Ποιες μέρες είναι οι πιο
σημαντικές; Ποιες ώρες; Αναρωτιέμαι μερικές φορές τι είναι αυτό που «μετράει»
στις ζωές των ανθρώπων. Ποιο όνειρο, ποια ελπίδα, ποιο επίτευγμα.
Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μια
πόλη που με παιδεύει, που γίνεται όλο και πιο ξένη, πιο αφιλόξενη. Οι δρόμοι
της δεν περπατιούνται εύκολα, ειδικά τα καλοκαίρια που πλημμυρίζει από
τουρίστες, τα καφέ της δεν είναι για μένα, αφού σπάνια βρίσκω μια θέση και το
κόστος να ζεις σ’ αυτήν γίνεται όλο και πιο ασφυκτικό.
Αλλά δεν την αλλάζω. Κι ας
ονειρεύομαι μερικές φορές να φύγω μακριά. Σε μια άλλη πόλη, σε μιαν άλλη χώρα,
που κανέναν δεν θα ξέρω και κανείς δεν θα με ξέρει. Να ξεκινήσω από την αρχή.
Νέα δουλειά, νέους φίλους, νέες συνήθειες. Οχι για πολύ, για μερικούς μήνες,
ίσως για μερικά χρόνια.
Δεν το έκανα όταν είχα την
ευκαιρία, μάλλον δεν θα το κάνω πια. Αλλά συχνά πιάνω τον εαυτό μου να
ονειρεύεται πως ζει σ’ έναν άλλο τόπο, σε μια πόλη σαν αυτές που βλέπω καμιά
φορά στο σινεμά και μαγεύομαι. Γιατί στο σινεμά είναι εύκολο να ξεχάσεις ότι
αυτό μπορεί να είναι μια ωραιοποιημένη εικόνα μιας ζωής εξίσου δύσκολης με τη
δική σου. Σε ξεγελούν τα τοπία, που δεν μοιάζουν με τον περίγυρό σου, η
αρχιτεκτονική, τα δρομάκια και τα παράθυρα, τα έθιμα που μοιάζουν με τα δικά
σου, αλλά είναι και τόσο διαφορετικά, άρα ελκυστικά. Και για μια μικρή στιγμή
λες ότι, ναι, εκεί εγώ θα μπορούσα να ζήσω.
Μα δεν το κάνεις. Γιατί στους
δρόμους που ξέρεις και περπατάς, δεν έχει μόνο ξεχαρβαλωμένα, «ανισόπεδα»
πεζοδρόμια με γλιστερά πλακόστρωτα -αλίμονο όταν βρέξει-, δεν έχει μόνο ορδές
ξυπόλυτων τουριστών από τον Μάρτη μήνα, ούτε μόνο κόρνες και αυτοκίνητα με
οδηγούς που παραβιάζουν τον κάθε κανόνα απαυδισμένοι από την κίνηση. Οι δρόμοι
αυτοί έχουν μικρές ταμπέλες, αόρατες στα μάτια των άλλων, με ορόσημα της ζωής
σου.
«Καφέ του Αποχωρισμού» εδώ, οδός
της Συμφιλίωσης εκεί, πλατεία Ασωμάτων Ονείρων παρακάτω. Και πιο πέρα, Κλάματος
Γοερού και Ανέλπιδης Χαράς γωνία. Στο περίπτερο της βουερής λεωφόρου με τις
κίτρινες μουσαμαδένιες τέντες αγοράζεις την εφημερίδα σου και στον φούρνο της
οδού Καλοκαιρινών Προσδοκιών ζεστό σουσαμένιο κουλούρι και τυρόψωμο. Κι έξω από
τον σταθμό του μετρό, κατακόκκινες φράουλες-γίγαντες και κεράσια για μερακλήδες.
Και δεν είναι μόνο αυτά… Οταν η
πόλη ησυχάζει και οι περαστικοί στον δρόμο ή οι επιβάτες στο λεωφορείο και στο
μετρό είναι λίγοι, γίνεται ξανά δική σου. Πέφτει η νύχτα και πάνω από τα παλιά
νεοκλασικά κτίρια σκάει μύτη κιτρινωπό το νέο φεγγάρι. Σου κλείνει το μάτι εν
όψει της πρώτης πανσελήνου του καλοκαιριού. Στο άλλο στενό, η Ακρόπολη,
φωτισμένη, παλιά κι αειθαλής, σου θυμίζει μια άλλη νύχτα, μια άλλη βόλτα. Κι
όταν δεν μοσχοβολούν οι νεραντζιές, κάπου ένα γιασεμί ή ένα ρηχόσπερμο θα σε
μεθύσει με το ανατολίτικο άρωμά του. Ενας πλανόδιος μουσικός κάπου θα παίζει με
μια κιθάρα ένα τραγούδι που κάτι σου θυμίζει και δυο παιδιά, μεθυσμένα από τη
ζωή, θα γελούν και θα κάνουν σχέδια.
Και αν έχεις χρόνο, θα
περπατήσεις μέχρι τον επόμενο σταθμό, έτσι για να απολαύσεις τη βραδιά. Δική
σου κι αυτή, σαν την πόλη που αγαπάς πολύ κατά βάθος. Αυτή που πάντα σε
ακολουθεί.
Σαν τραγούδι για ήσυχα βράδια,
για απουσίες-παρουσίες, για όσα κρατάς σαν φυλαχτό σε μια τσέπη μυστική, που
άλλος δεν μπορεί να ανοίξει. Και τις νύχτες αυτές, εκεί στα ορόσημα της άδειας
πόλης, βγάζεις από τη φωλιά του το μυστικό σου, το κρατάς στο χέρι σαν αδύναμο
πουλί. Σκέψου, ένα πραγματάκι τόσο δα συμπυκνώνει την ευτυχία.
Εκείνα τα βράδια, η γη μυρίζει
όμορφα ακόμη και στην άκαρδη πόλη και μπορεί να συγκινηθείς μέχρι δακρύων. Και
μετανιώνεις που ήθελες να φύγεις απ’ αυτήν.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου