Νεαρές κοπέλες στο μετρό καλούσαν
τους επιβάτες να μην πληρώνουν εισιτήριο γιατί το σύστημα «στοχεύει στη
πειθάρχηση και τον πλήρη έλεγχο των επιβατών σε ένα ήδη αποστειρωμένο
περιβάλλον»; Τι είναι αυτό που ωθεί τους νέους σε θεωρίες από αφελείς έως
βλακώδεις;
γράφει ο Κοσμάς Βίδος
Στην έξοδο του σταθμού του τρένου
μερικές κοπέλες (μπορεί και να ήταν μαθήτριες) μοίραζαν στους περαστικούς κάτι
χαρτάκια: «Ο αποκλεισμός στο μετρό έχει ήδη ξεκινήσει. Οι μπάρες άρχισαν
σταδιακά να κλείνουν από τις 20 Νοεμβρίου του 2017 και να περιορίζουν την
πρόσβαση στα ΜΜΜ, που είναι κοινωνική ανάγκη. Ουσιαστικά, μέσα στο αστικό
περιβάλλον, είμαστε αναγκασμένοι να τα χρησιμοποιούμε για να πηγαίνουμε στη
δουλειά μας, τη σχολή μας, τη ψυχαγωγία μας. Τα ΜΜΜ είναι κοινό αγαθό και η
πρόσβαση σε αυτά πρέπει να είναι ελεύθερη για όλους. Η εξαναγκαστική χρήση του
ηλεκτρικού εισιτηρίου αποκλείει όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το
αγοράσουν».
Αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν
ένας νέος άνθρωπος να σκέφτεται τόσο στενόμυαλα και στρεβλά. Τι είναι αυτό που
τον σπρώχνει, αντί να κάνει όσα θα περίμενες να κάνει ένα παιδί της ηλικίας
του, να σπαταλάει το χρόνο του συμμετέχοντας σε «επαναστάσεις» που μοιάζουν
φάρσες.
Οι ίδιοι πιθανώς λόγοι που τον
σπρώχνουν να γεμίζει γκράφιτι τους δρόμους της πόλης νομίζοντας πως κάτι κάνει
ενώ το μοναδικό που κάνει είναι να βρωμίζει το περιβάλλον που ζει – το αστικό
περιβάλλον που μισεί χωρίς να έχει καταλάβει τι σημαίνει ο όρος. Που τον κάνουν
να αντιλαμβάνεται την αναρχία ως βανδαλισμό. Να ανάγει την απαξίωση των πάντων
σε ιδεολογία. Που τον σπρώχνουν να ενταχθεί σε γερασμένες πολιτικές νεολαίες, ή
σε εξίσου γερασμένες α-πολιτικές ομάδες που πλασάρουν την σύγχυση ως το
απαύγασμα της σύγχρονης σκέψης.
Σε πανελλαδική έρευνα που είχε
παρουσιάσει πέρυσι η «Καθημερινή» σχετικά με τους εν Ελλάδι νέους την εποχή της
κρίσης «η πολιτική απάθεια και η κοινωνική αλλοτρίωση των νέων εμφανίζονται
κυρίως ως μια στάση αδιαφορίας προ το πολιτικό γίγνεσθαι, τους πολιτικούς και
πολιτισμικούς θεσμούς και την κοινωνία των πολιτών». Ετσι, η Βουλή βρέθηκε να
συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό δυσφορίας καθώς το 86,3% των νέων δηλώνει
καθόλου ή λίγο ικανοποιημένο από τη λειτουργία της, με την πολιτική του κράτους
για το δημόσιο χρέος και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να ακολουθούν. Και σε
έρευνα που είχαν δημοσιεύσει «Τα Νέα», «το 92% των νέων στην Ελλάδα δεν
εμπιστεύονται την πολιτική». Εχουν γίνει και άλλες έρευνες, έχουν γραφτεί
πολλές αναλύσεις, το Διαδίκτυο είναι γεμάτο από άρθρα με θέματα όπως «Πόσο
άδειες είναι οι ψυχές των νέων σήμερα», «Οι νέοι της Ελλάδας τα βλέπουν όλα
μαύρα», «Οι Ελληνες νέοι οι πιο απογοητευμένοι στην Ευρώπη»…
Την απογοήτευση την καταλαβαίνω.
Στην Ελλάδα του 2018 πρέπει να έχεις πάρει πολλά χάπια αισιοδοξίας για να δεις
την καθημερινότητά σου χρωματισμένη και σε άλλες αποχρώσεις πέραν του γκρίζου.
Την παγίδευση όμως σε θεωρίες και ιδεολογίες αφελείς, ανεφάρμοστες,
μηδενιστικές, βλακώδεις και βλαπτικές; Αναζητώ εξήγηση και πάλι στην κρίση:
Γενιές σαν τη δική μου είχαν προοπτικές, είχαν δουλειές καλοπληρωμένες να τους
περιμένουν, μπορούσαν να απολαύσουν μια κάποια ευζωία, να έχουν όνειρα που
πολλοί τα πραγματοποίησαν. Αυτό λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας, μας
προστάτεψε σε μεγάλο βαθμό από την εκτροπή. Στο ανέλπιδο σήμερα, για αρκετά από
τα ζαλισμένα παιδιά που δεν μπορούν να ονειρεύονται η εκτροπή μοιάζει ως
μοναδικός δρόμος. Ακραίες και ανεφάρμοστες θεωρίες γίνονται το Ευαγγέλιό τους.
Ακόμα και από αντίδραση.
Κάπως έτσι, τα κορίτσια του
τρένου έδιναν το σήμα για «ελεύθερες μετακινήσεις για όλους και όλες» θεωρώντας
πως «στην πραγματικότητα ο οργανισμός είναι ήδη επικερδής καθώς χρηματοδοτείται
τόσο από τα κόμιστρα όσο και από τη φορολογία». Και καταγγέλλοντας πως το
σύστημα «στοχεύει στη πειθάρχηση και τον πλήρη έλεγχο των επιβατών σε ένα ήδη
αποστειρωμένο περιβάλλον».
Τρικυμία εν κρανίω! Ή φάση είναι,
θα περάσει; Ας ελπίσουμε το δεύτερο. Στο μεταξύ: «Οι διώξεις δεν μας πτοούν. Η
ανάγκη και η επιθυμία μας για ελεύθερη μετακίνηση είναι πιο δυνατές. Τώρα που ο
αποκλεισμός γίνεται πράξη είναι η ώρα να αντιδράσουμε και να σπάσουμε τους
φραγμούς του». Δεν ξέρεις αν πρέπει
να γελάσεις ή να κλάψεις.
protagon.gr