Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Μαθαίνοντας ότι είσαι μικρός

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

  

Οταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει, λέει μια παλιά παροιμία και, για ακόμη μια φορά, η λαϊκή σοφία δεν πέφτει και τόσο έξω. Γιατί μπορεί να είναι λαμπρή άνοιξη, ο καιρός να βελτιώνεται κάθε μέρα και περισσότερο, παντού -ή σχεδόν παντού- να έχει γεμίσει ο κόσμος χρώματα και αρώματα, κι εσύ να ονειρεύεσαι μια μικρή εξόρμηση. Και τότε, στα καλά του καθουμένου, έρχεται ένας πυρετός και ένα θετικό τεστ και ξαφνικά τρέμεις σαν το ψάρι και πονάς σαν να έχεις παλέψει με τα σίδερα και τις πέτρες μέρες πολλές, και τελικά νικήθηκες.

 

Στην αρχή λες, εντάξει, ήρθε και σε μένα ο ιός, τι περίμενα; Οτι εγώ θα γλίτωνα; Ασφαλώς όχι. Γιατί αυτό είναι οι ιοί και οι πανδημίες. Περιμένουν στη γωνία ακόμη και τον πιο προσεκτικό. Ημουν προσεκτική; Δεν ξέρω. Πού τον συνάντησα; Δεν έμαθα ποτέ. Τις πρώτες μέρες επιλέγεις να το αντιμετωπίσεις με στωικότητα. Κάνεις τα αναγκαία τεστ, απομονώνεσαι από τον κόσμο -μόνο ο γάτος δεν δεχόταν «όχι», οπότε για να μη φάει την πόρτα με τα νύχια του, τον αφήνεις να κοιμηθεί στα πόδια σου. Και να τα θερμόμετρα, και να τα οξύμετρα, και να οι χυμοί, οι σούπες και τα αντιπυρετικά. Και λες κι ευχαριστώ, γιατί δεν σε βρήκαν τα χειρότερα. Και κοιμάσαι. Πολύ. Οσο δεν είχες κοιμηθεί ούτε μωρό, τρόπος του λέγειν. Γιατί ο ιός σε εξαντλεί και κουράγιο δεν έχεις.

 

Αλλά οι μέρες περνάνε και ο πυρετός φεύγει. Και έξω είναι χαρά θεού και εσύ δεν μπορείς να βγεις. Δεν μπορείς να δεις άνθρωπο -σωστά, γιατί μπορεί να είσαι επικίνδυνος και δεν θέλεις να κολλήσεις κι άλλους, ειδικά τους πιο αδύναμους. Μπορεί να το έχεις κάνει ήδη… Μα τα ματαιωμένα σχέδια λιγάκι σε πονάνε. Και πιο πολύ σε πονάει η μνήμη των πρώτων ημερών της πανδημίας, τότε που όλοι κλείστηκαν μέσα και περίμεναν κάτι για να σωθούν: ένα εμβόλιο, ένα φάρμακο, μια θεραπεία.

 

Κάτι να τους απελευθερώσει από τα τέσσερα ντουβάρια. Και ναι, με τα εμβόλια κάτι κάναμε. Και διακοπές πήγαμε και φίλους είδαμε και σε γιορτές συμμετείχαμε. Αλλά δυσκολευόμαστε να ξεχάσουμε τον εγκλεισμό. Οτι δεν μπορούσαμε να αγκαλιάσουμε τους αγαπημένους μας. Το χειρότερο, ο φόβος ότι μπορεί να είμαστε ακούσια επικίνδυνοι για τον διπλανό μας: τον γονιό, τον σύντροφο, τον φίλο, τον αδερφό. Και ζεις μέσα στην ενοχή -αυτήν της δυνητικής ευθύνης. Μιας ευθύνης συλλογικής από τη μία, απόλυτα δικής σου από την άλλη.

 

Σκέφτεσαι κι αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Που δεν μπόρεσαν ξανά να δουν τους δικούς τους και παύεις να γκρινιάζεις. Γιατί για κάποιους κανένα φάρμακο και καμιά φροντίδα δεν ήταν αρκετά, όσο κι αν προσπάθησαν γιατροί και νοσοκόμοι. Και τότε μαλακώνεις. «Θα έχω μια άλλη ευκαιρία», λες. «Δεν πειράζει». Κι ας πειράζει. Πολύ. Βλέπεις, ο ιός ήταν για τους πολλούς το αποκορύφωμα μιας πολύ δύσκολης δεκαετίας, ίσως και δεκαπενταετίας.

 

Οταν έμαθαν ότι δεν αρκεί να προσπαθείς και να αγωνίζεσαι για να επιβιώσεις αξιοπρεπώς, αλλά πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω και να μην ξέρεις αν αρκεί. Ηρθε και η πανδημία και το αστάθμητο πήρε άλλη μορφή. Και ορίζει τη ζωή σου. Και τίποτα δεν μπορείς να κάνεις γι’ αυτό. Τελεία και παύλα. Μόνο να περιμένεις. Τι; Να σου συμπεριφερθεί με κάποια «ευγένεια» και μετά ένα τεστ αρνητικό. Για να μπορείς να αγκαλιάσεις όσους αγαπάς. Για να πας στο σπίτι τους ή να έρθουν στο δικό σου. Για να πάρεις πάλι τη ζωή σου πίσω.

 

Αλλά και όταν έρθει το πολυπόθητο αρνητικό τεστ: Πώς να ξεπεράσεις τον φόβο; Εσύ που δεν φοβόσουν τίποτα - ή έτσι νόμιζες. Ισως το μάθημα να είναι ότι είσαι μικρός - πιο μικρός κι από τον ιό, και πρέπει να τον σεβαστείς. Εχει και αυτό την αξία του.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *