Είναι γνωστά τα ευφυολογήματα για
την επανόρθωση ενός λάθους με ένα άλλο μεγαλύτερο. Καθώς φαίνεται, αυτό είναι
που συνέβη μετά την αποκάλυψη ότι η Μαρία Σπυράκη είχε ιδιαίτερες συνομιλίες με
τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, ως απεσταλμένη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.
Η κυρία Σπυράκη παραδέχτηκε με
χτεσινές δηλώσεις της μία μόνο συνάντηση, τον Δεκέμβριο του 2017 στις
Βρυξέλλες. Μπορεί να μην ήταν πειστικός ο τρόπος που δικαιολόγησε τη συνάντηση
(«ήταν τυχαία, ολιγόλεπτη, δεν είχε επίσημο, ούτε μυστικό χαρακτήρα»), ενώ
απέφυγε να εξηγήσει και για ποιο λόγο δεν ανακοινώθηκε τότε, αλλά η ουσία είναι
άλλη.
Σύμφωνα με τις ίδιες δηλώσεις
της, η εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας ενημέρωσε ήδη τον Δεκέμβριο του 2017 τον
πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ ότι το κόμμα της δεν πρόκειται να ψηφίσει τη συμφωνία:
«Στο ερώτημά του τι θα κάνει η Νέα Δημοκρατία, ήταν ξεκάθαρη η απάντηση, ότι η
Νέα Δημοκρατία θα καταψηφίσει την πρόταση-συμφωνία. Του εξήγησα ότι σύμφωνα με
τα δημοσιεύματα, η Νέα Δημοκρατία εκτιμά ότι η πρόταση-συμφωνία αυτή δεν είναι
προς το συμφέρον των Ελλήνων. Θα ψηφίσουμε εναντίον του συμβιβασμού που προωθεί
ο κ. Τσίπρας. Μου είπε “λυπάμαι” και αποχωριστήκαμε» («Παραπολιτικά 90,1»).
Αλλά τον Δεκέμβριο του 2017 δεν
υπήρχε συμφωνία. Σε τι ακριβώς διαφωνούσε η Νέα Δημοκρατία; Την απάντηση θα τη
βρούμε στις δημόσιες τοποθετήσεις του προέδρου του κόμματος. Γιατί την ίδια
στιγμή που υποτίθεται ότι έλεγε αυτά στον Ζάεφ η κυρία Σπυράκη, ο Κυριάκος
Μητσοτάκης εμφανιζόταν υπέρμαχος της συμφωνίας και μάλιστα έριχνε στον Πάνο
Καμμένο τις ευθύνες για το ενδεχόμενο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων!
Ενδεικτικά αναφέρω τη συνέντευξη
που παραχώρησε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας στη Δήμητρα Κρουστάλλη («Βήμα
της Κυριακής», 23.12.2017). Η δημοσιογράφος τον ρώτησε αν θεωρεί ότι «ο Πάνος
Καμμένος τορπιλίζει τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, εκφράζοντας τη διαφωνία
του με τη χρήση του όρου Μακεδονία».
Κριτική στον Καμμένο
Η απάντηση Μητσοτάκη δεν άφηνε
καμιά αμφιβολία για το γεγονός ότι ο ίδιος επέκρινε τον κ. Καμμένο που δεν
ακολουθούσε την «εθνική γραμμή» του 2008:
«Την εθνική γραμμή για το
Σκοπιανό χάραξε η κυβέρνηση Καραμανλή στο Βουκουρέστι το 2008. Μια σύνθετη
ονομασία έναντι όλων -erga omnes όπως λέγεται- και επίλυση του ζητήματος του
ονόματος ως προϋπόθεση για την ένταξη της ΠΓΔΜ στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Θυμίζω ότι υπουργός αυτής της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν και ο κ. Καμμένος που
τότε δεν είχε εκφράσει καμία αντίρρηση».
Είναι ξεκάθαρο, δηλαδή, ότι την
ώρα που υποτίθεται πως η κυρία Σπυράκη μετέφερε μήνυμα απόρριψης της συμφωνίας
στον Ζάεφ, ο ίδιος ο Μητσοτάκης δημόσια εξαρτούσε την αποδοχή της από τη στάση
του Καμμένου.
Αυτή η τοποθέτηση ταιριάζει
ακριβώς με την περιγραφή που έκανε ο Ζάεφ στις συσκέψεις της ηγεσίας της ΠΓΔΜ:
«Τον Δεκέμβριο του 2017 είχε στείλει ο Μητσοτάκης την ευρωβουλευτή Μαρία
Σπυράκη στον πρωθυπουργό [σ.σ. τον Ζάεφ] για να τον ενημερώσει για τη θέση
τους. Η Νέα Δημοκρατία είναι έτοιμη να υποστηρίξει μια λύση, μόνο αν συνταχθεί
κι ο Καμμένος με αυτήν» (εφ. «Καθημερινή», ρεπορτάζ των Τ. Τέλλογλου, Ξ.
Κουναλάκη, Β. Νέδου).
Υπάρχει και κάτι χειρότερο. Ο κ.
Μητσοτάκης στην ίδια συνέντευξη θεωρούσε το ζήτημα απλώς ευκαιρία να ρίξει την
κυβέρνηση: «Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. έχει τελείως αλλοπρόσαλλη στάση και
σε αυτό το ζήτημα. Αν ο κ. Καμμένος δεν στηρίζει μια κεντρική κυβερνητική
επιλογή, τίθεται ξεκάθαρα ζήτημα δεδηλωμένης».
Αλλά και δύο βδομάδες αργότερα
(10.1.2018), στο Λιτόχωρο της Πιερίας, ο κ. Μητσοτάκης ξαναθύμισε τη γραμμή
Καραμανλή του 2008 και εξήγησε: «Οταν αναδείξαμε την εθνική μας γραμμή
προσδιορίσαμε τα όρια αποδοχής της λύσης την οποία μπορούμε να δεχθούμε. Και η
ίδια εθνική γραμμή ισχύει στο ακέραιο και σήμερα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο
ζήτημα της ονομασίας. Αναφέρομαι στο ζήτημα των χρήσεων της ονομασίας, αυτό το
οποίο αποκαλούμε erga omnes. Και αναφέρομαι φυσικά και στα ζητήματα του
αλυτρωτισμού και των απαράδεκτων διεκδικήσεων των γειτόνων, που προσβάλλουν την
εθνική υπερηφάνεια, όχι μόνο των Μακεδόνων, αλλά όλων των Ελλήνων. Και αυτά
πρέπει να σταματήσουν αν θέλουμε πραγματικά να βρούμε μια αμοιβαία αποδεκτή
λύση».
Η γραμμή του 2008
Την ίδια θετική διάθεση επέδειξε
ο κ. Μητσοτάκης και στις 15.1.2018 στη Βουλή: «Η Νέα Δημοκρατία ήταν, είναι και
θα παραμένει μια υπεύθυνη και πατριωτική παράταξη. Και για το ζήτημα των
Σκοπίων θέλω, για άλλη μία φορά, να είμαι τελείως ξεκάθαρος: Η χώρα έχει εθνική
γραμμή, όπως αυτή χαράχθηκε το 2008 στο Βουκουρέστι από την κυβέρνηση
Καραμανλή. Θέλω να θυμίσω ότι τότε, απέναντι σε πολλές πιέσεις, υπερασπιστήκαμε
τα εθνικά μας συμφέροντα. Το ελάχιστο το οποίο μπορεί να κάνει η κυβέρνηση
είναι να προασπίσει το κεκτημένο του Βουκουρεστίου στο σύνολό του. Γιατί το
θέμα δεν αφορά μόνο την ονομασία. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καμία
αποσπασματική λύση, που δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα στην ολότητά του. Και δεν
αναφέρομαι μόνο στο εύρος εφαρμογής της λύσης, σε αυτό που αποκαλούμε erga
omnes, αλλά, κυρίως, στις απαράδεκτες δηλώσεις αλυτρωτισμού των βορείων
γειτόνων μας, που προκαλούν τα πατριωτικά αισθήματα όλων των Ελλήνων και όχι
μόνο των Μακεδόνων».
Μάλιστα στην ίδια ομιλία ο κ. Μητσοτάκης
εμφανιζόταν ιδιαίτερα αισιόδοξος: «Θα μπορούσε πράγματι η σημερινή συγκυρία να
είναι θετική για την επίλυση του θέματος. Σήμερα μοιάζει να υπάρχει μια στροφή
των Σκοπίων προς την εθνική μας γραμμή. Αυτό είναι θετικό, εφόσον βέβαια η νέα
κυβέρνηση των Σκοπίων αποδείξει ότι σέβεται την ευαισθησία του ελληνικού λαού
απέναντι στην Ιστορία μας. Και ότι έχει τη δυνατότητα να επιβάλει στο εσωτερικό
της μια αμοιβαία αποδεκτή λύση».
Πώς άλλαξαν όλα αυτά και έφτασε η
Νέα Δημοκρατία να θεωρεί απαράδεκτη κάθε συμφωνία; Πολύ απλά μεσολάβησε το
πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης στις 21 Ιανουαρίου και κυρίως το ξεθάρρεμα
ορισμένων στελεχών του κόμματος (Σαμαράς, Γεωργιάδης κ.ά.), τα οποία πήραν την
πρωτοβουλία να ανασύρουν τη γραμμή της Πολιτικής Ανοιξης του 1993, διαγράφοντας
την «εθνική γραμμή» του 2008.
Η... κωλοτούμπα
Τρεις μέρες μετά το συλλαλητήριο,
στις 24.1.2018, ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να τα μπαλώνει.
Μιλώντας στην Πολιτική Επιτροπή
του κόμματός του επανέλαβε βέβαια ότι αυτός είναι υπέρ της λύσης, ενώ «η
κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου υπονομεύει ουσιαστικά τη λύση του ζητήματος που
εκκρεμεί με τη γειτονική χώρα».
Αλλά το θέμα του ήταν και πάλι να
πέσει η κυβέρνηση. Αυτή τη φορά είχε «επιχείρημα» τη μαζικότητα του
συλλαλητηρίου: «Ο κ. Τσίπρας με όσα λέει και όσα κάνει δεν εκφράζει τον
ελληνικό λαό. Οι Ελληνες δεν τον εμπιστεύονται. Ετσι φτάσαμε στη διαδήλωση της
περασμένης Κυριακής στη Θεσσαλονίκη. Οι πολίτες τα κατάλαβαν όλα και αντιδρούν
με την ένταση που αντιδρούν, γιατί πολύ απλά δεν εμπιστεύονται αυτούς που
κυβερνούν».
Ακολούθησε η οριστική μετατόπιση
του κ. Μητσοτάκη στις θέσεις Σαμαρά, με αποκορύφωμα την υποβολή πρότασης μομφής
κατά της κυβέρνησης, με αφορμή αυτήν ακριβώς τη συμφωνία που υλοποιεί την
«εθνική γραμμή».
Από τις δημόσιες αυτές τοποθετήσεις
προκύπτει αβίαστα ότι αποκλείεται τον Δεκέμβρη του 2017 να διαβίβασε στον κ.
Ζάεφ η Μαρία Σπυράκη τη θέση ότι η Νέα Δημοκρατία θα καταψηφίσει τη συμφωνία.
Και κυρίως, αποδεικνύεται ότι εξ αρχής η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει το ζήτημα
με αποκλειστικά μικροκομματικούς υπολογισμούς.