Kι όμως, η δημοφιλία της Χριστουγεννιάτικης
Ιστορίας του Ντίκενς διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση των
Χριστουγέννων, στον τρόπο με τον οποίο γιορτάζονται και στην κυρίαρχη θέση που
απέκτησαν στη δυτική κουλτούρα. Όλα έλαβαν τη μορφή που ξέρουμε σήμερα στα τέλη
του 19ου αιώνα.
Τον Οκτώβριο του 1843, ο Βρετανός
συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς (1812 – 1870) αρχίζει να γράφει ένα από τα
διασημότερα και πιο αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών, το διήγημα
«Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (πρωτότυπος τίτλος «A Christmas Carol»).
Έγραψε το βιβλίο σε έξι
εβδομάδες, στα κενά από τη συγγραφή της λαϊκής νουβέλας «Η ζωή και οι
περιπέτειες του Martin
Chuzzrlewit», που
δημοσιευόταν σε συνέχειες και του προκαλούσε άγχος, καθώς μέχρι εκείνη τη
στιγμή δεν είχε τύχει ιδιαίτερης υποδοχής. Ήταν μια δύσκολη στιγμή στην καριέρα
του. Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία, ίσως ήταν πιο αποδοτική οικονομικά,
σκέφτηκε.
Ο βιογράφος του Ντίκενς, John Forster γράφει ότι από τη στιγμή που
συνέλαβε την ιστορία, απορρόφησε κάθε σκέψη του. Περπατούσε δεκαπέντε, ακόμη
και είκοσι μίλια μέσα στη νύχτα, στους «μαύρους δρόμους του Λονδίνου»,
σκεπτόμενος την εξέλιξη της και
«συνομιλώντας» με τους ήρωες του με τον ενθουσιασμό παιδιού. Μάλιστα, γιόρτασε
τα Χριστούγεννα εκείνα με εξαιρετική διάθεση -πήγε στο θέατρο, σε χορούς,
δείπνα, συνάντησε φίλους.
Όταν έδειξε όμως, τα χειρόγραφα
στους εκδότες του, εκείνοι αδυνατούσαν να καταλάβουν για ποιόν λόγο θα ήταν
ενδιαφέρουσα μια ιστορία για τα Χριστούγεννα, καθώς δεν ήταν ούτε δημοφιλή,
ούτε διαδεδομένα. Όμως, ο Ντίκενς είχε, εκτός των άλλων, δώσει σημασία σε μία
σημαντική «λεπτομέρεια»: Η βασίλισσα Βικτωρία είχε μόλις παντρευτεί τον Γερμανό
πρίγκιπα Αλβέρτο.
Τελικά, ο Ντίκενς έγραψε τέσσερα
βιβλία για τα Χριστούγεννα, αλλά κανένα δεν είχε την επιτυχία της Χριστουγεννιάτικης
ιστορίας, που έγινε best-seller σε χρόνο ρεκόρ.
Στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου
Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ο
Ντίκενς επισκεπτόταν τις χριστουγεννιάτικες αγορές στο East End και περιπλανιόταν στις φτωχογειτονιές,
κοιτάζοντας τις οικογένειες λίγες ώρες πριν από το δείπνο των Χριστουγέννων.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καταγραφή στο βιβλίο του είναι τόσο
λεπτομερής, οξυδερκής και βεβαίως, περίτεχνη: Πρόσωπα, δρόμοι, μπακάλικα,
φούρνοι με μυρωδάτες ζύμες, στοίβες με φρέσκα φρούτα, λάσπες, κρύο, και
χαμογελαστά παιδιά με κόκκινα μάγουλα και κομμάτια πουτίγκας. Εκτός των άλλων,
διέθετε και εξαιρετική μνήμη.
Οι φτωχογειτονιές τού ήταν
γνώριμες. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο Ντίκενς αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο
για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του και να βοηθήσει την οικογένειά του στην
αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες στην αποθήκη
βερνικιών παπουτσιών του Γουόρεν, στα Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό
σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος. Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα
κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών.
Ο Ντίκενς άρχισε να γράφει την
ιστορία του τις ημέρες που είχε δει το φως της δημοσιότητας κρατική έκθεση για
την παιδική εργασία. Η έκθεση, όπως γράφει το time.com είχε τη
μορφή συνεντεύξεων με ανηλίκους -τις συνεντεύξεις πήρε ένας δημοσιογράφος φίλος
του συγγραφέα- και περιέγραφε λεπτομερώς πώς 8χρονα παιδιά δούλευαν 16 ώρες την
ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, ράβοντας ρούχα ή σέρνοντας καροτσάκια με
κάρβουνα.
Με όχημα τη «χριστιανική αλήθεια»
Στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» ο
Ντίκενς δεν προσφέρει απλά μια ζωντανή απεικόνιση της χριστουγεννιάτικης
ατμόσφαιρας, αλλά γράφει με στόχο να κάνει την ιστορία του όχημα της
χριστιανικής αλήθειας.
Άλλωστε, το θέμα δεν είναι η
γιορτή, αλλά η στροφή στη συμπόνια και τη γενναιοδωρία: Η ηθική και
συναισθηματική μεταστροφή του παράξενου και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ μετά τη
νυχτερινή επίσκεψη που δέχεται από τον πεθαμένο συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ
και τα φαντάσματα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του Παρόντος και του
Μέλλοντος. Μετά από αυτό τα Χριστούγεννα λούζονται με το ουράνιο φως. Ο Ντίκενς
κατά έναν τρόπο «μεταποιεί» βιβλικές σκηνές και σύμβολα, βρίσκοντας τρόπο ακόμη
και για μία νέα «ανάγνωση» του βαπτίσματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η
νουβέλα του Ντίκενς είναι πρωτίστως μια ιστορία για τον χριστιανισμό και την απελευθέρωση
του ανθρώπου με τη συνδρομή της θείας χάρης.
Το Κίνημα της Οξφόρδης
Στην ουσία, αποτελεί μία σαφή
αναφορά στη θεολογική μετατόπιση του 19ου αιώνα από το άγχος της Εξιλέωσης στο
άγχος της Ενσωμάτωσης, που υπογράμμισε ο μυσταγωγικός χαρακτήρας του Κινήματος
της Οξφόρδης, μετατόπιση που εκφράστηκε με την ανάπτυξη πιο συμβολικών μορφών
λατρείας, την ανέγερση νεο-γοτθικών εκκλησιών και την επικράτηση των
Χριστουγέννων ως χριστιανικής γιορτής.
Η παλαιότερη, η αρχαιότερη
χριστιανική γιορτή ήταν το Πάσχα. Τα Χριστούγεννα άρχισαν να εορτάζονται τον 4ο
αιώνα, όταν το 380 μ.Χ. ο Θεοδόσιος καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη
θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όσον αφορά στην ημερομηνία -25 Δεκεμβρίου-
επιλέχθηκε ως «αντίπραξη» στην ειδωλολατρική γιορτή Natali Sol Invicti, για την ημέρα γέννησης του
ακατανίκητου Ήλιου (στις 25 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο,
τοποθετείται το χειμερινό ηλιοστάσιο).
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων
συνεχίστηκε (θεωρητικά) και κατά τη Μεταρρύθμιση, όπως συνέβη και με άλλες «holy days» (ιερές ημέρες), αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο,
καθώς η Καλβινιστική και Πουριτανική θεολογία θεωρούσαν ότι μοναδικός ρυθμιστής
ήταν οι Γραφές. Μόνο οι Γραφές όριζαν την κανονικότητα.
Στην πραγματικότητα, εξαιτίας της
Μεταρρύθμισης ο εορτασμός των Χριστουγέννων απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά
περιόδους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική. Όταν οι ακραίοι
Αγγλικανοί Προτεστάντες, γνωστοί κι ως Πουριτανοί, έφταναν τη δεκαετία του 1620
στις ΗΠΑ ήταν ήδη κατά των Χριστουγέννων. Αποκαλούσαν τη γιορτή «φαιδρή» και
την απαγόρευσαν έως και τον 18ο αιώνα.
Μέχρι που η αποκατάσταση του
Κάρολου Β’ σήμανε την αποκατάσταση του αγγλικανισμού και την αποκατάσταση των
Χριστουγέννων.
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα
όμως, ούτε καν οι λειτουργίες στις εκκλησίες ήταν ενιαίες.
Σύμφωνα με το historytoday.com τα Χριστούγεννα ήταν μια περίοδος γιορτινή,
αλλά τον 19ο αιώνα αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο Κίνημα της Οξφόρδης.
Το Κίνημα της Οξφόρδης είναι το
θρησκευτικό κίνημα που έλαβε χώρα στο εσωτερικό της Αγγλικανικής Εκκλησίας από
διανοούμενους και πάστορες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με σκοπό την
ανανέωση και διαφύλαξη των δογμάτων της Επισκοπιανής εκκλησίας. Βλέποντας
αφενός την αδιαφορία και την απομάκρυνση των λαϊκών από τους κόλπους της
Εκκλησίας αφετέρου την επέμβαση της πολιτείας στα εκκλησιαστικά θέματα καθώς
και την ροπή των κληρικών προς το κοσμικό πνεύμα, θεώρησαν ότι η Εκκλησία είχε
ανάγκη μιας εσωτερικής διαμόρφωσης.
Φάτνη, δέντρο και κάλαντα
Κάπου εκεί, στα τέλη του 19ου
αιώνα κάνει την εμφάνιση της και η «σκηνή της Γέννησης», που ως έθιμο ανάγεται
στην εποχή του Φραγκίσκου της Ασίζης (1182 – 1226) και αρχίζει να
χρησιμοποιείται η λέξη «φάτνη» που συμβολίζει τη γέννηση του Χριστού στη
Βηθλεέμ.
Η νέα προσθήκη στα αγγλικά
Χριστούγεννα ήταν γερμανικής προέλευσης και δεν ήταν άλλη από το
χριστουγεννιάτικο δέντρο, που έφερε ο Γερμανός πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της
βασίλισσας Βικτωρίας. Σε ένα λαϊκό μεσαιωνικό δράμα για τον Αδάμ και την Εύα το
κυριότερο στοιχείο τού σκηνικού ήταν ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, το οποίο
συμβόλιζε τον Κήπο τής Εδέμ.
Οι Γερμανοί έστηναν το δέντρο του
Παραδείσου στα σπίτια τους στις 24 Δεκεμβρίου, θρησκευτική γιορτή του Αδάμ και
της Εύας. Αρχικά κρεμούσαν επάνω του μπισκότα που συμβόλιζαν την όστια. Στην
διακόσμηση προσέθεταν συχνά και κεριά, τα οποία συμβόλιζαν τον Χριστό.
Ο Ντίκενς χρησιμοποιεί το δέντρο
για να ενώσει κάτω από τα κλαδιά του τις δυνατές εικόνες των Χριστουγέννων με
τα δώρα και τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας. Υπό το φως της χάρης «όλα τα
συνηθισμένα πράγματα γίνονται ασυνήθιστα και μαγεμένα» γράφει, εντάσσοντας την
εικόνα αυτή στο κεντρικό θέμα της ιστορίας του, τη μεταστροφή.
Όσο για τα φαντάσματα, δεν είναι
παρά μία υπενθύμιση της αγάπης που έτρεφε η βικτωριανή Αγγλία για το
παραφυσικό.
Επίσης, μέχρι τον 19ο αιώνα τα
Χριστούγεννα δεν είχαν κάλαντα, μόνον ύμνους. Τα κάλαντα ήταν αρχικά τραγούδια
χαράς που συνοδεύονταν από χορό. Η ίδια η λέξη προέρχεται από την ιταλική, carola (carols) που
σημαίνει «κυκλικός χορός».
Το 1844 ο William John Butler, έγραφε στους ενορίτες του στο Hertfordshire:«Εδώ οι άνθρωποι δεν νιώθουν τα
Χριστούγεννα. Παρατήρησα ότι φορούν τα ρούχα της δουλειάς τους και η προσέλευση
τους στην εκκλησία είναι μικρότερη από τις Κυριακές. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει
όχι μόνο εδώ, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Ο λαός έχει ξεχάσει τις μεγάλες
χριστιανικές γιορτές και μαζί τους τα σημαντικά γεγονότα που αυτές
σηματοδοτούν. Οι παπικοί τρόποι μπορεί να είναι πολύ κακοί, αλλά τουλάχιστον
δίνουν τις βάσεις της πίστης και της σωτηρίας».
Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του
Ντίκενς αντανακλούσε και την ίδια στιγμή, συνέβαλε στη αναβίωση των
Χριστουγέννων κατά τη βικτοριανή εποχή.
Ίσως για αυτό, ο Ντίκενς, ο
συγγραφέας των έργων «Η ιστορία δύο πόλεων» και «Όλιβερ Τουίστ», έμεινε στην
ιστορία ως ο άνθρωπος που επινόησε τα Χριστούγεννα.
tvxs