Η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη υποστεί
πολύ μεγάλη φθορά αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να επωφελείται δημοσκοπικά.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι γι' αυτό.
γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Σύμφωνα με όλα τα εργαλεία που
διαθέτουμε, αλλά και με την κοινή πεποίθηση, στις επικείμενες εκλογές η ΝΔ του
Κυριάκου Μητσοτάκη θα υποστεί μεγάλη ζημιά. Είναι το μόνο βέβαιο. Πέντε έως
δέκα μονάδες κάτω από το ποσοστό του 2019 (39,85%). Στην πρώτη περίπτωση (μείον
πέντε) θα μιλάμε για ήττα, στη δεύτερη (μείον δέκα) για συντριβή.
Ας κάνουμε τώρα μια αναδρομή στις
εκλογές της Μεταπολίτευσης. Σε όλες είχαμε μια φυσική εξέλιξη: όταν το κυβερνών
κόμμα έχανε, κέρδιζε το μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης. Έτσι εναλλάσσονταν
στην εξουσία η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Και μετά το 2015 η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το
γνωρίζαμε εκ των προτέρων: θα έχανε ο ένας, θα κέρδιζε ο άλλος. Ήταν «κανόνας».
Τι κυκλοφορεί σήμερα ως πιθανό
ενδεχόμενο; Τα ποσοστά της ΝΔ να υποστούν καθίζηση, αλλά από αυτήν να μην
επωφεληθεί ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Προσωπικά πιστεύω ότι θα ισχύσει ο «κανόνας» που
προανέφερα. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ τι κάνει ή τι μπορεί να κάνει για να μην ανατραπεί
αυτός ο «κανόνας»;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το
ερώτημα, πρέπει να αναζητήσουμε τις πιθανές αιτίες για τη(διαφαινόμενη ή
εικαζόμενη, μέχρι να γίνουν οι εκλογές) αδυναμία του να εκμεταλλευθεί τη φθορά
της κυβέρνησης. Η οποία δεν είναι καθόλου μικρή. Απανωτά γεγονότα (πρώτα στο
σκάνδαλο των υποκλοπών και ώρα η τραγωδία των Τεμπών) αποσυντόνισαν το Μέγαρο
Μαξίμου και σκόρπισαν φόβο για την επόμενη μέρα. Οι βεβαιότητες για εκλογικό
περίπατο εξαφανίστηκαν, ουδείς γνωρίζει αν η επόμενη κυβέρνηση θα περιλαμβάνει
οπωσδήποτε τη ΝΔ ως κόμμα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως πρωθυπουργό. Ο φόβος
αυτός αναδείχτηκε και στην τελευταία συνέντευξή του.
Όλα αυτά αποτελούν μεγάλη
ευκαιρία για την αντιπολίτευση και ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, το δεύτερο κόμμα
εξουσίας που υπάρχει σήμερα. Κατά τη λαϊκή ρήση, με όλα όσα γίνονται τους
τελευταίους μήνες, «γεννάνε και τα κοκόρια του Τσίπρα». Τι συμβαίνει όμως και
στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν «να μαζέψουν τα αβγά;». Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει «ρεύμα»
ή «αέρα» νίκης; Γιατί δεν συμβαίνει αυτό που συνέβαινε σε όλες τις
(προ)εκλογικές περιόδους από τη Μεταπολίτευση μέχρι και τις εκλογές του 2019,
όταν το κόμμα της αντιπολίτευσης εισέπραττε τη φθορά του κυβερνώντος και
εμφάνιζε σχετική ή μεγάλη βεβαιότητα ότι αυτό θα ήταν η επόμενη κυβέρνηση;
Η προφανέστερη απάντηση είναι ότι
ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε και μάλιστα πρόσφατα. Και από τη δική του περίοδο
διακυβέρνησης υπερισχύουν ακόμα τα αρνητικά, τα οποία δεν τον αφήνουν ακόμη να
καρπωθεί πλήρως την κυβερνητική φθορά και να επανέλθει σε τροχιά εξουσίας. Αυτή
είναι η πιο λογική και προφανής εξήγηση. Όμως, ας προσέξουμε και κάτι άλλο.
Για να έχει σημαντικές ελπίδες
ένα κόμμα της αντιπολίτευσης να ξαναγίνει κυβέρνηση, πρέπει να καταφέρει να
αποσπάσει ψηφοφόρους απευθείας από το κυβερνών κόμμα. Έτσι γινόταν μέχρι τώρα
σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έφθαναν στην εξουσία, αποσπώντας
το ένα από το άλλο κόμμα ένα κρίσιμο ποσοστό. Το ίδιο έγινε και το 2015, όταν ο
ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβερνητικό κόμμα: απέσπασε μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων και από τα δύο
άλλα κόμματα, μεγαλύτερο από το ΠΑΣΟΚ και μικρότερο από τη ΝΔ.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, για να συνεχίσει
αυτήν την «παράδοση», πρέπει να καταφέρει να αποσπάσει ψηφοφόρους από τη
δεξαμενή του σχεδόν 40% που είχε η ΝΔ στις εκλογές του 2019. Κυρίως καλείται να
απευθυνθεί στο κομμάτι εκείνο των «κεντρώων», «κεντρογενών» ή όπως αλλιώς
αποκαλούνται, οι οποίοι έδωσαν τη νίκη και, κυρίως, την αυτοδυναμία στη ΝΔ του
Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η κατηγορία αυτή των ψηφοφόρων
μπορεί να είναι μικρή αριθμητικά, αλλά απολύτως κρίσιμη για την έκβαση της
εκλογικής αναμέτρησης. Οι ψηφοφόροι αυτοί έχουν απογοητευθεί σήμερα από τη
διακυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μετακινηθούν στον
ΣΥΡΙΖΑ και θα αλλάξουν έτσι άρδην τους εκλογικούς συσχετισμούς.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι,
πέραν της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 20145-2019, παίζουν
ρόλο και άλλα θέματα, συνεργασιών, συμπεριφορών, προσώπων κ.α.
Για να το πούμε σχηματικά, η
περίοδος 2015-2019 στιγματίστηκε από τον εναγκαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ
του Πάνου Καμένου, για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας και οι λοιποί της ηγεσίας του
ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν κάνει ευθεία αυτοκριτική, αλλά καταφεύγουν μόνο σε
δικαιολογίες. Σήμερα ένα παρόμοιο φαινόμενο ταλανίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, η υπόθεση
Πολάκη. Τα δυσεξήγητα μπρος- πίσω (από την ανακοίνωση Τσίπρα για εξοστρακισμό
από τα ψηφοδέλτια και την απειλή της διαγραφής φτάσαμε στο συγχωροχάρτι και την
πανηγυρική επιστροφή) θολώνει το μήνυμα, που επιχειρούσε να εκπέμψει το
τελευταίο διάστημα η ηγεσία του.
Με την επιστροφή Πολάκη ασφαλώς
ενισχύεται η κομματική συσπείρωση. Αυτό, όμως, που δεν έδειξαν να καταλαβαίνουν
όλοι όσοι είπαν «ναι, ομόφωνα» στην επιστροφή Πολάκη, είναι ότι η κομματική
συσπείρωση μπορεί να μη φτάνει για να φέρει την εκλογική νίκη, όπως δεν έφτασε
και το 2019. Διότι αυτή η επιστροφή μπορεί να αποτρέψει τη μετακίνηση από τη ΝΔ
στον ΣΥΡΙΖΑ ενός, μικρού μεν αλλά κρίσιμου, ποσοστού ψηφοφόρων, που μπορεί να
κρίνει την πρωτιά το βράδυ των εκλογών.
Αν το βράδυ εκείνο η ΝΔ του
Κυριάκου Μητσοτάκη υποστεί μεν μεγάλη ήττα, ίσως και συντριβή, αλλά παρόλα αυτά
καταφέρει να μείνει πρώτο κόμμα, τότε πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ θα αναφωνήσουν: «Τι
έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».
Και τότε θα αρχίσουν να
ψιθυρίζουν από μέσα τους: «Καμένος», «Πολάκης», «ομόφωνα» κ.α. Μόνο που τότε θα
είναι αργά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να προσέχουν τα σημάδια και τις προειδοποιήσεις
παρά να ζουν μέσα σε αυτάρεσκες βεβαιότητες…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου