Ενα δυνατό «ωχ!» της ξέφυγε από
το στόμα και αμέσως κοίταξε το χέρι της που πονούσε. Πώς τα κατάφερε; Ενα
κάψιμο δύο εκατοστών στη μέσα πλευρά του χεριού της της έδωσε έναν πόνο που την
έκανε να δακρύσει.
Ετρεξε στο μπάνιο, άνοιξε το κρύο
νερό, έβαλε από κάτω το χέρι της και περίμενε να υποχωρήσει το κάψιμο. Μετά
πήρε από το ντουλάπι την κηραλοιφή και άπλωσε στο σημείο μια γενναία ποσότητα.
Ο πόνος κάπως είχε μαλακώσει, αλλά ένιωθε το δέρμα να τραβάει επιφανειακά.
Μικρή η ζημιά, σύντομα θα επουλωνόταν, θα έμενε ένα μικρό σημάδι που με τους
μήνες ή έστω με τα χρόνια θα έσβηνε.
Μόλις ηρέμησε, έτρεξε να σβήσει
το ηλεκτρικό σίδερο. Προσπαθούσε να καταλάβει πώς κάηκε. Συνειδητοποίησε ότι,
στη βιασύνη της να πάρει μια πετσέτα από τον μπόγο, είχε «αγκαλιάσει» το
σίδερο. Ετσι έγινε η ζημιά…
Κάθισε λίγο να συνέλθει. Μερικές
φορές, μικρές τέτοιες πληγές, ένα μικρό κάψιμο, ένα κόψιμο στην κουζίνα από
αφηρημάδα, μια γρατζουνιά του γάτου την ώρα του παιχνιδιού, την πονούσαν λίγο
παραπάνω από συνήθως. Αυτά τα ασήμαντα μικροατυχήματα του σπιτιού κάπως
μεγάλωναν, διογκώνονταν και μαζί τους διογκωνόταν και ο πόνος. Κι ας μην είχαν
μεγάλη σημασία, κι ας ήξερε ότι η πληγή θα έφευγε -θαύματα έκανε η κηραλοιφή
της γιαγιάς στην επούλωση-, κι ας ήταν κάτι συνηθισμένο.
Ετσι ήταν κι εκείνο το πρωί.
Εκείνη που έδειχνε τόση αντοχή στον φυσικό πόνο υπό άλλες συνθήκες, τώρα είχε
δακρύσει για ένα τόσο δα καψιματάκι… Πφφ.
Καμιά φορά, την ενοχλούσε αυτή η
συνθήκη υπερευαισθησίας. Δεν ήταν πια μικρό παιδί, δεν δικαιολογούνταν. Δεν θα
’πρεπε από ένα σημείο και μετά να αποευαισθητοποιείται ο άνθρωπος, το νευρικό
σύστημα να αντιδρά μόνο σε ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό;
Η ίδια φωνή που έκανε αυτές τις
ερωτήσεις, απάντησε: Δεν μπορεί η ευαισθησία -του δέρματος, του συναισθήματος,
του μυαλού, του οργανισμού- να είναι επιλεκτική. Δεν γίνεται να αντιδράς στον
έναν πόνο και στον άλλο όχι. Και ποιος μπορεί να κρίνει ποιος πόνος είναι ο πιο
σοβαρός; Αυτό δεν είναι κάτι υποκειμενικό;
Μπορεί κάποιος άλλος να σου πει
πότε πεινάς; Πότε διψάς; Πότε κρυώνεις και πότε ζεσταίνεσαι; Τι αγαπάς και τι
απεχθάνεσαι; Αυτό το ξέρεις εσύ. Και τι χρειάζεσαι ξέρεις.
Στις σκέψεις αυτές αισθάνθηκε ένα
βλέμμα να την τυλίγει. Ο γάτος, που είχε σηκωθεί από το μαξιλάρι του καναπέ,
την κοίταζε επίμονα. Σαν κάτι να ήθελε να πει. Δεν νιαούρισε, μόνο ρουθούνισε
λίγο.
Τότε κατάλαβε. Το σπίτι μύριζε
έντονα, ψωμί και λάδι;
Ετρεξε στην κουζίνα και άνοιξε
τον φούρνο. Ισα που πρόλαβε το ψωμί της πριν αρπάξει, μόνο το σουσάμι είχε κάπως
καψαλιστεί.
Το έβγαλε γρήγορα από τον φούρνο,
το γύρισε ανάποδα στη σχάρα και το σπίτι μύρισε σπίτι και ζεστασιά.
Αν δεν φοβόταν μην καεί -ήταν
πρόσφατη κι η περιπέτειά της με το ηλεκτρικό σίδερο-, αμέσως θα έκοβε με το
χέρι ένα κομμάτι. Εμεινε πάνω από το καρβελάκι και το μύριζε. Δέκα λεπτά
αργότερα, με το πριονωτό μαχαίρι έκοψε μια τραγανή γωνιά.
Ω, τι θαύμα ήταν αυτό! Αγαλλίαση
την πλημμύρισε. Αυτή της σπιτικής οικειότητας, της απλής απόλαυσης που δεν
χρειάζεται κανένα φτιασίδι: αλεύρι, αλάτι, μαγιά, νερό και λάδι. Η βάση της
ζωής.
Αισθάνθηκε ευλογημένη. Οχι γιατί
είχε συμβεί κάτι σπουδαίο. Αλλά γιατί με δυο μπουκιές ζεστό ψωμί -σκέτο, χωρίς
τυρί ή βούτυρο ή μέλι- μαλάκωσαν όλα μέσα της και έξω της. Και το κάψιμο δεν
φαινόταν να πονάει πια -όχι όσο πριν τουλάχιστον. Εμοιαζαν πολύ ωραία.
Σκεφτόταν ότι δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο εκείνη την ώρα.
Εδωσε λίγη ψίχα και στο γατί που
τριβόταν στα πόδια της και έβγαζε μικρές παραπονιάρικες φωνούλες, λες και
περίμενε κάτι πολύ γκουρμέ. Την καταβρόχθισε και έφυγε. Και όλοι στο σπίτι,
έτσι απλά, πήραν μια μυρωδιά ευτυχίας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου