κείνο το παιδί, για το παιδί μου.

Προσευχήθηκα μέχρι που ένιωσα ότι κάποιος στεκόταν πίσω μου. Φοβήθηκα ότι θα γυρίσω και θα δω την Αργυρώ, να με καταριέται. Ή το παιδάκι. Γύρισα. Στην πόρτα στεκόταν ο Μαρίνος.

“Πρέπει να φύγουμε”, μου είπε.

Είδα το παντελόνι του βρεγμένο. Όχι στα μπατζάκια, ψηλά. Είχε κατουρηθεί πάλι. Τον πήρα απ’ το χέρι.

“Δεν ξέρω τι τον έπιασε”, είπε ο Ιάσονας που μας ακολουθούσε στο δρόμο του γυρισμού. “Ήταν εκεί, κοιτούσε τα έντομα κι έτρεχε πέρα δώθε. Και μετά… Σαν να πάγωσε. Καθόταν εκεί και… Τραγουδούσε.”
“Ένα παιδικό τραγούδι;”
“Ναι, κάτι τέτοιο.”
“Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού”
“Θα σταματήσει;” Τέλειωσε τη φράση ο Ιάσονας.

Σταμάτησε να μας ακολουθεί. Έμεινε πίσω.

“Από πότε έχεις ν’ ακούσεις αυτό το τραγουδάκι;” τον ρώτησα και συνέχισα προς το σπίτι.

Δεν μας ακολούθησε. Ωραίος άντρας, αλλά χέστης.

~~

Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να βάλω τον Μαρίνο στο μπάνιο για να τον πλύνω. Τον στέγνωσα και τον έντυσα. Πηγαινοερχόμουν σαν τρελή. Το κατάλαβε.

“Δεν υπάρχει κάτι να φοβάσαι”, μου είπε.
“Εσύ να μη φοβάσαι.”
“Δεν φοβάμαι.”

Σκέφτηκα τα λόγια του μικρού που είχε σκοτώσει ο Πέτρος. “Δεν σε φοβάμαι.” Τον άφησα στην τηλεόραση και πήγα στο υπνοδωμάτιο για να σκεφτώ. Κοιτούσα τριγύρω. Όλα ήταν τόσο άψογα φτιαγμένα. Και τώρα τι έπρεπε να κάνω; Να φύγω; Πάλι;

Η κατάρα είχε τελειώσει, δεν είχε τελειώσει; Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Ένας πέθανε τότε, ένας πέθανε τώρα. Τι παραπάνω ήθελε από μας;

Γύρισα στην κουζίνα. Η τηλεόραση έπαιζε σιγά. Ο Μαρίνος δεν ήταν εκεί. Δεν τον φώναξα, δεν έψαξα. Πήγα στο παράθυρο και κοίταξα την παιδική χαρά. Τον είδα και μου ‘φυγε η ψυχή.

Ήταν σκαρφαλωμένος, όρθιος στη μάντρα, σ’ εκείνη πάνω απ’ το ρέμα. Φαινόταν να κουνάει το κεφάλι, σαν να μιλούσε με κάποιον. Δεν ούρλιαξα. Φοβήθηκα ότι αν τον τρόμαζα μπορεί να τον έριχνα.

Βγήκα έξω και πήδηξα απ’ την αυλή στην παιδική χαρά. Ήταν ψηλά, δυο τρία μέτρα. Χτύπησα τα γόνατα μου, αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε που το κατάλαβα. Πήγα σιγά σιγά από πίσω του.

“Κι εγώ”, είπε ο Μαρίνος κοιτώντας κάτω.

Τον γράπωσα. Κανείς δεν μπορούσε να τον πάρει από μένα πια. Τρόμαξε. Τρόμαξε που τον έπιασα, αλλά το πρόσωπο του ήταν ήρεμο.

“Μαμά, πρέπει να φύγουμε τώρα”, μου είπε.
Τον αγκάλιασα.
“Σε ποιον μιλάς;” τον ρώτησα και κοίταξα κάτω, πιστεύοντας ότι θα δω το παιδάκι με τον σπασμένο λαιμό να με κοιτάει.
Δεν ήταν κανένας.

“Έφυγαν”, είπε ο Μαρίνος.
“Ποιοι; Ποιοι έφυγαν;”
“Μου είπαν ότι πρέπει να φύγουμε κι εμείς. Σήμερα.”
“Ποιοι, ποιοι, Μαρίνο;”
“Ήταν το παιδάκι με το φορτηγό. Κι ο μπαμπάς το κρατούσε απ’ το χέρι.”

Άρχισα πάλι να βουρκώνω. Δεν θα σταματήσει ποτέ αυτό;

“Ο μπαμπάς; Είδες τον μπαμπά;”
“Μου είπε ότι μας αγαπάει. Για πάντα.”

Κοίταξα πάλι στο ρέμα. Μήπως και τον έβλεπα για μια φορά ακόμα.
“Κι εγώ, Πέτρο, κι εγώ”, είπα στον αέρα.
“Πρέπει να φύγουμε, μαμά”, ξαναείπε ο Μαρίνος.

Τον κατέβασα απ’ τη μάντρα. Δεν πήρα καν δεύτερη αλλαξιά ρούχα. Μόνο τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το κινητό και το πορτοφόλι. Φύγαμε σαν τρελοί.

Καθώς περνούσαμε έξω απ’ το σπίτι της τυφλής γριας την είδα να μας κοιτάει -έτσι όπως κοιτάζουν οι νεκροί. Το δέντρο πίσω της κουνιόταν. Είχε αρχίσει να φυσάει.

~~

Ήρθαμε στην Αθήνα. Έπιασα δωμάτιο στο Ακροπόλ, το μόνο που είχαν, κάτι σαν σουίτα είναι.

Ο Μαρίνος με ρώτησε αν θα πάμε στο Αττικό Πάρκο. Του είπα ότι δεν μπορώ να βλέπω ζώα σε κλουβιά. Συμφώνησε. Χάζεψε στην τηλεόραση και κοιμήθηκε πριν σκοτεινιάσει.

Ήπια τρία ποτά απ’ το ψυγείο του δωματίου για να καταφέρω να κοιμηθώ κι εγώ.

Σήμερα το πρωί με ξύπνησε η τηλεόραση. Την είχε ανοίξει ο Μαρίνος για να δει κινούμενα σχέδια. Αλλά παντού είχαν ειδήσεις.

Έλεγαν ότι είχε πιάσει φωτιά στο Πήλιο, αργά το βράδυ. Φυσούσε πολύ, οκτώ μποφόρ και πάνω. Οι φλόγες πέρασαν μέσα από ένα χωριό. Το Ανήλιο. Κάηκαν άνθρωποι. Στην οθόνη έδειχνε τη λίστα νεκρών και των αγνοούμενων.

“Κοίτα, μαμά”, είπε ο Μαρίνος. “Γράφει κι εμάς.”

Ένιωσα νεκρή. Μόνο που είδα τα ονόματα μας ένιωσα νεκρή.

Πήρα το τηλέφωνο που περνούσε από κάτω. Ο άνθρωπος με ρώτησε το όνομα μου κι αν είμαι καλά, πού βρίσκομαι. Του είπα ότι έβλεπα τον Παρθενώνα απ’ το παράθυρο.

“Κι ο γιος σας, ο Μαρίνος Αϋφαντής, είναι μαζί σας;”

Όσο χαζό και ν’ ακούγεται, γύρισα να τον κοιτάξω πριν απαντήσω.

“Εδώ είναι.”
“Τυχεροί είστε”, είπε ο πυροσβέστης.

Η πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς, έτσι ακριβώς μου είπε, ολοσχερώς, το σπίτι μας στο Ανήλιο. Πέρασε μέσα απ’ το ρέμα, σαν ποτάμι φωτιάς, άναψε το σπίτι και συνέχισε.

“Δεν έμεινε τίποτα. Μόνο οι τοίχοι.”
“Δεν πειράζει”, του απάντησα και μάλλον είχε κάτι η φωνή μου που τον ξάφνιασε και του άρεσε. Ίσως είχε κουραστεί ν’ ακούει κλάματα.
“Άγιο είχατε”, μου είπε. “Αν ήσασταν μέσα δύσκολα θα γλιτώνατε.”
“Είχαμε”, του είπα, “είχαμε.”

Με ενημέρωσε ότι έπρεπε να πάω σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα, με την ταυτότητα μου, για να επιβεβαιώσω ότι ήμουν ζωντανή, εγώ και το παιδί μου. Ώστε να μας βγάλουν, επίσημα, απ’ τους αγνοούμενους. Του είπα ότι θα το κάνω, τον ευχαρίστησα κι έκλεισα το τηλέφωνο.

Πήγα κι έκατσα στο κρεβάτι δίπλα στον Μαρίνο. Του χάιδεψα τα μαλλιά, τον φίλησα, τον αγκάλιασα.

“Είσαι καλά;” τον ρώτησα.
“Ναι. Εσύ;”
“Είμαι. Είμαι.”
“Πού θα πάμε τώρα, μαμά;”
“Δεν ξέρω. Θες να μείνουμε εδώ για λίγο; Σ’ αρέσει εδώ;”
“Μ’ αρέσει. Αλλά να μην πάμε να δούμε τα ζώα.”
“Δεν θα πάμε. Αλλά μπορούμε να πάμε να δούμε τ’ αγάλματα. Θέλεις;”

Χάρηκε. Χάρηκα κι εγώ. Μπήκα να κάνω μπάνιο. Όταν βγήκα τον βρήκα να κοιτάει απ’ το παράθυρο. Φοβήθηκα μην αρχίσει να τραγουδάει πάλι.

“Τι κοιτάς;”
“Τον ουρανό. Ο μπαμπάς με το παιδάκι δεν είναι εκεί, ε;”
“Δεν ξέρω πού είναι.”
“Αλλά κάπου είναι.”
“Μάλλον.”

Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για να πάμε στο μουσείο, με μια μικρή στάση στην αστυνομία. Ο ήλιος έλαμπε. Κατακαλόκαιρο.

“Θα είμαστε καλά εδώ”, του είπα.
“Το ξέρω, μαμά. Αλλά δεν πήραμε ομπρέλα.”
“Τι να την κάνουμε;”
“Θα βρέξει.”

Κοίταξα τον ουρανό. Ήταν πιο γαλάζιος κι από βάφτιση αγοριού.

“Αποκλείεται”, του είπα. “Πώς σου ήρθε αυτό;”
“Μου το ‘πε η κυρία με το καπέλο.”

Δεν ήθελα να ρωτήσω, δεν ήθελα να μάθω ποια ήταν η κυρία με το καπέλο, όχι εκείνη τη στιγμή.

Λίγες ώρες αργότερα ξεκίνησε να βρέχει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

           

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *