Της Μάχης Μαργαρίτη
Tο πρωί βιάζεται στον δρόμο να πάει γρήγορα
στη δουλειά της. Έτσι βιαστικά επιστρέφει σπίτι. Καθισμένη στο γραφείο βοηθάει
το παιδί στα μαθήματα. Μιλάει στο τηλέφωνο με τον παιδίατρο για να κλείσει
ραντεβού. Βάζει ένα πλυντήριο και μαζεύει το σπίτι. Σκέφτεται πότε θα πάει το
παιδί να αγοράσει ένα ρούχο που χρειάζεται. Κοιτάει το ρολόι για να μην αργήσει
να το πάρει από το φροντιστήριο τώρα που σκοτεινιάζει και νωρίτερα. Πάνω από
την κουζίνα, ετοιμάζει το αυριανό φαγητό. Στην τηλεόραση βλέπει ένα σποτ που της
τονίζει ότι δεν πρέπει να αμελήσει το εμβόλιο της κόρης της -είναι δική της
ευθύνη, πατέρας δεν εμφανίζεται στο σποτ. Και το βράδυ, μισοκοιμισμένη, ακούει
σε μια εκπομπή κάποιους να μιλούν για την «ισότητα των φύλων».
Πράγματι, στη δημόσια συζήτηση
έχει επανέλθει το «γυναικείο ζήτημα». Αλλά τι σημαίνει «γυναικείο ζήτημα»; Τι
σημαίνει «ίσες ευκαιρίες»; Και αυτοί που το λένε -άντρες και γυναίκες- εννοούν
όλοι το ίδιο πράγμα;
Είναι αλήθεια ότι η ζωή για τις
εργαζόμενες μητέρες μπορεί να είναι καλύτερη σε κάποιες χώρες, χειρότερη σε
άλλες, ανάλογα με το επίπεδο κοινωνικού κράτους και τον συντηρητισμό της
κοινωνίας -συνήθως αυτά τα δύο πηγαίνουν χέρι-χέρι. Όμως, ο κοινός παρονομαστής
είναι ότι η πίεση στην εργαζόμενη μητέρα αυξάνεται παντού.
Την περασμένη άνοιξη, η
αρθρογράφος του βρετανικού Guardian Χάντλεϊ
Φρίμαν, έγραφε: «Ο σύντροφός μου και εγώ είμαστε και οι δύο δημοσιογράφοι… Αλλά όλοι βλέπουν εμένα ως τον φροντιστή: Σε
μένα τηλεφωνεί ο γιατρός αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Σε μένα τηλεφωνούν οι
άλλοι γονείς για να κανονίσουν παιχνίδια των παιδιών -και λέγοντας ‘άλλοι
γονείς’ αναπόφευκτα εννοώ ‘οι άλλες εργαζόμενες μητέρες’. Αν τα παιδιά δεν πάνε
σχολείο μια μέρα, σε μένα τηλεφωνεί ο διευθυντής, παρότι δουλεύω σε γραφείο,
ενώ ο σύντροφός μου δουλεύει από το σπίτι.» Φίλες της δημοσιογράφου, επίσης
εργαζόμενες μητέρες, που μίλησαν για την καθημερινότητά τους, της είπαν ότι
νιώθουν «τυχερές» αλλά και «οργισμένες», νιώθουν «καλά», αλλά και «συχνά
κλαίνε». «Οι φίλες μου μου μίλησαν για συζύγους που γίνονται ευερέθιστοι όταν
χρειάζεται να φροντίσουν τα παιδιά -δηλαδή να είναι γονείς- και για εργοδότες
που γκρινιάζουν για τις μητέρες εργαζόμενές τους που φεύγουν νωρίς από τη
δουλειά για να πάρουν τα παιδιά από το σχολείο.»
Η εικόνα, λοιπόν, είναι παρόμοια
παντού.
Δουλειά στο σπίτι, άγχος στη
δουλειά
Οι εργαζόμενες μητέρες έγιναν ο
κανόνας, αλλά οι σεξιστικές παραδόσεις παραμένουν -τόσο στους χώρους εργασίας,
όσο και στις σχέσεις. Ο χρόνος που δαπανάται σε «απλήρωτη εργασία» -δουλειές
του σπιτιού, φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, ψώνια, αποκαλύπτει τεράστιο
χάσμα ανάμεσα στα φύλα. Στο Μεξικό, οι γυναίκες ξοδεύουν για αυτές τις δουλειές
6 ώρες και 32 λεπτά την ημέρα, ενώ ένας άντρας 2 ώρες και 17 λεπτά. Στην
Πορτογαλία, οι γυναίκες δαπανούν 5 ώρες
και 28 λεπτά την ημέρα σε απλήρωτη εργασία, και οι άντρες 1 ώρα και 36 λεπτά. Η
Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις, με τις γυναίκες να
κάνουν απλήρωτη εργασία που φτάνει τις 4
ώρες και 26 λεπτά τη μέρα, και τους άντρες λίγο πάνω από μιάμιση ώρα. Την
καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη έχει η Δανία, με τις γυναίκες στις 4 ώρες και τους
άντρες στις 3. Όμως, παντού παραμένει το χάσμα, αφού ο μέσος όρος των 28 χωρών
του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, σε μελέτη του 2018,
δείχνει ότι οι άντρες συνεισφέρουν κατά 50% σχεδόν λιγότερο χρόνο από τις
γυναίκες στην απλήρωτη εργασία.
Αυτά συμβαίνουν στο σπίτι. Τι
γίνεται, όμως, στους εργασιακούς χώρους; Για πρώτη φορά, φαίνεται ότι η
κατάθλιψη στις εργαζόμενες γυναίκες φτάνει στα ίδια επίπεδα με αυτά των άνεργων
γυναικών. Στρες, άγχος και κατάθλιψη. «Οι γυναίκες υποφέρουν από εργασιακό
στρες πολύ περισσότερο από τους άντρες», έλεγε το 2016 στον Guardian η ψυχίατρος Τζούντιθ Μόρινγκ. Ο
σεξισμός στον χώρο εργασίας και οι οικογενειακές υποχρεώσεις προσθέτουν στην
πίεση, καθώς οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ανισότητα στους μισθούς και έλλειψη
υποστήριξης. Επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες ηλικίας 25-54 έχουν
περισσότερο άγχος από τους άντρες συναδέλφους τους, και αυτή η πίεση φτάνει στα
ύψη στις γυναίκες 35-44, όταν πολλές από αυτές έχουν αυξημένες οικογενειακές
υποχρεώσεις, όπως να φροντίζουν και για παιδιά και για ηλικιωμένους γονείς.
Η Τζούντιθ Μόρινγκ λέει ότι οι
γυναίκες είναι υπό συνεχή πίεση, με επιχειρήσεις συνεχώς να αναμορφώνονται,
χωρίς υποστήριξη από τις διοικήσεις, και σε μόνιμη προσπάθεια να ισορροπούν
δουλειά και οικογένεια. Αυτό, σύμφωνα με τη βρετανίδα ψυχίατρο, τις αφήνει
«άδειες». Από τα 25, οι γυναίκες νιώθουν περισσότερο άγχος από τους άντρες, και
αυτό συνεχίζεται για όλα τα χρόνια που θα εργάζονται, σύμφωνα με στοιχεία του
βρετανικού κυβερνητικού οργανισμού Health
and Safety Executive. Τα στοιχεία βασίζονται στην
Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της Βρετανίας, που εξετάζει 38.000 νοικοκυριά τον
χρόνο και αποτελεί βασική δεξαμενή συλλογής δεδομένων της κυβέρνησης. Στην
αναφορά σημειώνεται ότι «τα επαγγέλματα και οι βιομηχανίες όπου αναφέρονται τα
υψηλότερα επίπεδα εργασιακού στρες παραμένουν σταθερά οι τομείς υγείας και οι
δημόσιοι τομείς της οικονομίας». Οι λόγοι που αναφέρονται είναι επίσης, «ο
φόρτος εργασίας, η έλλειψη στήριξης από τις διοικήσεις και οι οργανωτικές
αλλαγές».
Το αποτέλεσμα της πίεσης στη
δουλειά και της «παραδοσιακής λειτουργίας» στο σπίτι, είναι όλο και πιο φανερό.
Στη Βρετανία είχε γίνει μια μελέτη για τα «Παιδιά του ΄90», στην οποία το 17%
των νέων έγκυων γυναικών ανέφεραν συμπτώματα κατάθλιψης. Ήταν ήδη ανησυχητικό,
αλλά είναι χειρότερο στη γενιά των κορών τους: 25% είναι τα συμπτώματα
κατάθλιψης σε έγκυες κάτω των 24 χρόνων, έγραφε πρόσφατα άρθρο στην ιστοσελίδα The Conversation.
Στην Ελλάδα, μια χώρα με μίνιμουμ
πολιτική κοινωνικής προστασίας και την κατάσταση να χειροτερεύει στα μνημονιακά
χρόνια, η εικόνα είναι πολύ κακή. Στο σημείωμα «Εκθήλυνση της Φτώχιας», του
Παρατηρητήριου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, τον Αύγουστο του
2018, με έτος αναφοράς εισοδήματος το 2015, φαίνεται ότι η Ελλάδα είναι μία από
τις χώρες όπου η κοινωνική παρέμβαση του κράτους μειώνει ελάχιστα τον κίνδυνο
έκθεσης των γυναικών στη φτώχια. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες
18-64 χρόνων, αφού στις μεγαλύτερες ηλικίες υπάρχει η παρέμβαση των συντάξεων.
Αλλά εκτός από την οικονομική
δυσκολία, υπάρχουν και οι αυξημένες υποχρεώσεις των γυναικών. Συχνά
υποκαθιστούν τις ανεπαρκείς δομές φροντίδας των παιδιών και των εξαρτημένων
συγγενών τους. Επιβαρύνονται με πολλαπλούς ρόλους, με μικρή βοήθεια από τους
συντρόφους τους. Και τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για μια εντελώς
παραμελημένη μορφή οικογένειας.
Μονογονεϊκή οικογένεια
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 85% των
λεγόμενων «επικεφαλής μονογονεϊκών οικογενειών» είναι γυναίκες. Στην Ελλάδα,
είναι ένα θέμα που ουσιαστικά παραμένει στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης
και της ακαδημαϊκής έρευνας -πόσο μάλλον της μέριμνας του κράτους. Μελέτη των
Κικίλια-Παπαλιού-Φαγαδάκη για το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών το 2008,
ανέφερε ότι «οι οικογένειες αυτές, που αυξάνονται με σημαντικούς ρυθμούς τα
τελευταία χρόνια, αποτελούν μια αόρατη και λανθάνουσα δεξαμενή δημιουργίας και
αναπαραγωγής κοινωνικού αποκλεισμού. Παράλληλα, είναι μια ομάδα αναμφισβήτητα
αδικημένη από άποψης πολιτικών στήριξης και παροχής κοινωνικής προστασίας.» Δεν
έχουν αλλάξει και πολλά μέχρι σήμερα.
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, είναι
αυτός της φτώχιας. Με βάση στοιχεία του 2016 στην έκθεση «Εκθήλυνση της
Φτώχιας», το ποσοστό είναι 18,5% για δύο ενήλικες με ένα παιδί, και εκτοξεύεται
στο 30,5% στις μονογονεϊκές οικογένειες, την κατηγορία με το μεγαλύτερο ποσοστό
κινδύνου φτώχιας μεταξύ των δέκα τύπων
νοικοκυριών που μελετήθηκαν. Και δίπλα σε αυτό υπάρχει και η περιθωριοποίηση
των γυναικών που επιλέγουν μια μη-συμβατική μορφή οικογενειακής οργάνωσης, λόγω
των συντηρητικών αντιλήψεων που επικρατούν.
Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά
αντιμετωπίζουν μια σειρά από επιπρόσθετα προβλήματα κοινωνικής ένταξης και
πρόσβασης σε αγαθά. Ο σημαντικά αυξημένος κίνδυνος εισοδηματικής φτώχιας σε
σχέση με άλλες μορφές νοικοκυριού οφείλεται στο ότι οι γυναίκες επικεφαλής
μονογονεϊκών νοικοκυριών συχνά αποτελούν τη μοναδική πηγή εισοδήματος και
παροχής φροντίδας στην οικογένεια. Το ζήτημα της καταβολής διατροφής από τους
πρώην συζύγους παραμένει ιδιαίτερα προβληματικό, εξαιτίας της οικονομικής
κρίσης, των στερεότυπων, αλλά και της πλήρους απουσίας του κράτους -που θα
μπορούσε, όπως συμβαίνει αλλού, να επιβλέψει ή και να αναλάβει έμμεσα τη
διαδικασία καταβολής προκειμένου να μην αναγκάζονται οι μητέρες, σχεδόν πάντα
μάταια, να τρέχουν στα δικαστήρια. Όσο για τις θεσμικές διευκολύνσεις, δεν
προβλέπονται καν επιπλέον άδειες στις εργαζόμενες μητέρες που έχουν την επιμέλεια
παιδιών λόγω διαζυγίου. Επειδή ακόμη δεν έχει συμφωνηθεί ούτε το τι σημαίνει
«μονογονεϊκή οικογένεια» -δεν είναι και τόσο δύσκολο, πάντως: νοικοκυριό με
έναν γονιό και παιδί-ιά, είναι ένας απλός και λογικός ορισμός. Το πρόβλημα,
προφανώς, δεν είναι αντίληψης, είναι πολιτικής βούλησης να απλωθεί «δίχτυ
ασφάλειας» -δηλαδή, χρήματα και θεσμικά μέτρα- για την προστασία της ομάδας
αυτής του πληθυσμού, που όλο και μεγαλώνει.
Ενδιαφέρουσα η αναφορά στη μελέτη
του ΕΚΚΕ για το τι συνέβαινε στις «δύο Γερμανίες»: «Η ενοποίηση της Ανατολικής
με τη Δυτική Γερμανία είχε ως αποτέλεσμα τη συγχώνευση δύο διαφορετικών και
συχνά αντικρουόμενων προσεγγίσεων στον τομέα της οικογενειακής πολιτικής. Για
παράδειγμα, στην Ανατολική Γερμανία ήδη από το 1950, με τον Νόμο ‘περί της
προστασίας των παιδιών και των μητέρων και περί δικαιωμάτων των γυναικών’, τα
εκτός γάμου παιδιά δε θεωρούνταν κοινωνικά στιγματισμένα, υπήρχαν μεγαλύτερα
ποσοστά άγαμων μητέρων από ό,τι στη Δυτική Γερμανία, και η συνολική δαπάνη
ανατροφής των παιδιών τους καλυπτόταν από το κράτος, είτε άμεσα είτε έμμεσα
μέσω διαφόρων παροχών, δημόσιων υπηρεσιών παιδικής φροντίδας και επιπλέον
βοηθημάτων στις μόνες μητέρες.»
Η πρόωρη σύνταξη, θυσία στην
«ισότητα»
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90,
ο νεοφιλελευθερισμός ως σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, έφτανε,
καθυστερημένα, και στην Ελλάδα, με στόχο τα εργασιακά κεκτημένα. Μία από τις
ομάδες του πληθυσμού που είχαν ένα θετικό κεκτημένο στο ζήτημα της σύνταξης,
ήταν οι εργαζόμενες μητέρες. Για να κατασκευαστεί συναίνεση γύρω από την
επίθεση σε αυτό το δικαίωμα, έπρεπε να βρεθεί ένα πρόσχημα. Και το θέμα μπήκε
«στο τραπέζι»: γίνεται να υπάρχει ισότητα των φύλων όταν οι γυναίκες, και
κυρίως οι εργαζόμενες μητέρες, καλύπτονται από «προστατευτική νομοθεσία» που
τις στέλνει νωρίτερα στη σύνταξη και την «αδράνεια»; Είναι σωστό να «στέλνει το
κράτος μια εργαζόμενη μητέρα στα 45 της στο σπίτι της, κατευθύνοντάς τη να
γίνει νοικοκυρά από μια τόσο παραγωγική ηλικία»; Πρέπει οι γυναίκες να
αντιμετωπίζονται ως κάτι «διαφορετικό» που χρήζει προστασίας;
Η απάντηση -που έδωσαν μόνοι τους
αυτοί που την έθεσαν, πείθοντας και μέρος της κοινωνίας- ήταν πως η αυξανόμενη
συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών,
καθιστούν «παρωχημένη» την προστατευτική νομοθεσία. Όταν εξαφανιστεί αυτή η
νομοθεσία, έλεγε το αφήγημα, θα αρχίσουν να αλλάζουν και τα κοινωνικά
στερεότυπα: οι οικογενειακές υποχρεώσεις θα κατανέμονται στο εξής δίκαια, και
το γυναικείο φύλο θα αντιμετωπίζεται ισότιμα.
Έτσι, στο όνομα της «ισότητας»,
άρχισε το «ξήλωμα» των νόμων οι οποίοι προστάτευαν τις εργαζόμενες μητέρες
-ένα «ξήλωμα» που συνεχίζεται ασταμάτητα
μέχρι σήμερα. Κατευθείαν στο στόχαστρο βρέθηκε η δεκαπενταετία, μια κατάκτηση
που είχαν κερδίσει από παλιά τα συνδικάτα. Σιγά-σιγά, τα όρια ηλικίας για τις
μητέρες ανηλίκων ανέβαιναν, μέχρι να εκμηδενιστεί κάθε διαφοροποίηση. Και τι
συνέβη στην πραγματικότητα -των πολλών; Οι γυναίκες συνεχίζουν να είναι
χρήσιμες στο οικονομικό σύστημα ως αναπαραγωγοί του είδους, με τη μητρότητα να
αποτελεί ουσιαστικά ατομική τους ευθύνη. Συνεχίζουν να επιβαρύνονται με τις
οικογενειακές υποχρεώσεις. Συνεχίζουν να παλεύουν στην αγορά εργασίας.
Εισοδηματικές ανισότητες παραμένουν. Οι συντάξεις, που «θα έφερναν την ισότητα
με την κατάργηση των πρόωρων», πράγματι έφεραν την ισότητα -όλες πήραν την
κατηφόρα. Οι «θέσεις ευθύνης» αντροκρατούνται, και ο σεξισμός στην
καθημερινότητα και στους χώρους εργασίας καλά κρατεί. Και τελικά, οι γυναίκες,
αφού προσφέρουν στην κοινωνία δουλεύοντας έξω από το σπίτι, δουλεύοντας μέσα σε
αυτό, γεννώντας και μεγαλώνοντας αυτούς που θα αποτελέσουν τη συνέχειά της,
φτάνουν εξαντλημένες στη σύνταξη -όσες άρχισαν να εργάζονται σε μικρή ηλικία θα
καταλήξουν να δουλεύουν 40 χρόνια για να πάρουν μετά τα 60 μια σύνταξη που θα
θυμίζει επίδομα.
Επειδή, παρά τα προσχήματα περί
ισότητας, η αλήθεια είναι ότι καμία πραγματική ισότητα δε μπορεί να κατακτηθεί
αν μπαίνουν όλο και πιο επώδυνοι όροι στην εργασία των γυναικών, ειδικά σε
χώρες όπως η Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει ουσιαστικά υποστηρικτικός ρόλος του
κράτους. Δεν είναι μόνο το θέμα των δυσκολιών που θέτει η διατήρηση οικογένειας
στη σταδιοδρομία μιας μητέρας -αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα για γυναίκες με
πανεπιστημιακή μόρφωση στο δημόσιο, ή όσες έχουν προοπτική εξέλιξης σε
συγκεκριμένα κομμάτια του ιδιωτικού τομέα, αλλά δεν υπάρχουν μόνο αυτές οι
γυναίκες. Είναι η προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης κεντρικό ζήτημα για την
καθαρίστρια, την πωλήτρια στο κατάστημα, την υπάλληλο στο σούπερ μάρκετ -ή αυτό
που τις απασχολεί είναι πρώτα από όλα η βελτίωση των καθημερινών όρων της ζωής
τους; Ακόμη και ο όρος «πρόωρη σύνταξη» είναι προβληματικός. Ποια είναι η
«σωστή ώρα», και ποιος την αποφάσισε; Είναι ίδια η ώρα για όλους; Η εγκυμοσύνη
και οι πιθανές συνέπειες στο σώμα της γυναίκας δε διαφοροποιούν τις συνθήκες
της υπόλοιπης ζωής της; Οι πολλαπλές υποχρεώσεις της;
Η διαφορά, λοιπόν, στην ηλικία
συνταξιοδότησης είναι πράγματι διάκριση, αλλά είναι θετική διάκριση που
δικαιολογείται από την ανισότιμη θέση της μητέρας στην κοινωνική ζωή. Η
ανισοτιμία δε θα αντιμετωπιστεί ταλαιπωρώντας παραπάνω την εργαζόμενη μητέρα
-θα αντιμετωπιστεί καταρχάς ανακουφίζοντάς τη.
Οι ανισότητες μεταξύ των γυναικών
Η ζωή, εξάλλου, δεν κυλά με τον
ίδιο τρόπο για όλες τις εργαζόμενες μητέρες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι γυναίκες
είναι το 56% των εργαζόμενων φτωχών, αλλά την ίδια ώρα, γυναίκες καταλαμβάνουν
4 στις 10 θέσεις των πιο καλοπληρωμένων μάνατζερ για το 2016. Πολλοί προσπαθούν
να πείσουν ότι αυτό είναι πρόοδος για τα δικαιώματα των γυναικών. Στην
πραγματικότητα, «οι ταξικές ανισότητες μεταξύ των γυναικών είναι μεγαλύτερες
από ποτέ», έγραφε στο Sociologist το 2017
η κοινωνιολόγος Ρουθ Μίλκμαν.
Η ίδια εικόνα καταγράφεται
παντού. Από τη μία, γυναίκες μορφωμένες, με καριέρα και υψηλές αμοιβές, που
επιστρέφουν σε ελάχιστο χρόνο στις δουλειές τους αφού γεννήσουν -και αυτό συχνά
προωθείται ως θετικό πρότυπο, χωρίς όμως να παρουσιάζεται και το υπόλοιπο
κομμάτι της εικόνας: αυτές οι γυναίκες επιστρέφουν στις δουλειές τους με
πληρωμένο μπέιμπι-σίτινγκ στο σπίτι, χωρίς το άγχος να γυρίσουν για να
ψωνίσουν, να μαγειρέψουν και να «βάλουν ηλεκτρική» -επειδή κάποιος άλλος
πληρώνεται για να κάνει όλα αυτά- μητέρες που αντλούν ικανοποίηση από τη
δουλειά τους και δεν τις ενδιαφέρει η σύνταξη, ακόμη κι αν τη δικαιούνται -και
συχνά βλέπουν αφ΄υψηλού αιτήματα για υλική βελτίωση της καθημερινότητας της
απλής εργαζόμενης. Από την άλλη, βρίσκονται οι γυναίκες που δίνουν καθημερινό
αγώνα επιβίωσης -και αυτές είναι η πλειονότητα. Για το χάσμα μεταξύ των δύο
κατηγοριών, έχει μιλήσει ήδη από το 1976 η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, σε συνέντευξη
που έδωσε στον καθηγητή-δημοσιογράφο Τζον Γκεράσι , 25 χρόνια μετά τη συγγραφή
του Δεύτερου Φύλου, ενός από τα πιο επηρεαστικά φεμινιστικά βιβλία:
«…Πετύχαινα πράγματα, και αυτό
μου ενίσχυε την πεποίθηση ότι άντρες και γυναίκες μπορούν να είναι ίσοι αν η
γυναίκα επιθυμούσε μια τέτοια ισότητα. Με λίγα λόγια, ήμουν διανοούμενη. Είχα
την τύχη να προέρχομαι από τη μπουρζουαζία, που μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη
μόρφωσή μου στα καλύτερα σχολεία, αλλά και μου επέτρεπε να ψυχαγωγούμαι
παίζοντας με ιδέες. … Στην πορεία διαπίστωσα ότι μπορούσα να κερδίζω όσα ένας
άντρας διανοούμενος, και ότι με έπαιρναν στα σοβαρά τόσο όσο και τους άντρες
συναδέλφους μου… Έγινε, λοιπόν, εύκολο για μένα να ξεχάσω ότι μια γραμματέας δε
θα μπορούσε ποτέ να απολαύσει τα ίδια προνόμια… Το πιο σημαντικό, είχα την τάση
να περιφρονώ το είδος της γυναίκας που ένιωθε αδύναμη, οικονομικά ή πνευματικά,
να δείξει την ανεξαρτησία της από τους άντρες. Στην πράξη, σκεφτόμουν, χωρίς να
το ομολογώ ούτε στον εαυτό μου, ‘αφού μπορώ εγώ, μπορούν και αυτές’… Αν το
θέσουμε με όρους τάξης, θα ήταν πιο εύκολα κατανοητό: Είχα γίνει συνεργάτης της
αστικής τάξης… Μέσω του Δεύτερου Φύλου, συνειδητοποίησα τη μάχη που ήταν
αναγκαία.»
«Πατριαρχία»: Αιτία, ή συνέπεια;
Λένε πολλοί πως το πρόβλημα είναι
ότι οι άντρες παίρνουν τις αποφάσεις. Με αυτό το σκεπτικό, αν η βουλή, οι
κυβερνήσεις και τα διευθυντικά γραφεία των επιχειρήσεων γέμιζαν γυναίκες, τα
πράγματα θα ήταν καλύτερα για τις εργαζόμενες μητέρες. Η πραγματικότητα λέει
ότι αυτό δε συμβαίνει. Επειδή το πρόβλημα όταν οι γυναίκες αναλαμβάνουν θέσεις
εξουσίας, δεν είναι ότι «γίνονται άντρες», όπως συχνά λέγεται. Το πρόβλημα
είναι ότι γίνονται εξουσία εντός ενός συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος. Και
άρα, αυτό θα υπηρετήσουν, και όχι τις κοινωνικές ανάγκες του φύλου τους. Αλλά,
πώς βλέπει το ισχύον οικονομικό σύστημα τον ρόλο της οικογένειας;
Η λεγόμενη «πυρηνική οικογένεια»
συνδέθηκε ιστορικά με τον καπιταλισμό, ως κοινωνικός θεσμός που εξασφαλίζει με
το μικρότερο δυνατό κόστος στο
οικονομικό σύστημα την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Μέσα στην οικογένεια,
οι δύο γονείς είναι ατομικά υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών. Υπάρχουν
κεντρικοί υποστηρικτικοί θεσμοί -και ούτε καν παντού- όπως κάποιες άδειες
μητρότητας, παιδικοί σταθμοί και ολοήμερα σχολεία για να δουλεύουν οι γονείς
έξω από το σπίτι. Αλλά το συντριπτικό βάρος για την ανατροφή των παιδιών πέφτει
στους γονείς, και κυρίως στη γυναίκα, που αναλαμβάνουν μέσα στο σπίτι όλες τις
εργασίες οι οποίες συνοδεύουν το μεγάλωμα των παιδιών, καθώς αυτή είναι η λύση
με το μικρότερο κόστος για το σύστημα. Υπάρχει η πρόταση να πληρώνεται η
«απλήρωτη εργασία» των γυναικών. Είναι μια ιδέα, αλλά δεν ανατρέπει τον καταναγκασμό
του «νοικοκυριού». Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Ας φανταστεί μια εργαζόμενη την
ημέρα αυτή: Ξυπνά το πρωί. Δε χρειάζεται να ετοιμάσει πρωινό -το παιδί θα πάρει
το πρωινό του στο εστιατόριο του σχολείου του. Φεύγει για τη δουλειά της. Δε
χρειάζεται να έχει μαγειρέψει από την προηγούμενη -το παιδί θα γευματίσει στο
σχολείο, και η ίδια στο δημόσιο εστιατόριο της γειτονιάς της. Γυρίζει σπίτι. Το
παιδί επιστρέφει το απόγευμα -έχει μελετήσει για την επόμενη στο σχολείο, και
έχει κάνει εκεί τη δραστηριότητα που το ενδιαφέρει. Από το σπίτι περνά η
δημόσια υπηρεσία που αναλαμβάνει να φέρνει τα ψώνια με βάση τη λίστα η οποία
της έχει δοθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την υπηρεσία που αναλαμβάνει
συγκεκριμένες μέρες να παίρνει τα άπλυτα ρούχα και να τα επιστρέφει πλυμένα και
σιδερωμένα. Ουτοπικό; Ανέφικτο; Κι όμως, όλα τα παραπάνω γίνονται ήδη
-ιδιωτικά, για αυτούς τους λίγους που έχουν την οικονομική δυνατότητα. Είναι
εδώ, λοιπόν, τρόποι η -κάθε μορφής- οικογένεια να υπάρχει ως κύτταρο ασφάλειας,
οικειότητας και ιδιωτικότητας, εντός ενός συλλογικού υπάρχειν που προνοεί ώστε
να πάρει το βάρος για τις δουλειές του σπιτιού από τους γονείς -και κυρίως, από
τη γυναίκα. Να έχει έτσι χρόνο να βγει έξω, να γίνει ενεργή στη συλλογική
δράση, να κάνει γυμναστική, να δει φίλους, να διαβάσει, να μιλήσει με το παιδί
της. Να ξεκουραστεί, χωρίς να σκέφτεται «τι μαγειρεύουν για αύριο;», χωρίς να
φτιάχνει τη λίστα με τις δουλειές της επόμενης, χωρίς να φτάνει κατάκοπη στο
τέλος της μέρας. Να ζήσει.
Και πώς θα γίνει να λειτουργούν
και να είναι προσβάσιμες σε όλους, δηλαδή χωρίς κόστος, οι παραπάνω υπηρεσίες;
Ένας τρόπος υπάρχει -και αυτός είναι η κοινωνικοποίησή τους . Αυτό σημαίνει ότι
το πλεόνασμα που παράγεται στην κοινωνία από τους εργαζόμενους, αξιοποιείται με
τον τρόπο που οι ίδιοι αποφασίζουν, για να κάνουν καλύτερη τη ζωή τους. Αυτό,
επίσης, σημαίνει ότι η σημερινή καθημερινότητα της πλειονότητας των εργαζόμενων
γυναικών, δεν είναι «φυσικός νόμος». Δεν είναι «στη φύση του ανθρώπου». Δεν
είναι έτσι «επειδή το αποφάσισαν οι άντρες». Είναι έτσι, επειδή το αποφάσισε
ένα οικονομικό σύστημα, κρίνοντας ότι αυτό εξυπηρετεί καλύτερα την κερδοφορία
και την αναπαραγωγή του. Και αφού αυτή η δυσβάσταχτη καθημερινότητα δεν είναι
φυσικός νόμος, στην πραγματικότητα το να ανατραπεί, δεν είναι τόσο δύσκολο όσο
ίσως φαντάζει.
Πηγή: ΕΡΤ