Γράφει ο Θανάσης Βασιλείου
Στο πολιτικό μας σύστημα ο
πρωθυπουργός είναι ο πιο ισχυρός Ελληνας. Οποιος ενδιαφέρεται για τον τόπο
περιμένει να ακούσει τις ομιλίες του, παρακολουθεί τις δημόσιες τοποθετήσεις
του, έχει καθήκον να σχολιάζει τις επιλογές του και να αναρωτιέται για την
αποτελεσματικότητά τους κ.λπ.
Βέβαια, όπως γίνεται σε κάθε χώρα
σήμερα, κανένας πρωθυπουργός δεν είναι μόνος του. Το έργο του και οι επιλογές
του στηρίζονται από αρκετούς –για να μην πω εκατοντάδες έμμισθους και
εθελοντές– συμβούλους, μυστικοσυμβούλους, παρασυμβούλους και λοιπούς συγγενείς.
Ετσι γινόταν, έτσι γίνεται.
Ειδικότερα, όμως, σε αυτό που
ονομάζουμε ελληνικό κληρονομικό τρόπο διακυβέρνησης, το πρωθυπουργικό και εν
γένει το κυβερνητικό έργο, αλλιώς «το σπρώξιμο», το έχουν αναλάβει –όχι από
ιδεολογία αλλά από καθαρή ιδιοτέλεια–ορισμένες διασημότητες και ημιδιασημότητες
των μίντια που έχουν διακριθεί για την πολιτική τους ρηχότητα, την αμάθειά τους
και τον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό τους.
Αυτές οι διασημότητες και
ημιδιασημότητες, αγαπημένοι κουμπάροι, ψιλογαμπροί και έμπιστοι υπάλληλοι
Ελλήνων ολιγαρχών και ιδιοκτητών μιντακών ομίλων και ποδοσφαιρικών ομάδων,
έχουν εδραιώσει έναν αντιαναπτυξιακό καπιταλισμό των ημερέτων (crony
capitalism)∙ έχουν κάνει τη χώρα μπανανία και έχουν υπονομεύσει από καιρό το
κράτος δικαίου, περιφρονώντας επιδεικτικά κάθε επιθυμητή, αναγκαία και νόμιμη
δημοκρατική εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα και τους πολίτες της σε
ένα άλλο, καλύτερο επίπεδο.
Από τα χειρότερα που θα μπορούσαν
να κάνουν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ότι κατάφεραν σε μόλις δύο
χρόνια να οξύνουν τον υφέρποντα ασύνταχτο εθνικισμό και ρατσισμό των
σουβλακοφάγων και των μακεδονομάχων, που θόλωσε όλα τα σημαντικά και, κυρίως,
έκρυψε την ανικανότητά τους. Η εθελοδουλεία πάντα σήμαινε ιδιοτελή και υποτελή
στάση και τρόπο ζωής.
Ομως, με αυτήν την εθελοδουλεία,
όλοι οι σύμβουλοι, μυστικοσύμβουλοι και παρασύμβουλοι και όλες οι πληρωμένες με
πολιτικό χρήμα διασημότητες, ημιδιασημότητες και μιντιακοί supporters του
πρωθυπουργικού και κυβερνητικού έργου, στο όνομα της αγοράς, έχουν εν γνώσει
τους συναινέσει –αν δεν έχουν προκαλέσει κιόλας– στην κατασπατάληση και
καταδολίευση συμβολικών, πολιτισμικών και υλικών συλλογικών πόρων που θα
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά στην απομείωση του χρέους και –το
κυριότερο– σε τομείς για τους οποίους διψάει ο τόπος (παιδεία, πολιτισμό,
υγεία, δημόσιες υπηρεσίες, διαφάνεια στη διαχείριση του συλλογικού πλούτου και
του συλλογικού αγαθού, απασχόληση, αξιοκρατία, προστασία των αδύναμων και
ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, μέριμνα για τους νέους, συντάξεις για μια αξιοπρεπή
διαβίωση των ηλικιωμένων κ.λπ.).
Πόσο αντέχει στην κοινή λογική το
γεγονός ότι στα χρόνια της ύφεσης και της συλλογικής ταλαιπωρίας, είχαμε στην
Ελλάδα επανάληψη του παγκόσμιου μοτίβου της αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων,
της φτώχειας και της άνισης κατανομής (οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι
φτωχοί έγιναν φτωχότεροι);
Σε αντίθεση με τις κοινωνικές
προσδοκίες, όλοι αυτοί οι σύμβουλοι, μυστικοσύμβουλοι, παρασύμβουλοι και
έμμισθοι supporters επιβάλλουν στην ασθμαίνουσα κοινωνία ένα ιλουστρασιόν μέχρι
λαμέ σαγηνευτικό ψέμα. Ενα μεσαιωνικό, προστοχαστικό, αυταρχικό και
προνεωτερικό cogito.
Βαφτίζουν το μαύρο άσπρο.
Ισχυρίζονται ότι το μεταλλαγμένο «άσπρο», το πραγματικά φαιό και η θολούρα
είναι η αναγκαία μήτρα του εθνικού ονείρου για συλλογική χειραφέτηση σε έναν
οίκο ατομικών ικανοποιήσεων και ανοχών, όπου πολιτικά και ηθικά «τα πάντα
επιτρέπονται»∙ όπου όλοι είναι κατσαπλιάδες, λωποδύτες και επίβουλοι εκτός από
εμάς∙ όπου όλοι είναι πουτάνες εκτός από τη μάνα μας∙ όπου παντού πρυτανεύει η
χαλαρότητα, ο κυνισμός και η α λα καρτ εξυπηρέτηση της επικαιρότητας. Σαν να
μην υπάρχει η ζωή αύριο.
Η σαγήνη του ψέματος –όπως και το
ίδιο το ψέμα– έχει κοντά ποδάρια. Δημιουργεί, όμως, μια ακατέργαστη κοινωνική
ύλη που, δυστυχώς, τσιμεντώνει, σκληραίνει και προκαλεί ηθική οργή. Το
καταστροφικότερο της υπόθεσης δεν είναι το ψέμα αυτό καθεαυτό. Είναι το κατά
συρροήν κάψιμο των πραγματικών δυνατοτήτων της κοινωνίας και η απόκρυψη των
αληθειών που, πιθανώς, δεν αντέχονται.
Μπορείς να εξαπατάς τον λαό για
το καλό του; Μα, αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολούσε τους πατριώτες από τον
18ο αιώνα στην Ευρώπη. Ακόμη δεν έχει πάρει μια ικανοποιητική απάντηση.
Δυστυχώς βέβαια, σήμερα υπάρχουν τεράστιες αποθήκες υλικού κάθε μορφής
(γραπτής, ψηφιακής, οπτικοακουστικής κ.λπ.) όπου όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να
διαπιστώσει ότι λες ψέματα∙ ότι ηγείσαι μιας «ψευδολογικής εταιρείας» που θα τη
ζήλευε για την εποχή του και ο Τζόναθαν Σουίφτ (1667-1745) – ο οποίος είχε
ασχοληθεί ενδελεχώς με το ζήτημα της πολιτικής ψευδολογίας.
Ετσι μπορούμε να βλέπουμε και να
κρίνουμε τον πρωθυπουργό, δεκατρείς ημέρες πριν από τις εκλογές, να υποστηρίζει
ότι «δεν είναι κακό να φέρεις έναν μάνατζερ από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα
και να λογοδοτεί κ.λπ.., κ.λπ. Τι προτιμάει, δηλαδή, ο κόσμος, να διορίζουμε
αποτυχημένους βουλευτές στα νοσοκομεία μας;». Μετά τις εκλογές, όλοι μα όλοι οι
διορισμοί έγιναν «αξιοκρατικά», με κύριο προσόν την αποτυχία στις εκλογές, τον
ημετερισμό, τη ρουσφετολογία και τη θέση στελέχους στις κατά τόπους Νομαρχιακές
Διοικούσες Επιτροπές (ΝΟΔΕ).
«Γιατί γελάτε, κύριοι;» «Ποιους
να βάζαμε; Τους ξένους;»