Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Περί ελπίδας

 


γράφει ο Γιάννης Σιώτος*

  

Ελπίδα: Από τις πιο όμορφες και εύηχες λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Από την εποχή του Σκαρλάτου Βυζάντιου (σ.σ. το 1835 δημοσίευσε το «Λεξικό της ελληνικής γλώσσας») μέχρι σήμερα, η λέξη παραμένει αναλλοίωτη. Ο λόγιος του 19ου αιώνα την περιγράφει ως «προσδοκία του μέλλοντος».

 

Ο Ε. Κριαράς, ως «αίσθημα της προσδοκίας ενός επιθυμητού γεγονότος». Ενδιάμεσα, στη δεκαετία του 50, ο Δημητράκος τής προσδίδει την έννοια της «προσδοκίας αγαθού επιθυμητού τινός». Δεν είχε όμως την ίδια τύχη η «μήτρα» από την οποία ξεπήδησε η... ελπίδα. Το ρήμα «έλπω» (σ.σ. Οδύσσεια: πάντας μέν λπει κα πίσχεται νδρ κάστ... -Ελπίδες δίνει σ όλους και στον καθένα χωριστά -) που σημαίνει «παρέχω ελπίδα» μαράθηκε και στο τέλος εξαφανίστηκε από τα λεξικά που εκδόθηκαν από τη δεκαετία του 60 και μετά.

 

Εύλογα θα αναρωτηθείτε τι σχέση μπορεί να έχει η «ελπίδα» και η «μάνα» του, το «έλπω», με το σήμερα. Κι όμως έχει. Η «ελπίδα» είναι μια λέξη πολυσήμαντη στην πολιτική και πολύχρηστη από τους πολιτικούς. Ειδικά στις εκλογές, την κορυφαία στιγμή της Δημοκρατίας, αναδεικνύεται η πολυσημία της «ελπίδας».

 

Οι πολίτες με την ψήφο τους εκφράζουν την ελπίδα ότι το κόμμα που επιλέγουν θα καλυτερεύσει τη ζωή τους και οι υποψήφιοι με τη στάση τους προσπαθούν να τους έλξουν παρέχοντάς τους ελπίδες. Τι συμβαίνει με τις τωρινές εκλογές; Οσο ερχόμαστε πιο κοντά σε αυτές, τόσο ενισχύεται η εντύπωση ότι πρόκειται για μια αναμέτρηση στην οποία απουσιάζει η ελπίδα.

 

Μια ανέλπιδη διαδικασία, στην οποία κυριαρχεί η καχυποψία, καθώς ο αριθμός των απελπίδων ανθρώπων όλο και μεγαλώνει. Δεν θα ήταν υπερβολή αν διατύπωνε κανείς την άποψη ότι σε αυτές τις εκλογές ο αριθμός των ανθρώπων που αισθάνονται ότι με την επιλογή τους το μόνο που μπορεί να προσδοκούν είναι να μην πάνε τα πράγματα χειρότερα, έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με όλες τις προηγούμενες.

 

Για τον λόγο αυτόν, ο τίτλος του μυθιστορήματος που έγραψε το 1954 ο Αντώνης Σαμαράκης «Ζητείται Ελπίς» είναι ο πιο ταιριαστός για να περιγράψει την αγωνία που διακατέχει σήμερα έναν αριθμό ψηφοφόρων (σ.σ. ο ακριβής προσδιορισμός είναι υπόθεση της στατιστικής).

 

Αλλά το παράδοξο είναι ότι το πολιτικό σύστημα κάνει ελάχιστα για να αναστήσει –και όχι αναπτερώσει– την ελπίδα και να καταλαγιάσει την καχυποψία. Ακούγοντας τον δημόσιο λόγο που εκφέρεται τον τελευταίο καιρό, αποκομίζεις την εντύπωση ότι τα δεινά που δολοφόνησαν την ελπίδα είναι τετελεσμένα και αναπόδραστα και πλέον το μόνο που έχει απομείνει είναι η προσπάθεια να αμβλυνθούν οι συνέπειές τους.

 

Και επειδή η λέξη «δεινά» αφήνει περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες και για να μην υπάρξουν παρερμηνείες, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται στο κείμενο για να περιγράψει το «άγος», δηλαδή τις συμφορές και τις ανόσιες πράξεις που οδήγησαν στην απόγνωση εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.

 

Για παράδειγμα, άγος δεν είναι οι εργαζόμενοι και οι μικροεπιχειρηματίες νομάδες που για έξι μήνες μετακομίζουν για να δουλέψουν, αλλά η συνειδητή επιλογή του πολιτικού συστήματος να μετατρέψει τον τόπο σε πανδοχείο, μαγέρικο και καφενείο, για τα μάτια των Γερμανών οικοδόμων.

 

Αγος είναι η άρνηση του πολιτικού να προσφέρει παραγωγικές διεξόδους που θα λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην ταϊλανδοποίηση. Αγος δεν είναι το χρέος που έχει γονατίσει χιλιάδες οικογένειες αλλά η ένοχη σιωπή να μπει φραγμός σε αυτούς που το εκμεταλλεύονται.

 

Αγος δεν είναι η ακρίβεια αλλά ο υποδόριος συμβιβασμός με αυτούς που την εκμεταλλεύονται.

 

Αγος δεν είναι οι άνθρωποι που έχουν απομακρυνθεί από την αγορά εργασίας ούτε οι εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί εργαζόμενοι και άλλοι τόσοι συνταξιούχοι αλλά η επαναλαμβανόμενη άρνηση να επανέλθουν οι φυσικοί κοινωνικοί φραγμοί που λειτουργούν ως ανάχωμα στην απληστία της αγοράς.

 

Θα μπορούσα να απαριθμήσω πολλά ακόμα «δεινά» και «άγη» που έχουν κατασπαράξει την ελπίδα και έχουν κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν το πολιτικό σύστημα με καχυποψία και απαξίωση αλλά ο περιορισμένος χώρος δεν το επιτρέπει.

 

Η «ελπίδα» και το «έλπω» είναι λέξεις σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτές. Οσο οι άρχοντες προσπαθούν να τις καταχωνιάσουν τόσο αυτές ανθίστανται, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επανακάμψουν. Αυτό έχει επαναληφθεί πολλές φορές στη διάρκεια του ιστορικού χρόνου και αυτό θα γίνει και τώρα. Ο μεγάλος κίνδυνος, τον οποίο το πολιτικό σύστημα δείχνει να μην αντιλαμβάνεται, είναι το χρώμα του κοστουμιού που θα φορά ο έμπορος της ελπίδας...

 

*Δημοσιογράφος, συγγραφέας   

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *