γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Πριν από 15 μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε
τις εκλογές μετά από τέσσερα χρόνια κυβερνητικής θητείας. Τίποτα το περίεργο.
Όλα τα κόμματα που εφάρμοσαν Μνημόνια ηττήθηκαν. Μάλιστα, το ποσοστό που
συγκέντρωσε ήταν το μεγαλύτερο ηττηθέντος κόμματος στη μνημονιακή περίοδο.
Παρόλα αυτά από πέρσι τον Ιούλιο
μέχρι σήμερα δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Δεν είναι μόνον η δημοσκοπική
καχεξία. Είναι ότι βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με αρνητικές πλευρές της
διακυβέρνησής του, τις οποίες φροντίζει να αναδεικνύει η κυβερνητική
προπαγάνδα, βοηθούσης και της υπεροπλίας που διαθέτει στα μέσα ενημέρωσης.
Είναι, όμως, λάθος να αποδίδει η ηγεσία του σ’ αυτήν την αιτία αποκλειστικά την
κακοδαιμονία.
Για να πάρει τα πάνω του ένα
κόμμα της αντιπολίτευσης, πρέπει να συμβαίνουν δύο τινά. Πρώτον, να μην τα
πηγαίνει καλά η κυβέρνηση. Και, δεύτερον, το κόμμα της αντιπολίτευσης να έχει
αφήσει πίσω του τις αιτίες που το οδήγησαν στην εκλογική ήττα, να έχει
εκκαθαρίσει το εσωτερικό του από φθαρμένα πρόσωπα και να έχει ξορκίσει την εσωστρέφεια.
Σήμερα τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει.
Η κυβέρνηση της ΝΔ διαχειρίστηκε
σχετικά καλά μέχρι τώρα τα προβλήματα που προκύπτουν από την πανδημία. Η
κριτική που μπορεί να της γίνει για επιμέρους λάθη δεν αναιρεί αυτήν τη
διαπίστωση. Αλλωστε, αν η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη έως τραγική, με χιλιάδες
θανάτους, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, τώρα δεν θα κάναμε αυτήν τη συζήτηση.
Επομένως, οι υπερβολές στην
αντιπολιτευτική γραμμή, που εκπέμπουν ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ,
πρωτοστατούντος-ποιου άλλου; του άρχοντα του facobοok Παύλου Πολάκη, δεν
αποφέρουν κέρδος. Επαναλάμβάνω το «μέχρι τώρα». Διότι, αν η κατάσταση ξεφύγει,
τότε η συζήτηση θα γίνει σε άλλη βάση.
Επίσης, το άλλο μεγάλο θέμα, τα
ελληνοτουρκικά, δεν προσφέρεται για καταιγιστική κριτική. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη
grosso modo δεν κάνει τίποτα το πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες. Με τους
Αμερικανούς προσπαθεί να συσφίξει τις σχέσεις, εκμεταλλευόμενη την κακή εικόνα
του Ερντογάν στην υπερδύναμη και στις κυρώσεις των Ευρωπαίων ρίχνει το βάρος
της. Δεν έκανε τίποτα το διαφορετικό η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, θα ήταν
οξύμωρο σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, εν όψει κάποιο ελληνοτουρκικού διαλόγου, να
πρωτοστατήσει σε «πατριωτική» αντιπολίτευση, την ώρα που κατηγορεί-και δικαίως-
τη ΝΔ για τυχοδιωκτική και λαϊκιστική στάση στη Συμφωνία των Πρεσπών. Θα ήταν,
δηλαδή, οξύμωρο να ακούσουμε από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Μητσοτάκης και η ΝΔ
διαπράττουν κάποιου είδους «μειοδοσία», αν κάτσουν στο τραπέζι με την Τουρκία,
όπως έκαναν οι της ΝΔ όταν ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ συνομιλούσαν με τον Ζαέφ
και-ευτυχώς- κατέληξαν σε επωφελή λύση του προβλήματος. Αυτού του είδους η
αντιπολίτευση δεν ταιριάζει σε κόμμα της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει άλλο προνομιακό
πεδίο αντιπολίτευσης, το κοινωνικό. Σ’ αυτό θα συσσωρευτούν οι επιπτώσεις της πανδημίας,
εκεί θα ξεδιπλωθεί και η κυβερνητική ατζέντα, που ακόμα κρατιέται στο μούσκιο
για να μην προκαλέσει καταιγίδα αντιδράσεων. Η εκτίναξη της ανεργίας(ακόμα
κρατιέται κρυφή με επιδοματική πολιτική), η διάλυση του εργατικού δικαίου(το
οκτάωρο γίνεται λάστιχο και βαίνει προς κατάργηση, οι υπερωρίες εξαφανίζονται,
οι αποζημιώσεις απόλυσης σε λίγο θα αποτελούν ωραία ανάμνηση), η ιδιωτικοποίηση
της επικουρικής ασφάλισης είναι πεδία που ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να «παίξει» με
επιτυχία τον αντιπολιτευτικό του ρόλο. Αλλωστε, σ’ αυτά τα πήγε καλά και ως
κυβέρνηση. Παρά τον πέλεκυ των Μνημονίων, οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ
προστάτευσαν τους πιο αδύναμους και αυτό είναι συγκριτικό πλεονέκτημα, που οι
ψηφοφόροι θα συνεκτιμήσουν, όταν η παρούσα κυβέρνηση αποτολμήσει να κάνει πράξη
τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της.
Αυτό είναι η πρώτη εξήγηση για
τις αντιπολιτευτικές καχεκτικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι στιγμής. Η
κυβερνητική φθορά έχει αρχίζει, αλλά είναι ακόμα αργή και, βοηθούντων και των
αδυναμιών και λαθών της αντιπολίτευσης, δεν αποτυπώνεται στους πολιτικούς και
δημοσκοπικούς συσχετισμούς. Η αδημονία και η βιασύνη, που επιδεικνύουν στον
ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι καλός σύμμαχος. Πρέπει να ξεπεράσουν την περίοδο 2011-2015,
όταν εκτοξεύθηκαν από το 4% στο 18% και μετά στο 35% και στην κυβέρνηση. Τότε
είχαμε έκτακτες συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν φρέσκος και χωρίς κυβερνητικές
αμαρτίες. Όλα αυτά σήμερα δεν υπάρχουν.
Η δεύτερη εξήγηση έχει να κάνει
με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Εκτός όλων των άλλων, δεν έχουν
ακόμα αποδοκιμάσει ανοιχτά ορισμένες επιλογές της περιόδου αυτής , που
αποδείχτηκαν ολέθριες. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη αιτία για τη συγκρότηση του
αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, που έστειλε σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων στην κάλπη της ΝΔ,
ήταν η σύμπλευση με τον Πάνο Καμμένο και τους ανεκδιήγητους «Ελληνές» του.
Μέχρι τώρα ο κ. Τσίπρας δεν έχει πει ούτε μισή κουβέντα αυτοκριτικής και
ανέχτηκε τον κ. Καμμένο ακόμα και όταν υπονόμευε ανοιχτά την κυβέρνηση από τη
θέση του υπουργού. Ολέθριο λάθος.
Πέραν αυτού, ο ΣΥΡΙΖΑ και οκ.
Τσίπρας πρέπει να ξεκαθαρίσουν δύο πράγματα:
Πρώτον, τη σχέση τους με αυτό που
κάποιοι αποκαλούν «πασοκοποίηση» και αποτελεί αιτία αχρείαστων εσωτερικών
προστριβών. Ο «κίνδυνος» αυτός είναι ανύπαρκτος. Είναι άλλες οι εποχές. Ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, επειδή-πέραν όλων των
άλλων- ο Τσίπρας δεν είναι Ανδρέας Παπανδρέου. Ομως, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί κάλλιστα
να υιοθετήσει τις θετικές πλευρές του ΠΑΣΟΚ-και υπάρχουν πάμπολλες- αυτές που
το κατέστησαν κυρίαρχο επί τρεις δεκαετίες. Ο Τσίπρας δεν χρειάζεται να
μιμείται τον Ανδρέα, εκείνος είναι αξεπέραστος. Μπορεί, όμως, να ακολουθήσει τη
βασική στρατηγική του. Ο Ανδρέας, πέραν της προσωπικής του ακτινοβολίας, είχε
δίπλα του μια ισχυρή και αξιόμαχη ηγετική ομάδα. Δεν τα έκανε όλα μόνος του..
Δεύτερον (κι εδώ ερχόμαστε στο
ρόλο των προσώπων), ο κ. Τσίπρας πρέπει να συγκροτήσει αυτήν την ηγετική ομάδα
(το επιχειρεί το τελευταίο διάστημα) παράλληλα με τον παραμερισμό όσων προσώπων
έχουν εκτεθεί ανεπανόρθωτα στην κυβερνητική τετραετία με πράξεις και
παραλείψεις, αλλά και όσων έβλαψαν-και βλάπτουν και σήμερα- με την συμπεριφορά
τους. Στο πλαίσιο αυτό, ασφαλώς ήταν σωστή η διαγραφή του Σταύρου Κοντονή, αφού
η ενέργεια του-πέρα από πολιτικάντικη-ήταν και ευθέως υπονομευτική για το κόμμα
του. Αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ο Τσίπρας πρέπει να ακούσει ορισμένες
προτροπές «να τελειώνει», για παράδειγμα, με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος
μπορεί να έχει ορισμένες αριστερίστικες ιδεοληψίες, αλλά δύσκολα μπορεί να πει
κάποιος ότι θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Δεν το μπορεί, άλλωστε.
Επιπλέον, αν υποθέσουμε ότι αύριο ο ΣΥΡΙΖΑ επανερχόταν στην κυβέρνηση, δεν
υπάρχει αυτή τη στιγμή στέλεχος σαν τον Τσακαλώτο που μπορεί να διαχειριστεί
την οικονομία.
Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας δείχνει
αξιοσημείωτη ανοχή με πρόσωπα που εξ αντικειμένου προκαλούν ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Την προκάλεσαν και πριν από τις εκλογές, την προκαλούν και τώρα με τη
συμπεριφορά τους. Μπορεί οι ίδιοι να μην το καταλαβαίνουν και να είναι
δημοφιλείς στο φανατικό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ( η περίπτωση Πολάκη) , αλλά μόνο με
τους φανατικούς δεν πας πουθενά. Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικήσει ξανά την
κυβέρνηση μόνο αν οι πολίτες πιστέψουν ότι έχει κάτι καλύτερο από πριν να
προσφέρει (η πολιτική του), αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος των προσώπων
και των συμπεριφορών τους.
Κάπως έτσι αποτιμάται σήμερα η
κατάσταση στο μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης. Ο κ. Τσίπρας έχει πολλά να
διορθώσει (το καλό είναι ότι έχει χρόνο), ώστε να μη χρειαστεί αύριο να
αναρωτηθεί όπως ο βοσκός της γνωστής παροιμίας για το κοπάδι του: «Με τον ήλιο
τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».