γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Σημείο πρώτο: Με τις λέξεις μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε: το καλό και το κακό, το όμορφο και το κακάσχημο, το τίμιο και το άθλιο. Ή σχεδόν οτιδήποτε, γιατί δεν είμαστε ακόμα θεοί ώστε να λέμε «ζωή» και να γίνεται ζωή, να λέμε «κόσμος» και να γίνεται κόσμος· αυτό ούτε η ποίηση με την περίφημη μαγική γλώσσα της δεν το κατορθώνει. Βεβαίως, λέμε «θάνατος» και συντελείται ο θάνατος: των εθνικών εχθρών, των ιδεολογικών και κοινωνικών αντιπάλων, των ανταγωνιστών στα έργα και τις νύχτες της παρανομίας, κάποτε των αντεραστών, κ.ο.κ.
Η καταστροφή όμως είναι το μισό της θεϊκής δύναμης. Το άλλο μισό, η δημιουργία, και δη διά θαυμάτων, δεν είναι ακόμα του χεριού μας. Του χεριού μας φυσικά ήταν από την αρχή του ανθρώπινου βίου και θα είναι έως το τέλος του η δημιουργία θεοτήτων. Αυτές μάς πλάθουν με πηλό ή ό,τι άλλο επιλέγει η θεογονική και κοσμογονική μας φαντασία, νωρίτερα όμως τις πλάσαμε εμείς με λέξεις. Και με λέξεις αρχικά σφαζόμαστε για το ποιανών ο θεός είναι ο αληθινός και μόνος· έπειτα πιάνουν δουλειά τα τόξα και τα ακόντια, οι σπάθες, τα ντουφέκια, τώρα οι πύραυλοι.
Σημείο δεύτερο: Τις λέξεις, εκ γενετής ορφανές, μπορούμε να τις κάνουμε οτιδήποτε, όπως ξέρουμε πριν και από τον Θουκυδίδη. Μπορούμε λοιπόν να χλευάσουμε την «ειωθυία» σημασία τους, τη συνηθισμένη, την αποδεκτή ως κοινό νόμισμα. Να τις ανατρέψουμε, να αναποδογυρίσουμε το νόημά τους, να τις ντροπιάσουμε, να τις μαγαρίσουμε, να τις καταχραστούμε, να τις διαβάλουμε, να τις κηδέψουμε.
Εκεί όπου τέμνονται οι κόσμοι των δύο σημείων συναντάμε όσους πιστεύουν αφενός ότι μπορούν να κάνουν οτιδήποτε με τις λέξεις, αφετέρου ότι μπορούν να κάνουν οτιδήποτε τις ίδιες τις λέξεις. Καθόλου περίεργο, ανήκουν στη χορεία όσων έχουν στα χέρια τους εξουσία, πρωτίστως πολιτική, και ΜΜΕ στο πλευρό τους, που τους επιτρέπουν «να λένε και να γίνεται»· να γίνεται καθηλωτική εικόνα και διάχυτη πίστη και το ψεύδος ακόμα.
Μια από τις λέξεις που δεινοπαθούν στο στόμα και τα γραπτά τους είναι η «μεταρρύθμιση». Τον όρο τον μαθαίνουμε παιδιόθεν ως άγγελο καλών ειδήσεων, ως φορέα θετικού νοήματος: αλλαγή με σκοπό το καλύτερο αποτέλεσμα. Καιρό τώρα όμως καλούμαστε να αποδεχτούμε σιωπηρά πως «μεταρρύθμιση» είναι ό,τι «επιτέλους ανατρέπει τους αναχρονισμούς της μεταπολίτευσης». «Ε, μισός αιώνας, φτάνει πια, ώρα να γίνουμε Ευρώπη» θ’ ακούγαμε δίκην εξηγήσεως, αν ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα. Επειδή όμως εσχάτως η Ευρώπη μάς τραβάει το αυτί για πολλά και διάφορα, μηρυκάζουμε μια άλλη φρασούλα: «Ε, μισός αιώνας, φτάνει πια. Ωρα να πετάξουμε τα βαρίδια του παρελθόντος».
Το 40% των χειρουργικών αιθουσών έχει βάλει την πινακίδα «κλειστόν».
Ποιο το βαρύτερο βαρίδι; Ποιος ο αναχρονιστικότερος αναχρονισμός; Πασίδηλο: ό,τι θυμίζει τον οφειλόμενο δημόσιο, κοινωνικό χαρακτήρα της πολιτείας, αυτόν που της ορίζει το Σύνταγμα, ένα αναχρονιστικό κιτάπι κι αυτό, όπως έδειξε η απροβλημάτιστη περιφρόνηση που του επιφύλαξε στη Βουλή η κυβερνητική πλειοψηφία, στην ψηφοφορία για το σχέδιο νόμου περί ιδρύσεως «μη κερδοσκοπικών» πανεπιστημίων.
«Μη κερδοσκοπικά»… Εδώ πια δεν ανατρέπεται μόνο το νόημα των λέξεων, δι’ ενός ευφημισμού. Ανατρέπεται με μια απλή ψηφοφορία ο ίδιος ο καπιταλισμός. Αίφνης, το κοινό πληροφορείται μέχρι δακρύων συγκινημένο ότι υπάρχουν εκεί έξω, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αμερική, κεφαλαιούχοι (αποφευκτέος ο σφόδρα αναχρονιστικός όρος «κεφαλαιοκράτες») οι οποίοι περίμεναν υπομονετικά επί δεκαετίες να τους δοθεί η ευκαιρία να ολοκληρωθούν ψυχικά και πνευματικά· να αποδείξουν το αγαθό ποιόν τους· να πιστοποιήσουν το πάθος τους για ανιδιοτελή προσφορά· να αποσείσουν επιτέλους από πάνω τους την ανυπόστατη κατηγορία ότι νοιάζονται αποκλειστικά για τα υλικά ωφελήματα, όπως ορίζει άλλωστε το συμφέρον τους και η ταξική τους ταυτότητα.
Και νά. Τώρα τους παρέχεται επιτέλους η δυνατότητα να υπηρετήσουν αυτοθυσιαστικά τη νέα Ελλάδα, ώστε να επιστρέψουν εμπράκτως ένα μικρό, μικρότατο μέρος των τεράστιων οφειλών τους στην αρχαία Ελλάδα. Ομορφο ακούγεται. Πολύ όμορφο για να ‘ναι αληθινό – και πιστευτό. Ισως φταίει το τάιμινγκ. Πιο ταιριαστό θα ήταν να ακουστούν όλα αυτά τα παραμυθένια το 2021, στην εμβληματική επέτειό μας. Νά, κάτι τέτοιο: «Στους δύο αιώνες από τη γέννηση του ελληνικού κράτους, οι νέοι φιλέλληνες αποφάσισαν να ιδρύσουν στην Ελλάδα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια».
Αναχρονιστική η δημόσια Παιδεία, άρα μεταρρυθμιστέα – και «όπου βγει». Αναχρονιστικότατη η δημόσια Υγεία, άρα μεταρρυθμιστέα – και ξέρουμε πού θα βγει: στην ολοκλήρωση της διάλυσης του ΕΣΥ, που καταλήγει κανείς να τη θεωρεί εσκεμμένη, έτσι συστηματική όπως είναι. «Κανονικά», αν δεν είχε ανατραπεί η κλίμακα των αξιών μαζί με το νόημα των λέξεων, ένας υπουργός Υγείας, έστω κι αν πρόκειται για τον κ. Αδωνη Γεωργιάδη, θα έπρεπε να ντρέπεται πληροφορούμενος αρμοδίως αυτό που ξέρουν οι πάντες: ότι πάνω από 100.000 ασθενείς περιμένουν μήνες πολλούς ή και δύο ή τρία χρόνια να χειρουργηθούν· κινδυνεύοντας. Οι μισοί έχουν ένα δωδεκάμηνο αναμονής και υπομονής μπροστά τους, να καταπίνουν τους πόνους, την αγωνία και τον θυμό τους. Γιατί; Επειδή το 40% των χειρουργικών αιθουσών έχει βάλει την πινακίδα «κλειστόν». Γιατί; Επειδή δεν υπάρχουν γιατροί, ιδίως αναισθησιολόγοι, ούτε ειδικευμένοι νοσηλευτές. Γιατί δεν υπάρχουν; Επειδή δεν προσλαμβάνονται. Ελλείψει χρημάτων, λόγω μνημονίου; Αυτό ήταν το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, που απέτυχε και στον τομέα της Υγείας, δεν ισχύει σήμερα. Σήμερα φταίει η «προτεραιοποίηση».
Οι προσλήψεις δεν ήταν ποτέ στη «λίστα προτεραιοτήτων» του κ. Γεωργιάδη (ένα μυστήριο κι αυτό, η παράδοση της Υγείας από τη Νέα Δημοκρατία, μετά το 2014, στους τρεις του ΛΑΟΣ). Ούτε και το αίσθημα της ντροπής. Γι’ αυτό και ναρκισσεύεται πανευτυχής μπροστά στις λατρεμένες του κάμερες, και προσπερνάει κυνικά την αυτοκτονία ενός καρκινοπαθούς Κρητικού που, όπως έγραψε η κόρη του, «διαλύθηκε μέσα στο διαλυμένο ΕΣΥ, με εξετάσεις που έπρεπε να κάνει εκτός νοσοκομείου, με το εξαντλημένο φάρμακο της χημειοθεραπείας που έπρεπε να βρει και να φέρει ο ίδιος στο νοσοκομείο, χωρίς καμία ψυχολογική υποστήριξη, από τον Αννα στον Καϊάφα».
Πανηγυρίζοντας επί των ερειπίων, ο υπουργός δηλώνει υπερήφανος για τη «μεταρρύθμιση» των απογευματινών χειρουργείων, για την εμπορευματική ιδιωτικοποίηση του δημοσίου δηλαδή, με προσχήματα τυπικώς δημοκοπικά: «θα ωφεληθούν οι φτωχοί», κερδίζοντας δέκα θέσεις στη λίστα των εκατό ή των χιλίων. Αναμενόμενη η καύχησή του. Εκαστος εφ’ ω ετάχθη.