Ναι ρε, έκλαψα.
Όχι μόνο από τα χημικά.
Πριν πέσουν τα δακρυγόνα και τα
χημικά, πριν ο κόσμος αρχίσει να υποχωρεί.
Άλλοι ζητωκραύγαζαν, άλλοι
γέλαγαν από ανέλπιστη χαρά, άλλοι αγκαλιάζονταν, άγνωστοι, φίλοι, όλοι ένα, να
φωτίζουν τα πρόσωπα μέσα από τις μάσκες, να ακούς την ανακούφιση παντού. Κι εγώ
έκλαιγα με λυγμούς κι ας με κοιτούσαν παραξενεμένοι.
Έκλαψα γιατί ήρθαν στο μυαλό μου
οι αργόσυρτες κουβέντες του Χρόνη, έκλαψα που ένιωσα ξανά το γέρικα ροζιασμένο
χέρι του Μανώλη να μου σφίγγει το μπράτσο, για τους γονείς του Παύλου Φύσσα,
για αυτή την ΜΑΝΑ που επτά χρόνια τώρα έδινε μάχη για την δικαίωση
ενσαρκώνοντας τον αγώνα για το δίκαιο μέχρι τέλους, για το τρομαγμένο βλέμμα
του μετανάστη που τον κυνηγούσε ο φασίστας με το μαχαίρι στα χέρια, έκλαψα για
τον τρόπο που έγερνε στο πεζοδρόμιο να αφήσει ένα λουλούδι μνήμης η μάνα του
Λουκμάν, έκλαψα για την δικαίωση του σφαγιασμένου από τους ΜΑΥδες προπάππου
μου, έκλαψα για το «Ναι ρε μάνααα!» που φώναξε κλαίγοντας με ανακούφιση η
ηλικιωμένη κυρία στα σκαλάκια δίπλα μου.
Έκλαψα που ήμουν κι εγώ κάτω και
κάπου εκεί ήταν και τα παιδιά μου, έκλαψα που αυτό που δεκαετίες τώρα πολλοί
φωνάζαμε αποτελεί πλέον μέρος του Δικαίου αυτού του τόπου, έκλαψα που ακόμη και
με μάσκα οι φίλοι με αναγνώριζαν, έκλαψα που άρχισα να πιστεύω πως υπάρχει
ακόμη ελπίδα για ετούτη την χώρα, έκλαψα που έζησα την ίδια την Ιστορία να
γεννιέται, έκλαψα που είδα τόσο πολύ κόσμο συντονισμένο να ελπίζει σε έναν
κόσμο με λιγότερη ασχήμια.
Ναι, έκλαψα. Για όλα αυτά που δεν
ξεπούλησα.
Και είμαι περήφανος γι’ αυτό.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου