Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας
έχει αποδεχτεί αυτή την ανήθικη σχέση ως φυσιολογική.
Σε όλο τον δυτικό κόσμο αυτή η σχέση (δημοσιογράφων με πολιτικούς και κόμματα) θεωρείται ανάρμοστη ‒ και είναι.
γράφει ο Γιάννης Παντελάκης
ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (Γ. Αυτιάς) σε
κάποιο τηλεοπτικό στούντιο χαριεντίζεται δημόσια μ’ έναν υπουργό και όταν ο
τελευταίος ανακοινώνει αποφάσεις που θα πάρει το υπουργείο του για να βελτιώσει
τη ζωή μας, όπως λέει, ο δημοσιογράφος δείχνει ενθουσιασμένος και παρατηρεί με
ιδιαίτερη έμφαση «αυτό που λέτε είναι πολύ σημαντικό, υπουργέ μου, για πείτε το
πάλι, πείτε το πάλι».
Και ο υπουργός το λέει πάλι.
Κάποιος άλλος δημοσιογράφος (Ά.
Πορτοσάλτε), με φανερή ικανοποίηση, από ένα μπαλκόνι προλογίζει προεκλογική
συγκέντρωση υπουργού και υμνεί δημόσια τον πρωθυπουργό που στήριξε, όπως λέει,
στις προηγούμενες εκλογές, ενώ παράλληλα εκφράζει την ευχή και ελπίδα ο
Κυριάκος Μητσοτάκης να κερδίσει και πάλι τις επόμενες εκλογές και να πάρει
αυτοδυναμία. Το κοινό τον χειροκροτεί θερμά.
Στις τηλεοπτικές εκπομπές οι
οικοδεσπότες δεν καλούν στελέχη κομμάτων, που άλλωστε λένε συνήθως βαρετές
κουβέντες. Τους υποκαθιστούν με δημοσιογράφους και γνωρίζοντας τον κομματικό
χώρο με τον οποίο έχουν ταυτιστεί, τους φιλοξενούν αναλογικά.
Είναι δύο μόνο εικόνες που
εισέπραξε μεγάλο μέρος της κοινωνίας κάποια από τις προηγούμενες ημέρες και
αφορούν το είδος της δημοσιογραφίας που ασκείται από πολλούς στις μέρες μας.
Υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα ακόμα, συμβαίνουν σχεδόν κάθε μέρα και
αναδεικνύουν τον απόλυτο συγχρωτισμό πολιτικών με (κάποιους) δημοσιογράφους.
Έτσι πρέπει να συμβαίνει ;
Σε καμία δημοκρατία δυτικού τύπου
δεν λειτουργεί το σύστημα με αυτόν τον τρόπο ή, τουλάχιστον, με τον απόλυτα
ξεχειλωμένο τρόπο που ισχύει στη δική μας χώρα. Χωρίς ενδοιασμούς, αρκετοί
δημοσιογράφοι, παρότι παραμένουν στο επάγγελμα, λειτουργούν παράλληλα ως
εκπρόσωποι κομμάτων ‒ όλων των κομμάτων.
Συχνά στις τηλεοπτικές εκπομπές
οι οικοδεσπότες δεν καλούν στελέχη κομμάτων, που άλλωστε λένε συνήθως βαρετές
κουβέντες. Τους υποκαθιστούν με δημοσιογράφους και γνωρίζοντας τον κομματικό
χώρο με τον οποίο έχουν ταυτιστεί, τους φιλοξενούν αναλογικά. Ο ένας διάκειται
φιλικά (sic) στο ένα κόμμα, ο δεύτερος στο άλλο κ.ο.κ.
Οι δημοσιογράφοι συνήθως λένε πιο
ελκυστικές ατάκες από τους πολιτικούς, γνωρίζουν πώς ακριβώς παίζεται το
παιχνίδι της τηλεοπτικής ενημέρωσης, όταν οι κάμερες είναι ανοιχτές, κάνουν
εικονικές αψιμαχίες και υψώνουν τους τόνους μεταξύ τους, ουσιαστικά παίζοντας
ρόλους, και όταν τα φώτα σβήσουν επανέρχονται στη δική τους κανονικότητα.
Σε όλο τον δυτικό κόσμο αυτή η
σχέση (δημοσιογράφων με πολιτικούς και κόμματα) θεωρείται ανάρμοστη ‒ και είναι. Δεν νοείται τέτοιος συγχρωτισμός χωρίς να απουσιάζει η έννοια του οφέλους και από τις δυο πλευρές. Ένα μικρό
ή μεγάλο σκάνδαλο του πολιτικού που θα υποπέσει στην αντίληψη του δημοσιογράφου
εύκολα θα πνιγεί αν το προηγούμενο βράδυ έπιναν ποτά σε κάποιο μπαρ της πόλης ή
ο ένας έχει βαφτίσει το παιδί του άλλου.
Όταν χρειαστεί, ο υπουργός δεν θα
ξεχάσει τον φίλο του δημοσιογράφο, πάντα θα υπάρχει μια κενή θέση για να την
καλύψει με αυτόν στο υπουργείο του. Όλοι οι κώδικες δημοσιογραφικής
δεοντολογίας περιγράφουν αυτή την ανάρμοστη σχέση ως μη ανεκτή.
Στις ΗΠΑ δεν νοείται
δημοσιογράφος να είναι παράλληλα μέλος κόμματος, σε πολλές άλλες χώρες της
Ευρώπης ισχύει το ίδιο. Στη δική μας απλώς λειτουργούν ως εκπρόσωποί τους. Και
συχνά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνουν με τον πιο χαρακτηριστικό
τρόπο τις καχυποψίες που διατηρούσαν πολλοί γι’ αυτούς όταν ασκούσαν
δημοσιογραφία. Εντάσσονται χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς σε λίστες κομμάτων και
διεκδικούν την ψήφο μας ή παίρνουν κάποιες κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις.
Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας
έχει αποδεχτεί αυτή την ανήθικη σχέση ως φυσιολογική, ως κάτι που επειδή
συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, έτσι πρέπει να είναι. Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο
όχι για την έτσι κι αλλιώς χαμένη τιμή του επαγγέλματος αλλά για την ίδια τη
δημοκρατία. Ακούγεται στομφώδες, αλλά δεν είναι.
Η παραποίηση, απόκρυψη και
διαστρέβλωση πληροφοριών που αφορούν το δημόσιο συμφέρον έχει ή μπορεί να έχει
μεγάλο κόστος για τη δημοκρατία. Ο κακώς ενημερωμένος πολίτης θα οδηγηθεί στις
κάλπες με εσφαλμένες, παραποιημένες ή ελλιπείς πληροφορίες. Οι επιλογές του,
όχι μόνο την ώρα της ψηφοφορίας αλλά και στην καθημερινότητά του θα έχουν
επηρεαστεί από τις πληροφορίες που αποδέχεται καθημερινά ως πραγματικές.
Ο ιστορικός διευθυντής της «Monde
Diplomatique», Ιγνάσιο Ραμονέ, έχει διατυπώσει την άποψη ότι στους καιρούς μας
παρέχεται «μολυσμένη ενημέρωση»*. Αυτού του είδους η ενημέρωση είναι αυτή που
παρέχεται και στους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι ωστόσο φαίνεται σε μεγάλο βαθμό
να έχουν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει με τον χώρο της ενημέρωσης. Αυτό
τουλάχιστον δείχνουν όλες οι έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα
πολλά τελευταία χρόνια. Δεν εμπιστεύονται τα μέσα ενημέρωσης, τα θεωρούν
αναξιόπιστα, διατηρούν έντονες αμφιβολίες για τις προθέσεις τους.
*Ιγνάσιο Ραμονέ, Η έκρηξη της
δημοσιογραφίας, εκδόσεις του εικοστού πρώτου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη
LIFO.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου