γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Το τελευταίο διάστημα
παρακολουθούσε μετά μανίας αστυνομικές σειρές. Ισως γιατί, όπως έλεγε στο
περίπου σε μία από αυτές ο Ηρακλής Πουαρό, δεν υπάρχει μυστήριο πίσω από ένα
έγκλημα, μόνο η ανθρώπινη φύση που είναι ικανή για όλα. Κάπως έτσι με τα πάθη
των ανθρώπων, είτε ήταν η απληστία, είτε ο έρωτας, είτε ο φθόνος, είτε κάτι πιο
ταπεινό, όπως η φτώχεια και η δυστυχία, περνούσε τον ελάχιστο «ελεύθερο» καιρό
της. Και το προτιμούσε να κρύβεται για λίγο σε αυτά τα αυτοτελή δράματα,
μπροστά στο άλλο, το μεγαλύτερο δράμα από το οποίο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει.
Από τον πόνο τον αληθινό, έπειτα
από μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές που έζησε η γενιά της, την εξαχρείωση
των μονίμως ανευθυνοϋπεύθυνων, την αγωνία των ανθρώπων γύρω της για το μέλλον
και την απογοήτευσή τους -και τη δική της- γιατί δεν μπορούσε να δει φως στην
άκρη του τούνελ.
Μόνο κάτι κομμένες κεφαλές στα
δελτία ειδήσεων και στις πολιτικές εκπομπές που προσπαθούσαν να πείσουν ότι
αυτό που όλοι έβλεπαν δεν ήταν αυτό, αλλά κάτι άλλο, απλώς ήταν ανόητοι και δεν
καταλάβαιναν καλά. Κι έτσι να τους κοιμίσουν ή να τους αποκοιμίσουν για λίγο,
μήπως ξεχάσουν την οργή τους, μήπως μπερδευτούν και δεν μιλήσουν, και δεν
ουρλιάξουν. Και φοβόταν, φοβόταν πολύ, όταν η ελπίδα που την πλημμύριζε από τα
πλήθη των ανθρώπων που βγήκαν στους δρόμους για πρώτη φορά τόσοι πολλοί, για
πρώτη φορά ίσως τόσο ενωμένοι, μην αποδειχτεί φρούδα, μην είναι μόνο μια
προσωρινή εκτόνωση χωρίς αντίκρισμα στο μέλλον.
Ετσι χάριζε στον εαυτό της λίγες
στιγμές λησμονιάς μέσα σε ιστορίες της φαντασίας -που ίσως να έμοιαζαν με
άλλες, αληθινές, ή να είχαν εμπνευστεί από κάποιες από αυτές. Πόσες φορές
άλλωστε δεν έχει ακουστεί ότι η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη ή ότι
καμιά φορά η πραγματικότητα ξεπερνά ακόμη και την πιο καλπάζουσα φαντασία;
Σε μια ιστορία, που εκτυλισσόταν
σε μια γραφική πόλη του ευρωπαϊκού Νότου, ο καλλιεργημένος, ικανός αλλά ψυχρός
σαν τον πάγο αστυνομικός επιθεωρητής έφτανε στον ένοχο ενός εγκλήματος γιατί
είχε ένα χάρισμα, μαζί και κατάρα: έβλεπε τα φαντάσματα των δολοφονημένων και
άκουγε τα τελευταία λόγια τους, λόγια που ήταν το πρώτο και πολλές φορές το
κύριο στοιχείο που οδηγούσε στον εντοπισμό του δράστη.
Οι ιστορίες αυτές, ή άλλες σε
άλλες σειρές, θα μπορούσαν να είναι πολύ στενόχωρες, καμιά φορά και φοβιστικές,
αλλά όταν τελείωναν, ακόμη και αν η αποκάλυψη του δράματος ήταν συγκλονιστική,
όπως μια γυναίκα που σκοτώνει το ίδιο της το παιδί, ένιωθε μετά μια ηρεμία.
Οπως τα τρομακτικά παραμύθια που διαβάζουν τα μικρά παιδιά: αυτά με τους κακούς
λύκους και τις μάγισσες, τους δράκους και τους άκαρδους ληστές, που πάντως, στο
τέλος, η εξέλιξη είναι καλή για τον ήρωα της ιστορίας. Κάπως δικαιώνεται πάντα.
Στις ιστορίες για τους μεγάλους η
δικαίωση -και η δικαιοσύνη- είναι κάτι πιο σύνθετο και μερικές φορές δεν
έρχεται, ακόμη και αν το έγκλημα διαλευκανθεί. Αν διαλευκανθεί. Και αν πας στην
πραγματική ζωή, τότε αυτή καμιά φορά δεν έρχεται ποτέ.
Γιατί στη μυθοπλασία, όπως και
στα παιδικά παραμύθια, όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, ο ήρωας παύει να υπάρχει
και μαζί παύουν οι πόνοι και οι χαρές του, το αίσθημα δικαίωσης ή η απογοήτευση
της αδικίας. Στην πραγματική ζωή τα γεγονότα και τα αισθήματα που αυτά γεννούν
δεν παύουν να υπάρχουν: αλλάζουν, υποχωρούν, φουντώνουν, εξελίσσονται. Οι
αδικίες και οι απώλειες, ακόμη κι αν υπάρξει μια αποζημίωση, όση κι αν είναι,
είναι φτηνή κι αυτή, ανεπαρκής. Πώς να σβήσει η μνήμη; Πώς να κάνει
επανεκκίνηση; Ακόμη και οι έξυπνες μηχανές δημιουργούν ένα αντίγραφο ασφαλείας,
κρατώντας και ό,τι θα ήθελε ο χρήστης τους να ξεχαστεί.
Αυτά σκεφτόταν βλέποντας τους
ανθρώπους που διαδήλωναν γύρω της ζητώντας δικαιοσύνη. Και συνέπασχε με τον
φόβο τους μήπως αυτή δεν έρθει.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου