Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Σαν σήμερα στις 12 Μαΐου του 1992 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος στιχουργός - ποιητής Νίκος Γκάτσος.!

 


 

Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.

 

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933). Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.

 

Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.

 

Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ' ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).

 

 

Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).

 

Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

 

 

πηγή

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Γιάννης Ρίτσος: «Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»



Σαν σήμερα, Πρωτομαγιά, γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990), ο κομμουνιστής ποιητής που διαβάζεται και τραγουδιέται. Το καλύτερο αφιέρωμα είναι η ίδια οι ποίηση του.


Οι στίχοι από τη «Ρωμιοσύνη» του, που ακολουθούν, επιμένουν: «Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».

 

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.


Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέ-

      στη του ήλιου.

H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.

Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό

      πάνου απ’ την πίκρα τους.

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,

μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.


Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.


Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γε-

      νεια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και

      με ταμπούρλα.


Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας

από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος

η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους

η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.


Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη 

      νύχτα

βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε 

το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.


Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.


Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη

και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


II


Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο

      της πέτρας

είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το

      μεδούλι

είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει

      τα χρόνια.


Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς

κ’ οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι

      του Aλωνάρη

– κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο

      απ’ τον καημό της δύσης.


H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα

      λεκιασμένη απ’ τα σταφύλια.

Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ’ τον κάμπο

      η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.


Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.

H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.

Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ’ η ελιά,

μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας 

καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.


A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί

για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του

      καλοκαιριού «κι αυτό θα περάσει»

πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ’ τα εφτά

      σφαγμένα παλληκάρια της

ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.


Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης

μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου

και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα

καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους

και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες

κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.


A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει

      το κουράγιο

και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρό-

      φυλλά της διάπλατα

κοιτάει του Θεού τ’ αστροπερίχυτα περβόλια;


Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.

Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι

γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,

και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού

γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,

με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι

και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το 

      αλάτι.

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,

κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,

στ’ Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο 

      δείπνο

κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κρι-

      θαρένιο τους καρβέλι.


Έλα κυρά με τ’ αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι

από την έγνοια του φτωχού κι απ’ τα πολλά τα χρόνια –

η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,

μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου

κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατα-

      κόκκινος,

κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,

στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι

κ’ η μάνα κάτου απ’ τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού –

πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις

      πάλι τ’ άρματα

να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι

να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά

να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,

να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και 

      τ’ Aπριλιού το χιόνι

και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυ-

      ρώσει τις δαγκάνες του.


III


Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του μα-

      τιού μας

δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας 

      που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας

σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ’ το γόνα του μεσημεριού

οι άνθρωποι παν μπροστά απ’ τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια

      μπρος απ’ τα σκιαθίτικα καΐκια

ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του

      στο λιόγερμα

και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ’ άστρα

όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.


Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από 

      τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια

κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ’ άγρια μάτια και

      μαλλιά σκοινένια

κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βε-

      λονιά μια κόκκινη γοργόνα

κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη 

      φούστα της

και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην

      καρδιά τους

σαν τα χνάρια απ’ το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.


Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.

Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι

      αψύς κει πάνου.


΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης

και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς

ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ’ τα σκαμμένα στο βράχο σκαλο-

      πάτια

κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα

κάθουνται και μετράν τ’ αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά

      ασημένια τους κουταλοπήρουνα

κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογ-

      γίτικο μπαρούτι.


Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα 

      στη θηλειά τους

όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξε-

      κολλήσει πάνου απ’ το πικρό του μάτι.

Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια

από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι

      αλισφακιά.


Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύ-

      μησης

Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν

      καψούλι

Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιά-

      κουρα

θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον

      αγέρα

και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει

      τσάμικο καταμεσίς στην τάπια

και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα

      μπαλκόνια

αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.


Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ’ τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε

      πρωινό

στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος

κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη

όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.

Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.

Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.


IV


Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου

      που πεινάει,

μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο

στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.


Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα

με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι

με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους

και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρου-

      θούνια και στ’ αυτιά τους.


Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,

μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.


Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό – για να τον δώσουν.

Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,

μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά

      στα ράφια.


A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –

ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού

      και δειπνούσαν,

και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους

σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.


Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να

      ταΐσεις τα όνειρα;

Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη

      σωπάσει το τζιτζίκι,

τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα

      του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;


Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα

το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πώς

      μύριζε το χώμα –

και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας

πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα

ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ’ το χώμα 

κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;


Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα

με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός

και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.


Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Kάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – περμένουνε την ώρα, δεν

      κοιμούνται,

περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα

είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.


V


Kάτσανε κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο

κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα

βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε

      στο μονοπάτι της νύχτας

πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας

πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε

      τη σημαία.


Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι

ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθι-

      νοπώρου.

Tίποτ’ άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.

Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ’ τις πέτρες

με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο

      στην πεσμένη πόρτα.

Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά με-

      γάλωνε πολύ

κ’ είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό

      της σκοτωμένης.


Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα

      σάπια πλατανόφυλλα

τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς

      σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι

όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το

      λελέκι του χιονιού;

Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα 

      μαλλιά τους

ξερρίζωσαν τ’ αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη

      ρώγα των εχτρών το στόμα,

βάλαν σ’ ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με

      τα μαχαιροπήρουνα

και τριγυρνάνε έξω απ’ τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας 

      τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.


Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,

      λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη –

τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά

      ή κάτου απ’ τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε –

θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους

θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρω-

      τήσουν μια μαργαρίτα

να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή

      μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.

Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν

      το ψωμί και το δίκιο τους.


Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρ-

      τούνα. Πούναι η βάρκα;

Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο

      το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;

Στάχτη η ελιά, τ’ αμπέλι και το σπίτι.

Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ’ αστέρια της μες στο τσουράπι.

Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ’

      άγγιξε η φωτιά.

Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι – και να κοχλάζει μόνο το νερό

      στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.


Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους – τρε-

      χει το αίμα μες στις φλέβες.

Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;

Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.

Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.

Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.

Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το 

      δέντρο τον καρπό του.

Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.

Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.


Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η

      γριά δύση.

Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.

Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.

Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.


Mέσα στ’ αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια

μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού

κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.

Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας

      τους,

τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα

      τσιγάρα τους και τ’ αγκάθια των άστρων.


K’ η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο

      άντικρυ στη θάλασσα

αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι

μεθαύριο θ’ ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της 

      Aγιά-Σωτήρας

αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν

κ’ ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού

      στον κόρφο της λιακάδας.

K’ ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την 

      καρδιά τους

σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.


VI


Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την

      αντικρυνή πλαγιά της μέρας

λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της 

      δίψας

λογαριάζεται απ’ την αρχή η παλιά λαβωματιά

κ’ η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύ-

      δια μπρος στις πόρτες.


Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα

όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.


Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο 

      ψόφιος ποντικός.

Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και

      τη στέρνα.

Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ’ το μπαρούτι.


Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας

πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού

πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την 

      αστρομαντινάδα της στη λύρα.


Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και

      τα σπερδούκλια.

Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.

Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια

      καθόλου τόπο

για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει 

      τα μαλλιά της.


Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρω-

      μένο πέλαγο

κ’ οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά

σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυ-

      παρίσσι.


Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.

Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά

      στις καπνισμένες πέτρες

ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ’ το θάνατο

ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι

      μεντζεσόλα

χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού

μα απ’ την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος

και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η

      οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα

κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος

      στην πύλη.

Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.


Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ’ τους ίσκιους ξένων καραβιών.

Kλεισμένοι οι δρόμοι απ’ τα ντουβάρια. 

Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.

Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους

ν’ ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.


Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν

      το κάστρο.

Kάτου απ’ τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι,

      δεν απόστασες;

Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου

πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,

ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι – δε θυμάσαι;

δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,

το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο με-

      γάλο δάχτυλο του ποδαριού

σού λέει την ομορφιά του κόσμου.


Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ’ την αρμύρα.

Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ’ το κεφάλι τής

      σιωπής

στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε

      βλέπει.

Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο

έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα

βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά

και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου

να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε

όταν θα βγάζεις απ’ τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα

και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις

      λεβεντιά και δόξα.


Ύστερα θ’ ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου

και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα

πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια

πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι

έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν

      στην κουβέρτα του ίσκιου –

θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ’ ουρανού να βρείς το γαλανό 

      σημάδι

σάμπως να βρίσκεις πάνου απ’ το πουκάμισο τη ρώγα της γυ-

      ναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου

σάμπως να βρίσκεις ύστερ’ από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας 

      του πατρικού σπιτιού σου.


VII


Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην 

      αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.

Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα

έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.

Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφή-

      γκας με τις πολλές πολεμίστρες,

στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ’ η φωνή του

      φετεινού τζίτζικα,

στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμί-

      λητο, πολύ βασανισμένο,

πιστό σκυλί – τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο

      σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες

τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.


Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού

      καλοκαιριού

μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς –

η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της 

έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της

και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο

στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή

σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ’ ένα πλατύ φύλλο μου-

      ριάς που την ξεραίνει η κάψα.


Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του

έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι

έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του

και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρω-

      τοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.


Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου

έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ’ η κάπαρη.

Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο

μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο

στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια – η ίδια πανάρχαιη φωνή.

Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους

ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του

απ’ την κοψιά του σαγονιού κι απ’ τα πέτρινα φρύδια,

ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.

Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρ-

      ντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.


Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανά-

      μεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους

έτσι που μένουν τα κομμάτια τ’ ουρανού ανάμεσα από τα καλο-

      καιριάτικα άστρα

τότε μπορεί να βρούμε τ’ όνομά τους και μπορεί να το φωνά-

      ξουμε: αγαπώ.

Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.

Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα

      χέρι και λες καλησπέρα

με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πα-

      τρικό του

και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνω-

      ρίσει το θάνατο

κ’ έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ’ τη ζωή και πάνου από το

      θάνατο

και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K’ είναι σίγουρος

πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά

      του Θεού.

Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια

      στεναχώρια,

τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ’ τα κάγκελα του μπαλ-

      κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του

μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων

      και των αδελφών του.


Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη (από τα Ποιήματα 1930-1960, B΄, Kέδρος 1961)  – Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού – Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμός.  





πηγή

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

«Σφύριξαν» τη λήξη της πανδημίας και το «βάφτισαν» …«συνύπαρξη με τον κορωνοϊό»

 


Με στόχο να υλοποιήσει τις απαιτήσεις της αγοράς και σε συνδυασμό με το άνοιγμα του Τουρισμού η κυβέρνηση «σφύριξε» της λήξη της πανδημίας. Με συνοπτικές διαδικασίες οι κυβερνώντες προχώρησαν στην άρση ακόμα και αυτών των ελάχιστων ανεπαρκέστατων μέτρων που είχαν απομείνει φορτώνοντας στην «ατομική ευθύνη» τη διαχείριση της πανδημίας ζητώντας από τους λαό να τα βγάλει πέρα μόνο τους στη …«συνύπαρξη με τον κορωνοϊό»

 

Θυμίζουμε ότι από 1η Μάη ως 31 Αυγούστου αίρεται η επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού σε όλους τους κλειστούς και ανοικτούς χώρους. Από τις 2 Μάη, η χρήση μάσκας θα είναι προαιρετική με εξαίρεση τους χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως τα νοσοκομεία και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Από 1η Μάη ορίζεται ένα rapid test την εβδομάδα για την πρόσβαση των ανεμβολίαστων στους χώρους εργασίας, ενώ από 1η Μάη ως 31 Αυγούστου, επανέρχεται η λειτουργία όλων των χώρων στο 100% και αίρεται κάθε μετρικός περιορισμός.

 

Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ο υπουργός Υγείας, Θ. Πλεύρης, κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου που παραχώρησε για την πορεία της πανδημίας σημείωσε ότι «βρισκόμαστε σε μία διαφορετική φάση διαχείρισης της πανδημίας» και «πλέον μπαίνουμε στη φάση της συνύπαρξης με τον κορωνοϊό».

 

Την ώρα που καθημερινά 50 – 60 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από τις επιπλοκές του ιού, ο Θ. Πλεύρης ισχυριζόταν προκλητικά ότι η επιδημιολογική εικόνα δικαιολογεί την άρση της υποχρεωτικότητας των μέτρων, καθώς υπάρχει μείωση των σκληρών δεικτών, μείωση των νοσηλειών αλλά και όσων νοσηλεύονται σε ΜΕΘ, ενώ παράλληλα λειτουργεί η οικονομία. Κατά τον υπουργό Υγείας, λοιπόν όλοι οι δείκτες στη χώρα μας – κρούσματα, απλές νοσηλείες και νοσηλείες σε ΜΕΘ – είναι καλοί. «Ακόμη στους σκληρούς δείκτες, όπως οι θάνατοι – το βασικό που μπορούμε να συγκρινόμαστε με άλλες χώρες – η χώρα μας είναι χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο» ισχυρίστηκε. Και όλα αυτά τα υπουργικά ψέματα την ώρα που η χώρα βρίσκεται στην 1η θέση της Ευρώπης στο δείκτη της ημερήσιας θνησιμότητας (θάνατοι/εκατομμύριο πληθυσμού).

 

Ειδικά για τους θανάτους, ο πρόεδρος του Θεοκλής Ζαούτης με «αλχημείες» θέλησε να διαψεύσει ότι η χώρα μας είναι πρώτη στην Ευρώπη και δεύτερη παγκοσμίως, αποδίδοντας τα υψηλά νούμερα στους διαφορετικούς τρόπους καταγραφής τους από τις χώρες. Μάλιστα επικαλέστηκε μελέτη του ιατρικού περιοδικού Lancet, που αφορά την υπερβάλλουσα θνησιμότητα, «τον πιο αξιόπιστο δείκτη επίδρασης της πανδημίας» όπως ισχυρίστηκε, εμφανίζοντας έτσι με αλχημείες τη χώρα μας πολύ χαμηλά όχι μόνο στον κόσμο αλλά και στην Ευρώπη.

 

Συνεχίζοντας ο Πλεύρης και αποθεώνοντας την «ατομική ευθύνη» είπε ότι δεν καταργούνται τα μέτρα προστασίας, καταργείται η υποχρεωτικότητα και «η πολιτεία εμπιστεύεται τους πολίτες», αυτούς που μέχρι πριν λίγες μέρες στοχοποιούσε και καθύβριζε για να αποθεώσει τον «κοινωνικό αυτοματισμό».

 

«Ανταποκριθήκαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη πανδημία» και δεν ίσχυσαν «οι φωνές που έλεγαν ότι θα καταρρεύσει το σύστημα» ισχυρίστηκε προκλητικά ο υπουργός Υγείας, ξεχνώντας βολικά τους θανάτους των διασωληνομένων εκτός ΜΕΘ, καθώς δεν υπήρχαν κλίνες και η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να τις ενισχύσει, όπως να επιτάξει τον ιδιωτικό τομέα υγείας! Ενώ η μετατροπή του συστήματος Υγείας σε «μιας νόσου» δημιούργησε τεράστια προβλήματα σε όλους τους υπόλοιπους ασθενείς.

 

Σημείωσε ότι είναι εμβολιασμένο το 75% του γενικού πληθυσμού, το 85% των ενηλίκων και πάνω από το 90% όσων ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και στους ηλικιωμένους.

 

Αναφέρθηκε τέλος στα νομοσχέδια που φέρνει η κυβέρνηση, τα οποία σύμφωνα με τον υπουργό έχουν στόχο «να διδαχθούμε από την πανδημία και να δομήσουμε ένα πιο ανθρωποκεντρικό σύστημα υγείας αλλά και να το στηρίξουμε και με πόρους». Την ίδια ώρα, το «νέο ΕΣΥ» που βρίσκεται στα σκαριά κάνει το ακριβώς αντίθετο, παγιώνοντας την υποχρηματοδότηση και επεκτείνοντας την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών.

 

Όσον αφορά τους μαθητές, μετά τις διακοπές του Πάσχα δεν θα υπάρχει πια ούτε καν ο στοιχειώδης έλεγχος των self test, παρά μόνο στα παιδιά με συμπτώματα. Εκ των υστέρων, δηλαδή σε περίπτωση κρούσματος, η ιχνηλάτηση θα γίνεται κανονικά και τα παιδιά στην τάξη θα υποβάλλονται σε test. «Όταν ένα παιδί έχει κορωνοϊό θα υπάρχει έλεγχος στους υπόλοιπους μαθητές κατά την πρώτη και την τέταρτη μέρα μέρα από την διάγνωση των κρουσμάτων», σημείωσε η καθηγήτρια Βάνα Παπαευαγγέλου, πετώντας το μπαλάκι στους γονείς ότι πρέπει « να συνεχίσουν να είναι σε επαγρύπνηση». 




πηγή

 

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Το Πάσχα των απόκληρων

 


γράφει ο Γιώργος X. Παπασωτηρίου

 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα αθηναϊκά του διηγήματα περιγράφει «το βίο των παραριγμένων(σ.σ. των αποκλεισμένων, των «κάτω») της κοινωνίας του Άστεως». Ειδικά στο διήγημα «Χωρίς Στεφάνι» σημειώνει ότι «Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για τις κυράδες, η δευτέρα(σ.σ. Κυριακή απόγευμα) για τις δούλες… (Η Χριστίνα η δασκάλα) δεν ήθελεν ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών». Στο ίδιο διήγημα αναφέρονται «Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού». Είναι προφανές ότι η ταξική διαστρωμάτωση και οι απόκληροι(παραριγμένοι) είναι εδώ εν έτει 1896 και η Εκκλησία αναπαράγει την κοινωνική διαίρεση, παραχωρώντας τη «βασιλεία των Ουρανών» στους έχοντες, αυτούς οι οποίο στο αρχικό χριστιανικό κήρυγμα δεν είχαν καμία θέση εκεί!

 

Όλες οι μεγάλες ‘’εικόνες’’ μιας εποχής, αυτή του ανθρώπου-μικρόκοσμου, αυτή του καθρέπτη, αυτή της Εκκλησίας –σώμα μυστικό-, αυτή της κοινωνίας-σώμα οργανικό, όλες οι συμβολικές αναπαραστάσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, ρούχα, οικόσημα, και της πολιτικής οργάνωσης, συμβολικά αντικείμενα της εξουσίας, σημαίες και λάβαρα, τελετουργίες χρίσης(από το χρίω), όλο αυτό το μεγάλο corpus εικόνων επανεμφανίζει σε εξωτερικά σημάδια τις βαθιές εικόνες, λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες, ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση και το πολιτιστικό επίπεδο του νοητικού σύμπαντος των ανδρών και των γυναικών της συγκεκριμένης εποχής, που συγκεντρώνονται στην κορύφωση του δράματος, στην αναστάσιμη κάθαρση.

 

 Οι «Πάνω» εκείνης τη εποχής, που έχουν έρθει στην Ελλάδα από τις παροικίες, κουβαλούν στη σκευή τους τις κοινωνικές τους διαστρωματώσεις και συνήθειες: «Η κλίμακα της παροικιακής διαστρωματικής σύνθεσης άρχιζε από τον μεγαλοτσιφλικά-μεγαλέμπορα, το βιομήχανο και τραπεζίτη και κατέληγε στο μικρομπακάλη», γράφει ο Νίκος Ψυρούκης. Πάντως, ο πάροικος του 19ου αιώνα ήταν ένας πολυμορφικός αστός (έμπορος, μεσίτης, τραπεζίτης, τσιφλικάς, ακόμα και παραγωγός-βιομήχανος συγχρόνως), ο οποίος «πηγαίνει στην Ανατολή σαν χρυσοθήρας και λαγωνικό της αποικιοκρατίας. Όμως πιστεύει ότι με τη δράση του αυτή δίνει «τα φώτα του και τις γνώσεις του σε καθυστερημένους λαούς». Τα ίδια έλεγε και ο Κ. Καραπάνος σε ομιλία του στην Κωνσταντινούπολη. «Για τον πάροικο η Μεγάλη Ιδέα ήταν λιγότερο συνδεδεμένη με την απελευθέρωση και περισσότερο με την επέκταση του ελληνισμού(σ.σ. του ελληνοορθόδοξου χριστιανικού πνεύματος) στα πέρατα της Γης». «…Η ανάγκη της προβολής και της επιβολής της παροικιακής ιδεολογίας για ‘’το μεγάλο ιστορικό προορισμό’’ της, διαμόρφωνε καταλυτικά και τον ψυχισμό του πάροικου ‘’εθνικού ευεργέτη’’, που τον έκανε να διαθέτει ένα μέρος της περιουσίας του για πολιτισμικά κοινωφελή έργα στην Ελλάδα και στις παροικίες». Το 1873 έχουμε την οικονομική κρίση και την αγορά γαιών. Το 1882 οι Άγγλοι καταλαμβάνουν την Αίγυπτο και αρχίζει η περίοδος της αποικιοκρατίας. «Τώρα, εκεί που στάθμευαν αποικιακά στρατεύματα, ο τελευταίος Άγγλος ή Γάλλος λοχίας ήταν κάτι παραπάνω από τον πάροικο τραπεζίτη, μεγαλέμπορα, βιομήχανο…».  Οι τελευταίοι έρχονται στην Ελλάδα. «Από το 1876 –όπως γράφει ο Αλέξ. Αρ. Οικονόμου-παρετηρείτο αθρόα συρροή εις τας Αθήνας των πλουτισάντων εις το εξωτερικόν Ελλήνων. Εγκαθιστάμενοι εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν έφερον μαζί των συνηθείας ευκολιών, καλοπεράσεως… και επεδείκνυον περιφρόνησιν προς τον απλούν, τον «νοικοκυρίστικον» τρόπον ζωής των εγχωρίων. Ανταπέδιδον εις αυτούς την υπεροπτικήν συμπεριφοράν των ξένων προς τους εαυτούς των όταν ζαρωμένοι διέμενον εις τον τόπον εκείνων».

 

Ο Κ. Καβάφης και ο Γ. Σκληρός διαφοροποιούνται από την παροικιακή ιδεολογία του «ξένου», του «μικρού λευκού» που θέλει να γίνει «μεγάλος», δηλαδή αφεντικό, εκεί όπου ήταν ένας απλός μεσάζων. Γιατί από αυτή παροικιακή ιδεολογία οδηγείς ευθέως στην μετατροπή της Ελλάδας σε Μεγάλη, δηλαδή σε Αποικιοκρατική Μητρόπολη. Αυτή είναι η Μεγάλη Ιδέα. Λίγοι μόνο πάροικοι, όπως οι Καβάφης και Σκληρός στρέφονται κατά των Βρετανών και υπέρ των αποικιοκρατούμενων «βαρβάρων». 

 

Ιδού πως έβλεπαν τους εγχώριους «κάτω» οι νεοεγκατεστημένοι «πάνω»: Ο σημερινός «κατώτερος λαός»(!) αντιστοιχεί στους αρχαίους δούλους που έχοντας δικαιώματα μπορούν να θεωρηθούν «ως αποτελούντες μίαν τάξην», λέει ο Κ. Καραπάνος, τσιφλικάς, χρηματιστής, διπλωμάτης, πολιτικός, αρχαιολόγος (ανέσκαψε την Δωδώνη).

 

Αλλά αν ο Καραπάνος και οι πάροικοι «πάνω» βλέπουν τους ελλαδίτες «κάτω» ως δούλους, το «βλέμμα» των κατοίκων της παλαιάς Ελλάδας για τους Έλληνες των νέων χωρών, που απελευθερώθηκαν μετά το 1881 και τους βαλκανικούς πολέμους, δεν είναι καλύτερο. Δεν τους θεωρούν «καθ’ ολοκληρίαν Έλληνες»! Όπως δε περιγράφει ο ειδικός ανταποκριτής «Ζ.» της εφημερίδας «Μη Χάνεσαι» το Σεπτέμβριο του 1881 από την Άρτα: «… Εάν ήσο ενταύθα θα επίστευες ότι είσαι ακόμη εις χώραν τουρκικήν. Με απογοητεύει εντελώς ο ηπειρωτικός του λαλείν ιδιωτισμός. Η φουστανέλα και το φέσι, η κάπα και ο κεκρύφαλος. Και –Θεέ μου!- τι άκομψος ενδυμασία!...». Το απόσπασμα της ανταπόκρισης καθιστά σαφές ότι η ενδυμασία, η στάση του σώματος, οι χειρονομίες, η έκφραση του προσώπου, ολόκληρη η εξωτερική συμπεριφορά των Αρτινών αντιστοιχούσε στη συμβολική τάξη των Τούρκων και όχι των Ελλήνων! Ως γνωστόν, το πώς κάθεται(η οκλαδόν ανθρωπότητα), το πώς κοιμάται(οι Μασάι κοιμούνται όρθιοι), πως τρώει και αφοδεύει, πως χειρονομεί, πως μιλάει και πλένεται κανείς, όλα συνιστούν την «έκφραση του ανθρώπου στο σύνολό του», όλα είναι πολιτισμικές, τουτέστιν κοινωνικές και ιστορικές λειτουργίες, οι οποίες συστήνουν το πολιτιστικό κεφάλαιο των ανθρώπων, τη συμβολική τους ταυτότητα. Συνεπώς και η πολιτιστική διαδικασία, που είναι η ενσωμάτωση των κοινωνικών περιορισμών και κανόνων από ένα άτομο, έχει μία ιστορία, έχει σχέση με την έξη, με την καθημερινότητα, με τον τρόπο που «βλέπει» τα πράγματα και βιώνει τις καταστάσεις μέσω μίας ιδεολογίας, δηλαδή από την οπτική γωνία θέασης του κόσμου και του κόσμου του. Γι' αυτό, μέσα από τα εξομαλυντικά γάγγλια της συμβολικής τάξης και της συνήθειας, καθώς και μέσω της μετάθεσης, ό,τι επιβάλλεται από την εξουσία δεν εισπράττεται ως ωμή βία.

 

Η μετάθεση της καταπίεσης προς τα κάτω είναι σημαντικός μηχανισμός διατήρησης της εξουσιαστικής ιεράρχησης της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμφοιτητές του Βιζυηνού στην Αθήνα διασκέδαζαν με τη θρακιώτικη προφορά του. Τον έλεγαν «ξενομερίτη» και «τουρκομερίτη». Ήταν ραγιάς στην Κωνσταντινούπολη και «τουρκόσπορος» στην Αθήνα. Στη σατιρική εφημερίδα «Μη χάνεσαι» ο έκδηλος φθόνος για το χωριατόπαιδο της Βιζύης, που κατόρθωσε να εισχωρήσει στα ευρωπαϊκά σαλόνια, γίνεται εμπάθεια. Το 1882 η ίδια εφημερίδα αποκαλεί τον Βιζυηνό «καραγκιόζη των σαλονίων». Ο Σουρής θα τον αποκαλέσει «ο κορόϊδος» από το «Κόδρος». Ο Βιζυηνός δεν εντάσσεται, δεν γίνεται Αθηναίος, αλλά ανταπαντά βρίζοντας «τους μυιοχάφτηδες της Αθήνας». Αλλά και ο Μαρίνος Αντύπας θα χαστουκίσει τον βουλευτή γιό του Σλήμαν (στου Ζαχαράτου), γιατί η γυναίκα του τελευταίου τον χαρακτήρισε «λούμπεν»! «Ο Γ.Β(ιζυηνός) είναι γεννημένος δια να παίξη τοιούτον ρόλο επαίτου» γράφει η εφημερίδα, συνεχίζοντας πως δεν τα γράφει αυτά «προς εξευτελισμόν του» αλλά για να καταγράψει «όλα τα αποκτηνούντα στάδια, του υπηρέτου παντοπωλείου, του ψάλτου, του ράπτου, του παπαδοπαίδου, του ιεροσπουδαστού, και αναρπαγείς αιφνιδίως εκ των στρωμάτων της καταγωγής του δια χειρός του κ. Ζαρίφη… διέσωσεν αμόλυντα τα κεφάλαια της χυδαιότητας… περιέφερεν τα κεφάλαια αυτά του παιδός παντοπώλου…». Αυτά σημειώνει ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ένας εξ εκείνων που θεωρούνταν προοδευτικός για την εποχή! Έτσι, αντιλαμβάνεται κανείς τι σήμαινε να είσαι «υπηρέτης παντοπώλου». Χειρότερα κι από κτήνος! Κι αυτό όχι από έναν που ανήκε στους «πάνω». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρίνος Αντύπας επιχείρησε αρχικά να οργανώσει τους «υπηρέτες».

 

Η σύγκρουση παλαιοελλαδιτών και ξενομεριτών είναι σφοδρή. Τελικά λειτουργεί ένα ιδιότυπο ντόμινο απαξίωσης, καθώς οι Αθηναίοι θα αποκαλέσουν τους Θεσσαλούς και Αρτινούς «τουρκόσπορους» και οι Αρτινοί(οι πολίτες –οι άνθρωποι της πόλης, όλοι τους λειτουργοί του πελατειακού παρα-κράτους) θα αποκαλούν τους χωρικούς, τσιπλάκηδες(αβράκωτους) ή «λασπιάδες». Έτσι, με μία συνεχή κοινωνική μετάθεση, το πνεύμα της εξουσίας διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία, καθώς ο καθένας έχει τους «κάτω» του για να αντλεί κύρος εξωτερικό και εσωτερική ικανοποίηση από την όποια εξουσία ή μικροεξουσία του. Για να επιβεβαιώνεται ο Τολστόι, που έλεγε ότι οι «κάτω» δεν εξεγείρονται γιατί σκέφτονται όπως τα αφεντικά τους.

 

*Απόσπασμα από το βιβλίο "Το ματωμένο θέρος του 1882"

   

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *