Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Πεθαίνοντας σ ένα νοσοκομείο

 

Χωρίς χρήματα τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για κάποιον με σοβαρό πρόβλημα υγείας.

 

Χωρίς χρήματα τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για κάποιον με σοβαρό πρόβλημα υγείας.


γράφει ο Γιάννης Παντελάκης

  

Κατάλαβε ότι είχε μπει στην έρημη

και παγωμένη περιοχή του θανάτου.

— Χόρχε Σεμπρούν*

 

 

ΠΕΡΝΑΓΑΝ ΗΜΕΡΕΣ, ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ φτάσανε μήνες από τότε που είχε συμβεί το χειρότερο και οι γιατροί, όταν τον συναντούσαν σε νοσοκομεία, λες και ήταν συνεννοημένοι μεταξύ τους, τον ρώταγαν σχεδόν με την ίδια διατύπωση: «Τι θυμάστε από εκείνες τις ημέρες; Είδατε μια λάμψη; Τι σας αποτυπώθηκε πιο έντονα στη μνήμη εκείνες τις ημέρες; Θυμάστε κάτι συγκεκριμένο;». Έκαναν έρευνες για τους ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά στον θάνατο, αλλά σώθηκαν, τον ρώταγαν γι’ αυτό που, προνομιούχοι και πληβείοι, φοβόμαστε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, την επιθανάτια εμπειρία. Σκεφτόταν πως οι γιατροί θα κατέγραφαν σε ένα χαρτί τις απαντήσεις του, θα τις άθροιζαν μαζί με τις υπόλοιπες που είχαν μαζέψει από άλλους και όταν αυτές γίνονταν πολλές, θα έγραφαν μια μελέτη που θα παρουσίαζαν επίσημα σε διεθνές ιατρικό συνέδριο με τίτλο «Τι βλέπουν οι άνθρωποι την ώρα του θανάτου τους» ή κάτι σχετικό.

 

Τους περιέγραφε δωμάτια χωρίς εξοπλισμό, χωρίς στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συνθήκες, όπου στοιβάζονται πολλοί ασθενείς και κάποιοι εξαιρετικοί γιατροί ξεπερνάνε τον εαυτό τους για να τα βγάλουν πέρα. Τους μετέφερε ακόμα λόγια ασθενών που περίμεναν πολλούς μήνες, κάποιοι και χρόνια, για να τους δεχτεί ένα δημόσιο νοσοκομείο για μια επέμβαση.

Αυτός όμως τους απογοήτευε συνεχώς, δεν είχε δει καμιά λάμψη, κανένα φως, δεν θυμόταν καμιά μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια, δεν είχε κρατήσει ούτε μία στιγμή από εκείνες τις ημέρες που, αρκετά αργότερα, έμαθε ότι ήταν «θνήσκων» τι λέξη κι αυτή. Μόνο εφιάλτες έβλεπε και ήταν έτοιμος να τους περιγράψει στους γιατρούς, αλλά αυτοί δεν ήθελαν κάτι τέτοιο, όσοι περνάνε από τις ΜΕΘ, του έλεγαν, και είναι σε απόλυτα οριακές καταστάσεις, αλλά τελικά σώζονται, εφιάλτες βλέπουν. Θυμόταν και κάτι άλλο όμως και το θεωρούσε εξαιρετικά σημαντικό για να τους το πει. Διατηρούσε στη μνήμη με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν πριν και μετά από εκείνες τις οριακές ημέρες, προτού μπει σ’ ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο όπου είχε δει ασθενείς να συνωστίζονται σε μεγάλες ουρές για να πάρουν ένα πολυπόθητο χαρτάκι-διαβατήριο για να συναντήσουν έναν γιατρό, αλλά και μετά, όταν σε αξιοθρήνητους θαλάμους άνθρωποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν μετά από μια επέμβαση σε συνθήκες που από την περιγραφή τους η λέξη «αξιοπρέπεια» θα απούσιαζε ηχηρά. Όμως, οι γιατροί δεν είχαν ενδιαφέρον ούτε γι’ αυτό, τα γνώριζαν αυτά περισσότερο από τον καθένα.

 

 

Ενδιαφέρον για τις εξιστορήσεις του τελικά έδειξαν οι φίλοι του αργά τα βράδια, πίνοντας τεκίλες στα μπαράκια. Αυτοί τον άκουγαν και ήθελαν να μάθουν όλο και περισσότερα, ο φόβος ενός ξαφνικού θανάτου από έναν σχεδόν αστείο λόγο τους συγκλόνιζε, ήθελαν λεπτομέρειες. Και αυτός τους τις έδινε. Τους μίλαγε όχι μόνο για τους εφιάλτες του αλλά και για όσα συνάντησε στα νοσοκομεία τους αρκετούς μήνες που τον φιλοξένησαν. Τους έκανε εντύπωση πώς ένα ιατρικό λάθος σε μια επέμβαση ρουτίνας (2.000 είχε κάνει ο διάσημος γιατρός) είναι ικανό να οδηγήσει κάποιον στον θάνατο, τόσο εύκολο είναι. Και πώς κάποιοι άλλοι γιατροί, χωρίς σπουδαίο όνομα και περγαμηνές, μπορούν με εξαιρετική δυσκολία και επιμονή να τον επαναφέρουν. Δεν έμαθε ποτέ γιατί έγινε το λάθος, υπάρχει άλλωστε πάντα και εκείνο το 2-3% περιθώριο αποτυχίας που καλύπτει όλα τα ανομήματα. Μετά δεν υπάρχει λογοδοσία, δεν υπάρχουν ευθύνες, δεν υπάρχει τίποτα.

 

Τους έλεγε ακόμα για το τεράστιο νοσοκομείο που δέχεται εκατοντάδες ασθενείς κάθε μέρα, το καμάρι πολλών υπουργών που καυχώνται γι’ αυτό, το οποίο δεν είχε καν έναν ωτορινολαρυγγολόγο για να καλύψει στοιχειωδώς τις ανάγκες του, και όταν χρειαζόταν έφερναν κάποιον από ένα γειτονικό νοσοκομείο! Τους μίλαγε για τους μοναχικούς ασθενείς που δεν είχαν βοήθεια από πουθενά, χωρίς φίλους και συγγενείς, και με ανήμπορες τις νοσοκόμες να προσφέρουν λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας. Τους περιέγραφε δωμάτια χωρίς εξοπλισμό, χωρίς στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συνθήκες, όπου στοιβάζονται πολλοί ασθενείς και κάποιοι εξαιρετικοί γιατροί ξεπερνάνε τον εαυτό τους για να τα βγάλουν πέρα. Τους μετέφερε ακόμα λόγια ασθενών που περίμεναν πολλούς μήνες, κάποιοι και χρόνια, για να τους δεχτεί ένα δημόσιο νοσοκομείο για μια επέμβαση. Τελικά όλοι συμφωνούσαν σε μια διαπίστωσή του: χωρίς χρήματα τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για κάποιον με σοβαρό πρόβλημα υγείας.

 

Μια στιγμή αυτή την προεκλογική περίοδο φαντάστηκε ότι άνοιγε μια τηλεόραση από τις πολλές και παρακολουθούσε μια συζήτηση αρχηγών κομμάτων, έστω εκπροσώπων τους, που δεν θα ψέλλιζαν τα ίδια ξύλινα λόγια γεμάτα υποσχέσεις και βερμπαλισμούς που ακόμα και οι πιστοί ψηφοφόροι βαριούνται αφόρητα. Αλλά θα μίλαγαν για όλα αυτά. Ήταν μόνο μια στιγμή όμως, αμέσως συνειδητοποίησε πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ.

 

*Το βιβλίο «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ» του Χόρχε Σεμπρούν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *