Περπατώ προς το «Ντορέ», νύχτα
Τετάρτης. Βιάζομαι να φτάσω στην «Πριγκηπέσσα». Μυρίζει παντού άνοιξη. Στην
Τσιμισκή, με προσπερνούν παρέες φοιτητών, συζητούν για τα Τέμπη και για το «πού
πάμε, ρε φίλε».
Χαμογελώ, κάτω από τα λιθόστρωτα
της Θεσσαλονίκης -για να θυμηθώ και το σύνθημα του Μάη του ’68- σίγουρα θα
υπάρχει παραλία. Ο κόλπος του Θερμαϊκού έχει μέσα του πολλούς αγώνες, πολλή
ιστορία. Προσπαθούσα να βρω περπατώντας κάποια παλιά στέκια των ποιητών και των
λογοτεχνών της πόλης. Κάποια έκλεισαν, άλλα άλλαξαν όνομα και… περιεχόμενο.
Λογικό, πολύ λογικό, λέω στον
εαυτό μου, οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι πόλεις, φεύγουν και
οι άνθρωποι που τις υπερασπίζονται. Η Θεσσαλονίκη δεν θυμίζει πια την πόλη του
Ιωάννου. Χαμένη κι εγώ σε μια πόλη που μοιάζει με την πατρίδα μου, αλλά δεν την
έζησα για να τη δω να αλλάζει, την παρατηρώ όπως κι εκείνος όταν έγραφε
«Χαμένος μες στους δρόμους, μες στα σινεμά, δεν είμαι πια ο νεαρός που δεν
καταλαβαίνει».
Ανοίγω με την πόρτα της
Πριγκηπέσσας. Είναι η βραδιά του «Μπέμπη», ο συγγραφέας του, Θωμάς Κοροβίνης,
στο πάλκο με τον Δημήτρη Μυστακίδη, την Εύη Κουτρουμπάκη, τον Κώστα Μπαρμπάτση
και τον Δημήτρη Σφίγγο μιλούν για το βιβλίο. Κόσμος πολύς, μοιάζει σαν να είναι
όλοι μια παρέα. Ανασαίνω. Εδώ μέσα ζει κάτι από το πνεύμα της παλιάς πόλης. Δεν
είναι κάτι παλιό ή γραφικό. Είναι η Σαλονίκη που αντιστέκεται στην αλλοτρίωση,
που αρνείται να υποταχθεί στις «μπρασερί», στα γκουρμέ σαντουιτσάδικα, στα
αποστειρωμένα μπαρ, στα θορυβώδη ορθάδικα που προσπέρασα για να φτάσω.
Ηταν μια παρουσίαση βιβλίου που
έμοιαζε σαν λαϊκή μυσταγωγία. Κάπου, σε κάποιο σύμπαν, ο «μπέμπης», ο
βιρτουόζος του μπουζουκιού Δημήτρης Στεργίου, θα χαμογελούσε ευχαριστημένος για
αυτή τη γιορτή και για τα πολύτιμα λόγια του Θωμά που έφτιαξαν την ιστορία του.
Στον δρόμο της επιστροφής για το
ξενοδοχείο, στην καρδιά των Λαδάδικων, σκεφτόμουν πώς άραγε να μοιάζει η
βαρυσήμαντη αυτή πόλη στα επόμενα τριάντα χρόνια. Θα έχει μείνει μόνο ο Λευκός
Πύργος, σκέφτομαι.
Σταματώ στην καινούργια αγορά του
Μοδιάνο. Κοιτώ με απελπισία τη λουστρινάτη στοά με τις μπουτίκ κρεάτων, τις
κυριλέ κάβες, τα άοσμα εστιατόρια. Νιώθω σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Σαν
να άνοιξε μια τρύπα και κατάπιε ένα κομμάτι ιστορίας της πόλης. Σκέφτομαι τον
Ελί Μοδιάνο, που την ονειρεύτηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στην περιοχή των
Εβραίων, και αδυνατώ να καταλάβω αυτή την ισοπέδωση που έχει συμβεί τώρα.
Καταφεύγω με την καρδιά σφιγμένη
απέναντι, στο Καπάνι. Υπάρχει ακόμη. Στο «Μοντιλιάνι» παραγγέλνω ένα κρασί και
κάθομαι σ’ ένα τραπεζάκι στο λιθόστρωτο. Σκάβω με το πόδι την παλιά πέτρα,
αραγε να υπάρχει ακόμα εκεί από κάτω κάτι από την παραλία που αναζητούν οι
ωραίοι τρελοί και οι ακάματοι ονειροπόλοι αυτού του κόσμου που βρήκαν κάποτε
παρηγοριά σ’ αυτή την ιστορική πόλη;
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου