Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Απλώς, χειμώνας

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

  

Ο χειμώνας που όλοι περίμεναν και όλοι ξόρκιζαν, είχε έρθει τελικά. Ενα πρωινό Δευτέρας ξύπνησε με πολλή ησυχία και πολύ φως να μπαίνει από τις γρίλιες, παρόλο που ήταν ακόμη εξίμισι το πρωί. Είχε χιονίσει. Ολα είχαν σκεπαστεί από το γαλήνιο λευκό, που έκρυβε τις ασχήμιες και ομόρφαινε τα πάντα.

 

Το είχε αισθανθεί ότι ερχόταν. Και δεν ήταν οι προειδοποιήσεις από τα δελτία καιρού, τρεις μέρες τώρα, και τα μέτρα των Αρχών, που για μια φορά ακόμη επέμεναν κυρίως στην τιμωρία και ξεχνούσαν την πρόληψη. Εκανε κρύο. Περισσότερο από τα άλλα πρωινά. Το ένιωθε στη μύτη της, που είχε παγώσει και στην αναπνοή της που είχε δυσκολέψει – εκείνες οι παλιές βρογχίτιδες είχαν αφήσει τα ενθύμιά τους. Με λίγη κούραση παραπάνω, με έναν καύσωνα, με κρύο, ή μια μεγάλη στενοχώρια, ήθελε βοήθεια για να αναπνεύσει. Μόνο στη χαρά δεν καταλάβαινε τίποτα – ούτε κούραση, ούτε πόνο, ούτε δυσκολία.

 

Σηκώθηκε ξυπόλυτη και θαρραλέα και πήγε στο παράθυρο. Ολα λευκά, όλα φωτεινά. Στο μπαλκόνι το στρωμένο χιόνι έφτανε έως την μπαλκονόπορτα και είχε σκεπάσει τα φυτά. Αναρωτήθηκε αν είχε κάνει καλά που δεν τα είχε ποτίσει δυο-τρεις μέρες. Είχε αρχίσει να φυσάει και ο ουρανός λίγο λίγο βάραινε πάλι. Θα χιόνιζε ξανά. Ο γάτος την κυνηγούσε μέσα στο σπίτι πεινασμένος.

 

Τον χάιδεψε στην πλάτη και τον τάισε. Ντύθηκε καλά, έπλυνε το πρόσωπό της και έφτιαξε καφέ, μια μεγάλη αχνιστή κούπα, έβαλε και φρυγανιές με μέλι και πήγε στο σαλόνι. Ανοιξε τα παντζούρια τόσο όσο να μπαίνει το φως. Αμφιταλαντευόταν. «Να ανοίξω την τηλεόραση; Ή μήπως καλύτερα όχι;»

 

Σκεφτόταν τις εικόνες χάους στους δρόμους, τα ρεπορτάζ για τους ελέγχους της Τροχαίας, τις άγονες αντιπαραθέσεις και τους πολιτικούς κομπασμούς ότι, να, αυτήν τη φορά τα καταφέραμε, και το μετάνιωνε. Τότε ήρθε εκείνο το προειδοποιητικό μήνυμα στο τηλέφωνό της που με λίγα λόγια της έλεγε: «Μην πας πουθενά. Κάτσε σπίτι σου. Αν βγεις έξω, σε περιμένει συμφορά». «Πάλι καλά», σκέφτηκε, «γλίτωσα την τρομάρα που θα έπαιρνα αν κοιμόμουν».

 

Επειτα από δυο γουλιές καφέ, άνοιξε την τηλεόραση. Και δεν την ξανάκλεισε πια. Το σοκ ήταν μεγάλο και την ακολούθησε για ώρες. Η καταστροφή που όλοι περίμεναν δεν ήταν τελικά ο χιονιάς, ούτε ο φόβος μην αποκλειστούμε ή μήπως χάσουν δυο μέρες μάθημα τα παιδιά ή δεν δουλέψουν τα καταστήματα.

 

Ηταν ο σεισμός στη γειτονιά μας και το δράμα των ανθρώπων. Ηταν ο όλεθρος που έφερε ο Εγκέλαδος σε δύο χώρες, με θύματα όπως πάντα αθώους και ως επί το πλείστον φτωχούς ή ήδη κατατρεγμένους και ταλαιπωρημένους από τον πόλεμο και την προσφυγιά ανθρώπους.

 

Πόσος πόνος; Πόση δυστυχία; Πόσες χαμένες άδικα ζωές; Και ποιος ο τρόπος να ανακουφίσεις αυτούς τους ανθρώπους που από τύχη επέζησαν, έχοντας χάσει τα πάντα; Σπίτι, οικογένεια, δουλειά. Εικοσιτετράωρα μετά, με τους αριθμούς της τραγωδίας να έχουν γίνει φρικώδεις και τις εικόνες που γέμισαν τα μάτια όλων να μην μπορούν να ξεχαστούν, ο δικός της εγκλεισμός στο σπίτι λόγω κακοκαιρίας της φαινόταν αμελητέος. Κι ας της έλειψαν κάποια πράγματα, κι ας αναγκάστηκε να δουλέψει σε μια άβολη καρέκλα, κι ας κινδύνεψε να πέσει στο μπαλκόνι γλιστρώντας στον πάγο. Ολα αυτά ήταν τόσο ασήμαντα!

 

Το χιόνι έξω από την πόρτα της ακόμη δεν είχε λιώσει. Αλλά μπορούσε να βγει έξω, να πάει μια βόλτα, στη δουλειά, στην αγορά, να συνεχίσει τη ζωή της. Αναρωτιόταν για πόσο καιρό ακόμα η μεγάλη καταστροφή στην Τουρκία και τη Συρία θα απασχολούσε, όχι τα μέσα ενημέρωσης, αλλά αυτούς που έπρεπε να απασχολήσει, για να βοηθηθούν οι άνθρωποι που επλήγησαν, αλλά και για να προληφθούν ανάλογες καταστροφές. Ή μήπως όλα γρήγορα θα ξεχαστούν και πια για τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι απλώς χειμώνας και ο όλεθρος ακόμη μια προσθήκη στις στατιστικές; Δεν ήταν αισιόδοξη ούτε αυτήν τη φορά.  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *