γράφει ο Άρης Κουμουνδούρος
Τώρα που τελείωσαν οι πολυήμερες ζυμώσεις και οι εσωκομματικές διαπραγματεύσεις για τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, είναι καιρός να επισημανθούν καταστάσεις που επηρεάζουν την πολιτική μάχη του κόμματος αλλά και της ελληνικής αριστεράς.
Στις εσωκομματικές διαδικασίες για την ανάδειξη των υποψηφίων βουλευτών επαναλήφθηκαν,ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό, τα λάθη που παρουσιάστηκαν στις ανάλογες διαδικασίες για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η νοοτροπία του 3% έκανε να αποκλειστούν πρόσωπα που είναι γνωστά και αποδεκτά στις τοπικές κοινωνίες επειδή δεν ανήκαν στον στενό πυρήνα των οργανωμένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Ετσι, και με την εξαίρεση των ψηφοδελτίων στην Αττική, στα οποία συμμετέχουν τα βασικά, επώνυμα κομματικά στελέχη, στους περισσότερους από τους υπόλοιπους νομούς τα ψηφοδέλτια δεν αντιπροσωπεύουν ούτε την πολιτική επιρροή ούτε την εκλογική απήχηση του κόμματος. Σε πολλές περιπτώσεις, το μοναδικό ..πρόβλημα όσων αποκλείστηκαν είναι ότι είχαν σοβαρές πιθανότητες να εκλεγούν!. Υποψήφιοι δήμαρχοι που σημείωσαν εξαιρετικά αποτελέσματα στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές είχαν την ίδια τύχη. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, στις αρχικές ψηφοφορίες αποκλείστηκε και ο υποψήφιος δήμαρχος Τ. Μηταφίδης, παρ΄ότι είναι οργανωμένος από παλιά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο φόβος ήταν ότι λόγω της αναγνωρισιμότητας που κέρδισε στις δημοτικές, μπορούσε να εκλεγεί βουλευτής. Αντίστοιχα απολίτικα κριτήρια που δεν συμβαδίζουν με την παράδοση και τις αξίες της αριστεράς επιβλήθηκαν και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τις δικαιολογίες που εφευρέθηκαν για τους αποκλεισμούς.
Το ίδιο, η διαπραγμάτευση στο επίπεδο ηγεσίας, που έγινε με κριτήρια συσχετισμών και όχι με βασικό γνώμονα την αξιοποίηση όλων των δυνάμεων, κομματικών και μη, που θα μπορούσαν να φέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Δεν υπήρξαν καινοτόμες προτάσεις, όπως της Ρ. Δούρου ή του Γ. Σακκελαρίδη που έδωσαν ένα διαφορετικό στίγμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ετσι οι λίγες διευρύνσεις, είτε πρόκειται για την κυρία Ρ. Μακρή ή για τον κ. Λαπαβίτσα, φαντάζουν περισσότερο σαν αποτελέσματα συμφωνιών και συμβιβασμών κορυφής.
Η πολιτική συμμαχιών με άλλες πολιτικές δυνάμεις παρουσίασε επίσης σοβαρά προβλήματα. Λόγω των στρατηγικών της λαθών και της συνεργασίας με την κυβέρνηση Σαμαρά, η ΔΗΜΑΡ δεν αντιπροσωπεύει μια σοβαρή εκλογική δύναμη. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους Οικολόγους Πράσινους, με τους οποίους επιτεύχθηκε συμφωνία. Ο εξαναγκασμός, ουσιαστικά, της ΔΗΜΑΡ σε αυτόνομη εκλογική κάθοδο, παρά την στροφή της σε αντιμνημονιακή κατεύθυνση τους τελευταίους μήνες, δίνει την εντύπωση ενός κόμματος που φοβάται τα ανοίγματα και όχι μιας «ήρεμης δύναμης» ηγεμονικής και σίγουρης για τον ευατό της, όπως θα έπρεπε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Την στιγμή μάλιστα που ακόμη και ο ακροδεξιός Σαμαράς επιχειρεί, για να διασωθεί, ανοίγματα προς στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της λεγόμενης κεντροαριστεράς.
Το «σύνδρομο του σκαντζόχοιρου» θα αποδειχθεί καταστροφικό, αν ο ΣΥΡΙΖΑ πετύχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και κληθεί να σχηματίσει δική του κυβέρνηση, ή οποία θα πρέπει να αξιοποιήσει όλες τις εφεδρείες για να αντιμετωπίσει την κρίση στην Ελλάδα και την υπονόμευση από το εξωτερικό. Αν και τα περιορισμένης εμβέλειας ψηφοδέλτια, που στερούν από τον ΣΥΡΙΖΑ την νέα πνοή που χρειαζόταν για να κάνει το δεύτερο αναγκαίο άλμα μετά την νίκη στις ευρωεκλογές και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ίσως τελικά εμποδίσουν την επίτευξη μιας ικανοποιητικής και βιώσιμης αυτοδυναμίας.