Λίγα χιλιόμετρα απ’ τη Θάλαττα,
δύο τσιγάρα δρόμο πάνω κάτω, ήταν το καφενείο του Πεντακόσια.
Γιατί τον λέγαν Πεντακόσια ποτέ
δεν έμαθα, ούτε και γιατί το θεωρούσαν καφενείο.
Πηγαίναμε εκεί με τον πατέρα μου
και τον αδελφό μου, όταν ήμασταν παιδιά. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια με τον
ιδιοκτήτη, κάτι σαν δεύτερος ξάδελφος του παππού μου. Αλλά ήταν κι εκείνος
Δόγκας, και στα χωριά αρκεί να ‘χεις το ίδιο επίθετο για να θεωρείς τον άλλο
συγγενή σου. Ειδικά αν είναι απ’ τη μεριά της μάνας, γιατί αυτές οι γραμμές
είναι αδιαμφισβήτητες, ενώ για τον πατέρα ποτέ δεν είσαι σίγουρος.
Το καφενείο του Πεντακόσια δεν
έμοιαζε με καφενείο ούτε ακουγόταν σαν τέτοιο. Μουσική δεν έπαιζε ποτέ,
τηλεόραση δεν είχε και τάβλι ή κολιτσίνα δεν έβγαιναν στα τραπέζια. Μόνος ήχος
το σαράκι που ‘τρωγε το ξύλο. Κι η ζέστη ήταν τόσο πηχτή, που σχεδόν μπορούσες
να την ακούσεις.
Οι άντρες που μαζεύονταν εκεί δεν
γελούσαν ούτε καν μιλούσαν. Έμπαιναν, τους έβαζε ο Πεντακόσιας ένα κονιάκ κι
ένα σκέτο καφέ με παξιμάδι, τα έπιναν, πλήρωναν κι έφευγαν. Θλιμμένοι κι
ιδρωμένοι, έτσι έβγαιναν όλοι, σαν να είχαν πάει ταξίδι στους τροπικούς.
Θλιμμένοι και λυτρωμένοι, έτσι έβγαιναν οι άντρες, κι έκαναν πάντα το σταυρό
τους στο κατώφλι.
~~
Ο πατέρας μας προειδοποιούσε πριν
μπούμε: “Τσιμουδιά τώρα”.
Όσο εκείνος έπινε το κονιάκ με
τον καφέ του εμείς τριγυρνούσαμε στο καφενείο σιωπηλοί, βουβοί, παιδιά
φαντάσματα.
Κάτω απ’ τα πόδια μας η σκόνη
ήταν παχιά σαν αλεύρι. Πατούσες κι ανατρίχιαζες.
Παρατηρούσαμε τις μύγες που είχαν
πιαστεί στις ταινίες με την μελάσσα που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Ακουμπούσαμε
προσεχτικά τα βάρη στον αρχαίο ζυγό που είχε στον πάγκο. Κοιτούσαμε τις
ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο.
Μα πέρα απ’ αυτά που φαίνονταν,
υπήρχε κάτι ακόμα στο καφενείο, ισχυρό όσο και αδιευκρίνιστο, που θα μπορούσα
να το χαρακτηρίσω μόνο ως μια αίσθηση ασφάλειας και ακινησίας.
Παράξενη ασφάλεια, όπως όταν
ξυπνάς απ’ το όνειρο και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο δωμάτιο σου. Αλλά δεν έχεις
ξυπνήσει πραγματικά. Και συνεχίζεις να κοιμάσαι λέγοντας: “Ονειρεύομαι”.
Η ακινησία που ανέφερα δεν ήταν
σχετική με τον χώρο, αλλά με τον χρόνο του καφενείου. Σύμβολο της δυο ρολόγια
σταματημένα στην ίδια ώρα. Γιατί να ‘χεις δύο χαλασμένα ρολόγια;
Μόνο πολλά χρόνια μετά, όταν
βρέθηκα στη Νεκρόπολη της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, βίωσα μια ανάλογη
ακινησία του χρόνου. Αλλά εκεί μέσα δεν είχε ρολόγια.
~~
Περπατούσαμε στο καφενείο χωρίς
να μιλάμε, χωρίς καν να κοιτιόμαστε.
Έπειτα ο πατέρας σηκωνόταν, άφηνε
το αντίτιμο της θλίψης στο τραπέζι και μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε.
Μόνο μια φορά ο Πεντακόσιας βγήκε
απ’ το καφενείο και μας μίλησε. Στάθηκε στο κατώφλι και κοιτούσε εμένα και τον
αδελφό μου την ίδια στιγμή. Ήταν αλλοίθωρος κι έτσι δεν χρειαζόταν να στρέφει
το κεφάλι. Κι ήταν μπασμένος, πιο κοντός απ’ τον μεγάλο αδελφό μου, λίγο πιο
ψηλός από μένα, έτσι δεν χρειαζόταν να σκύβει.
“Ίδιος η μάνα του είν’ αυτός”,
είπε στον πατέρα κι εκείνος συμφώνησε. Για ποιον απ’ τους δυο μας έλεγε κανείς
δεν κατάλαβε.
Αυτό ήταν το μόνο που άκουσα απ’
το στόμα του. Την ιστορία του μου την είπε άλλη -και μοιάζει λίγο με μπαλάντα.
~~
Ήταν, λέει, κάποτε νέος ο
Πεντακόσιας. Κι είχε κι όνομα χριστιανικό. Αλέξη τον βαφτίσανε, όπως και τον
πατέρα του.
Ο Αλέξης ήταν κοιλάρφανος. Ο
πατέρας του πέθανε από λύκο -την αρρώστια, όχι το ζώο- όταν εκείνος ήταν ακόμα
στην κοιλιά της μάνας του.
Η γκαστρωμένη χήρα δεν τους άφησε
να τον θάψουν. Ήταν αρβανίτισσα και ξενομερίτισσα. Οι παραδόσεις του τόπου της
έλεγαν ότι ο νεκρός έπρεπε να περιμένει τη γέννα. Αν πέθαινε και η γυναίκα ή το
παιδί, πράγμα καθόλου σπάνιο εκείνα τα χρόνια, θα τους κηδεύανε μαζί.
Έτσι κρατήσανε τον Αλέξη τον
πρεσβύτερο πεθαμένο κι άθαφτο για τρεις μήνες. Ψυγεία και πάγος δεν υπήρχαν. Η
σορός έμεινε μέσα στο φέρετρο, μέσα στην εκκλησία, και βρώμισε πρώτα το
φέρετρο, βρώμισε μετά η εκκλησία, βρώμισε όλο το χωριό.
Κάναν δεκαπενταύγουστο φορώντας
μαντήλια στη μύτη, για ν’ αντέξουν τη μυρωδιά που ανέβαινε πάνω απ’ το λιβάνι
και τα θυμιάματα. Κι η γκαστρωμένη δεν έλεγε να γεννήσει.
Τελικά μπλέχτηκε κι η γητεύτρα
του χωριού, της έδωσε βοτάνια να πιει, είπε δυο ξόρκια που ‘χε μάθει κουτσά
στραβά απ’ τον μάγο που ‘μενε στο βουνό, κι όταν είχε ολόκληρο φεγγάρι πιάσαν
τη χήρα οι πόνοι.
Έβγαλε το παιδί λίγο πριν δύσει
το φεγγάρι. Το ίδιο πρωί έκαναν στην εκκλησία δύο τελετές μαζί. Πρώτα βαφτίσαν
το νεογέννητο, Αλέξη όπως τον πατέρα του, κι ύστερα κηδέψαν τον μακαρίτη.
~~
Η μάνα, Σοφία ήταν τ’ όνομα της,
μεγάλωσε το μωρό σιωπηλά. Δεν το νανούριζε, δεν του μιλούσε, μόνο του ‘δινε το
βυζί της να πιει σαν έκλαιγε.
Κι εκείνο ποτέ δεν χαμογέλασε,
όπως συνηθίζουν να κάνουν τα μωρά, ούτε και γέλασε ποτέ όπως συνηθίζουν να
κάνουν τα παιδιά, ούτε και μάλωσε όπως συνηθίζουν να κάνουν οι έφηβοι, ούτε και
πολέμησε όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άντρες. Μέχρι που είδε τα πόδια της Λήδας
και τα ‘κανε όλα με μιας.
Αλλά πριν απ’ αυτή τη συνάντηση,
για να μην προτρέχουμε, ήταν ένα θλιμμένο παιδί με πετρωμένο πρόσωπο.
Οι γειτόνισσες πλησίασαν πολλές
φορές τη Σοφία και της προξένεψαν άντρες για να παντρευτεί. Ήταν νέο κορίτσι,
ούτε καν δεκαεφτά, όταν φόρεσε μαύρα. Κι ήταν φτωχιά, μόνο με την παράγκα που
‘χε ο πεθαμένος άντρας της και τίποτα άλλο.
“Σκέψου το παιδί”, της λέγανε για
να την πείσουν. “Πρέπει να ‘χει έναν πατέρα… Κι εσύ έναν άντρα.”
“Έναν άντρα έχω”, απαντούσε η
Σοφία. “Και το παιδί θα ‘χει έναν πατέρα.”
Έτσι μεγάλωσε ο Αλέξης. Με τη
μαυροφορεμένη αμίλητη μάνα και τη τραγιάσκα του πατέρα στον τοίχο, το μόνο που
απέμεινε απ’ αυτόν.
“Το παιδί του νεκρού”, τον έλεγαν
όλοι.
~~
συνεχίζεται
~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Βασίλη
Μπάκαλου https://bakalos.com/
Ο τίτλος είναι κλεμμένος απ’ τη
νουβέλα της Κάρσον Μακ Κάλερς, The Ballad of the Sad Café
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός