γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Στον Κ. Π. Καβάφη επιστρέφουμε
πολύ συχνά, για πολλά και διάφορα. Καμιά φορά και δίχως ουσιώδη λόγο, απλώς
επειδή κάποιος γνωμικός στίχος του φαίνεται να θεραπεύει την τιτλοδοτική μας
αμηχανία, σε μια εφημερίδα ή ιστοσελίδα. Συμβαίνει αυτό με την ποίηση, με τη
λογοτεχνία γενικότερα. Να τη χρησιμοποιούμε σαν στολιδάκι. Ταιριάζει δεν
ταιριάζει.
Η «κόλαση του Δάντη», π.χ., πάει
κι έρχεται χειμώνα – καλοκαίρι, θαρρείς και η «Θεία Κωμωδία» είναι το πιο
αγαπημένο μας ανάγνωσμα. Από κοντά οι «ιδανικοί αυτόχειρες» του Κώστα
Καρυωτάκη, ιδίως σε αθλητικογραφικό περιβάλλον. Κι ας μη δένουν Στο ποίημα
ουδείς αυτοκτονεί, είναι πασίγνωστο: «”όλα τελείωσαν” ψιθυρίζουν “τώρα”, / πως
θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος». Αντίθετα, στο γήπεδο όντως αυτοκτονεί
(«όντως», πλην με πολλά εισαγωγικά) η ομάδα που προηγείται συνεχώς, παίζει
καλύτερα αλλά τρώει γκολ ή τρίποντο στην εκπνοή.
Ο αθλητικογραφικός χώρος και
πάλι, πάντα τολμηρός, χρησιμοποιεί καιρό τώρα τον όρο «ραψωδία» με εντελώς νέο
περιεχόμενο. Η λέξη δηλώνει πλέον τον άθλο, το αριστούργημα, κάτι το εξαιρετικό
τέλος πάντων, και όχι το «τμήμα ενός επικού ποιήματος με θεματική αυτοτέλεια» ή
την «αυτοσχέδια μουσική σύνθεση τη βασισμένη σε λαϊκά μουσικά θέματα» (αντλώ
από το «Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη
και της Ακαδημίας Αθηνών).
Ιδού ένα δείγμα από την πλούσια
σοδειά τίτλων που ραψωδούν: «Η ραψωδία των 5 γκολ του Ερλινγκ Χάλαντ». «Η
ραψωδία του Μέσι σαν σήμερα 15 χρόνια πριν». «Ελληνική ραψωδία: γκολ από τον
Γιακουμάκη». «Η ραψωδία του Φορτούνη». «Η ραψωδία του Αϊτόρ». «Η ραψωδία του
Βασίλη Τοροσίδη». «Ματιέ Βαλμπουενά: Η ραψωδία ενός “ξοφλημένου”». «Ραψωδία
ποδοσφαίρου από την ΑΕΚΑΡΑ του Αλμέιδα!» «Το γκολ “ραψωδία” στο “Παφιακό” του
αξεπέραστου Μιλένκο!» «Ραψωδία Λάσο στο “γκολ-φάουλ” του παίκτη του». «Η
ελληνική “ραψωδία” κόντρα στη Σερβία: Ολα τα γκολ της Εθνικής στον ημιτελικό».
«Η… ραψωδία του Γιάννη στο φινάλε». Αλλά και: «Αταλάντα: οι ραψωδοί μιας
επιθετικής εποποιίας».
Μια «καλή δουλειά» ήταν και είναι
για τη Βρετανική Αυτοκρατορία τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Δεν έκανα συστηματική έρευνα. Και
με μια γρήγορη ματιά, ωστόσο, διαπιστώνονται τα εξής: 1) Η ανασημασιοδοτημένη
«ραψωδία» είναι ηλικίας τουλάχιστον έξι ετών, αφού το παλαιότερο εύρημά μου
έχει έτος γεννήσεως το 2017, είναι δε κυπριακό: «Ραψωδία ποδοσφαίρου με μαγικό
γκολ Νεϊμάρ». 2) Τα ευρήματα είναι πολλά και διάχυτα. Μπορούμε, λοιπόν, να
μιλήσουμε για καθιέρωση της νέας σημασίας της λέξης «ραψωδία», όπως συνέβη και
με το «ελέω», που χρησιμοποιείται πια με την έννοια του «εξαιτίας», σε αρνητικά
συμφραζόμενα, και όχι του «χάρη», σε θετικά. 3) Αρκετές φορές η λέξη κλείνεται
σε εισαγωγικά, ενώ σποραδικά αναγράφεται με αποσιωπητικά μπροστά της. Στη
δημοσιογραφία τα εισαγωγικά είναι κάτι ανάμεσα σε άλλοθι, συχωροχάρτι και
πασπαρτού, που σου ξεκλειδώνει τα πάντα, ακόμα και τα ήδη ξεκλείδωτα. 4) Προς
το παρόν, και όσο βλέπω, η αναβαπτισμένη «ραψωδία» χρησιμοποιείται μόνο στην
αθλητικογραφία.
«Τα Ελγίνεια Μάρμαρα»
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Καβάφη
και στα δύο παρεμβατικά κείμενα που δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1891, με τίτλο
«Τα Ελγίνεια Μάρμαρα» και «Νεώτερα περί των Ελγινείων Μαρμάρων» (βλ. τώρα Κ. Π.
Καβάφης, «Τα πεζά (1882;-1931)», φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Ικαρος,
2003). «Σπουδαίον περιοδικόν της Αγγλίας, “Ο 19ος Αιών”», γράφει ο
Αλεξανδρινός, «εδημοσίευσε την 1ην Μαρτίου [1891] άρθρον επιγραφόμενον “Ο
Αστεϊσμός περί των Ελγινείων μαρμάρων”. Οι φιλόμουσοι και φιλάρχαιοι αναγνώσται
θα ενθυμώνται το κίνημα όπερ εγένετο τελευταίως εν Αγγλία ίνα αποδοθώσιν εις
την Ελλάδα αι αρχαιότητες ας προ 80 ετών ο λόρδος Ελγιν, πρέσβυς της Αγγλίας
παρά τη Υ. Πύλη, ήρπασεν –ίνα τας προφυλάξη δήθεν– εκ της Ακροπόλεως. Ο λόγιος
κ. Φρειδερίκος Χάρισσον θερμώς υπεστήριξε το κίνημα, έγραψε δε εν τω “19 Αιώνι”
το περίφημόν του άρθρον “Απόδοτε τα Ελγίνεια Μάρμαρα”. Την απάντησιν εις το
άρθρον αυτό γράφει ο Διευθυντής του περιοδικού, ισχυριζόμενος ότι ο κ. Χάρισσον
πραγματευθείς περί της επιστροφής των Ελγινείων μαρμάρων ηστεΐζετο απλώς».
Ο Καβάφης είναι θυμωμένος. Δεν
αισθηματολογεί όμως. Χρησιμοποιεί μαεστρικά το μέγα όπλο του, την ειρωνεία. Και
ενστερνίζεται τα μετρημένα και λογικά επιχειρήματα του Φρειδερίκου Χάρισσον,
κοινοποιώντας τα και στην Ελλάδα. Επιχειρήματα που δεν απέχουν πολύ από όσα
χρησιμοποιεί η ελληνική πολιτεία αφότου άρχισε να διεκδικεί τις κλεμμένες
αρχαιότητες, πότε συστηματικά και οργανωμένα και πότε επιπόλαια,
εντυπωσιοθηρικά και για εσωτερική κατανάλωση. «Τα Ελγίνεια μάρμαρα», έγραφε ο
Χάρισσον, «διαφέρουσιν ολοτελώς από όλα τα άλλα αγάλματα. Δεν είναι αγάλματα.
Είναι τεμάχια μοναδικού μνημείου, του περιφημοτάτου εν τω κόσμω μνημείου, όπερ
ίσταται έτι, ει και κατερειπωμένον, όπερ είναι το εθνικόν σύμβολον και το
παλλάδιον γενναίου λαού, και χώρος προσκυνήσεως διά την πολιτισμένην
ανθρωπότητα…». Εις ώτα μη ακουόντων.
Οι τέσσερις λόγοι
Παραθέτω από το δεύτερο άρθρο του
Καβάφη: «[Ο κ. Χάρρισον] λέγει ρητώς ότι δεν καταδικάζει απολύτως τον λόρδον
Ελγιν τον υπεξαιρέσαντα τας περί ου ο λόγος αρχαιότητας» (το ίδιο λάθος, την
ασυμφωνία γένους και αριθμού, το συναντάμε και στο πρώτο καβαφικό άρθρο, «αν
απεδίδοντο αι περί ου ο λόγος αρχαιότητες εις την Ελλάδα»), «εκθέτει όμως 4
λόγους δι’ ων αποδεικνύεται ότι η κατοχή των μαρμάρων υπό τε του λόρδου Ελγιν
πρώτον, και του αγγλικού έθνους δεύτερον, αντίκειται εις τας αρχάς του δικαίου.
α΄. Ο λόρδος Ελγιν απέκτησε τα μάρμαρα του Παρθενώνος ουχί από τους Ελληνας,
αλλά από τους δυνάστας αυτών Τούρκους. β΄. Οι Ελληνες εναντιώθησαν καθ’ όσον
τοις ήτον δυνατόν εις την μετακόμισιν αυτών, και ουδέποτε έπραξάν τι προς
βλάβην των. γ΄. Οι άνθρωποι του λόρδου Ελγιν αφήρεσαν ό,τι ήθελαν άνευ της
ελαχίστης μερίμνης διά το μνημείον όπερ απεγύμνωναν. δ΄. Το Βρεττανικόν έθνος
απέκτησε τα Ελληνικά μάρμαρα αντί ποσού μηδαμινού». «Για να τα αποκτήση ο
λόρδος Ελγιν εξώδευσε 14.000 λ. Τι καλή δουλειά!», ειρωνεύεται ο Καβάφης στο
πρώτο άρθρο του.
Μπίζνες… Ναι, μια «καλή δουλειά»
ήταν και είναι για τη Βρετανική Αυτοκρατορία τα μάρμαρα του Παρθενώνα, και οι
αρχαιότητες της Αιγύπτου άλλωστε και της Μεσοποταμίας, και ό,τι άλλο αρπάχτηκε
«για να προστατευτεί». Οι αυτοκρατορίες, και σκιώδεις αν είναι πια, δεν
απολογούνται. Δεν εξηγούν καν, γιατί εξήγηση είναι η ισχύς τους, η ανάμνησή της
έστω. Ούτε ντρέπονται. Ο πολιτισμός της ντροπής δεν τις αφορά. Εξόντωσαν λαούς
ολόκληρους και διέλυσαν έθνη, κι ακόμα καμαρώνουν ότι τα εκπολίτισαν και τα
εκχριστιάνισαν. Θα ντραπούν για κάποια μάρμαρα; Εστω και του Παρθενώνα;