Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Κίτρινες και πορφυρές φλέβες στο νερό

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

Πέρασαν τρεις παγωμένες εβδομάδες. Παγωμένες στην κυριολεξία λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που προηγήθηκαν του χιονιού, αλλά και που επέμεναν για μέρες αφότου αυτό χάθηκε.

 

Κάθε βράδυ, από την ώρα που έπεφτε ο ήλιος ή λίγο αργότερα, έκλεινε τα παντζούρια για να φυλακίσει όση περισσότερη ζέστη γινόταν μέσα στο σπίτι, ώστε πριν κοιμηθεί να κάνει ένα μπάνιο και να τυλιχτεί με τις κουβέρτες. Εφτιαχνε κι ένα τσάι, ένα-δυο βράδια ήπιε λίγο λικέρ, ό,τι είχε μείνει από το σπιτικό που καταναλώθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση μέσα στις γιορτές, και κάπως έτσι πορευόταν.

 

Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, είτε με ένα βιβλίο, είτε ζωγραφίζοντας, είτε βλέποντας καμιά ταινία, το μόνο που σκεφτόταν ήταν το καλοκαίρι. Και τη ζωή που κυλούσε από εποχή σε εποχή, με τα χρόνια να περνάνε και να αφήνουν πίσω τους τη ζωή που ήθελε, εκείνη που ζούσε και όσα δεν έζησε. Κάποια από αυτά μικρή σημασία είχαν πια, κάποια την έκαιγαν ακόμα και κάποια άλλα της έκλειναν το μάτι: «Υπάρχει ακόμα χρόνος». Και ναι, το ένιωθε ότι υπήρχε.

Μόνο που κάποιες μέρες ήταν διαφορετικές από τις άλλες. Δεν κυλούσαν με τη γαλήνια βεβαιότητα της καθημερινής ρουτίνας. Πώς να τις περιγράψεις; Δεν υπάρχει τρόπος. Ηταν οι μέρες που εκείνο που κυριαρχούσε ήταν η δυσκολία. Η δυσχέρεια να αντιμετωπίσεις την κάθε μέρα και τα προβλήματα που δεν έχουν άμεσες και οριστικές λύσεις και που κάπως, κάποιες φορές, συγκεντρώνονται και φωνάζουν όλα μαζί απαιτώντας όλα και το καθένα χωριστά την προσοχή σου, τον χρόνο σου, τους πόρους σου. Υλικούς, σωματικούς και πνευματικούς.

 

Και τότε, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, έπειτα από την αγωνιώδη ιεράρχηση και τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων, στις οποίες πάντα κάτι έκτακτο ερχόταν να προστεθεί, έκανε το αδιανόητο αλλά απολύτως αναγκαίο: αφιέρωνε στον εαυτό της μερικές στιγμές αυτοφροντίδας. Ενα ζεστό μπάνιο, ένα ωραίο ρόφημα, λίγη καλλυντική περιποίηση και μουσική. Μια μικρή επιβράβευση που το μεγάλο κύμα την πέταξε με δύναμη στα βότσαλα, που μάτωσαν τα γόνατά της, αλλά κατόρθωσε και πάλι να σταθεί όρθια. Πονεμένη, αλλά όρθια.

 

Γινόταν κι εκείνη κύμα, σχεδόν όπως το είχε περιγράψει ο Λευκάδιος Χερν:

 

«Το κύμα προσευχήθηκε να μείνει κύμα για πάντα.

 

Και η θάλασσα απάντησε:

 

- Οχι, πρέπει να σπάσεις· δεν υπάρχει ακινησία μέσα μου. Δισεκατομμύρια φορές θα σηκωθείς ξανά για να σπάσεις, και θα σπάσεις για να ξανασηκωθείς»*.

 

Τότε ήταν που ονειρευόταν τη θάλασσα. Μικρές γωνιές σε μικρά νησιά, κάτω από ένα αρμυρίκι. Να κάθεται σε μια πέτρα και να ρεμβάζει. Να μη σκέφτεται τίποτα ή να ονειρεύεται αυτά για τα οποία «υπάρχει ακόμα χρόνος». Χωρίς να μετανιώνει για τα λάθη, χωρίς να επικρίνει τις αποφάσεις, που όταν τις πήρε ήταν ό,τι πιο σωστό μπορούσε να σκεφτεί.

 

Και μετά θα έκανε μια μεγάλη βουτιά, για να ξεπλύνει από πάνω της τη ζέστη, την άμμο, τις σκέψεις και τους φόβους που καμιά φορά κρύβονται πίσω από αυτές. Και θα άνοιγε τα μάτια μέσα στο νερό για να δει τις αντανακλάσεις του φωτός στον αλμυρό υδάτινο κόσμο, τους παράξενους ιριδισμούς και τα χρώματα που θόλωναν και ξεκαθάριζαν, μπλέκονταν και διαχωρίζονταν.

 

Οταν θα έβγαινε στην επιφάνεια, θα έπαιρνε μια μεγάλη ανάσα, θα τίναζε το κεφάλι αριστερά και δεξιά και αναγεννημένη στο νερό, το αλάτι και το φως θα ήταν έτοιμη για την επόμενη μέρα.

 

Τις μέρες της δυσχέρειας αυτή ήταν η δύναμή της. Η μνήμη της θάλασσας. Η θολή εικόνα των αντανακλάσεων του φωτός και τα υποθαλάσσια χρώματα, τα γαλανά, τα πράσινα με τις κίτρινες ή πορφυρές φλέβες και οι φούσκες του αέρα που ανέβαιναν στην επιφάνεια.

 

Κι αν ο καιρός ήταν κρύος, τότε στα οράματά της το θαλασσινό νερό ήταν χάδι ζεστό. Και μια διαβεβαίωση ότι όλα μπορούν να πάνε καλά.

 

*«Ιστορίες από έναν τόπο κι έναν χρόνο μακρινό», Λευκάδιος Χερν, εκδόσεις ΑΙΩΡΑ

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *