Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Ελληνοτουρκικά: Παγίδα και (δι)έξοδος – Οι τρείς επιλογές της κυβέρνησης

 


γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας

 

Η επιστροφή του τουρκικού ερευνητικού «Oruc Reis» και των πολεμικών πλοίων που το συνοδεύουν νότια μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου αποσκοπεί στο να περιορίσει τις επιλογές και τον χρόνο των ελληνικών αντιδράσεων. Με την τουρκική δραστηριότητα, η οποία με βάση τη Navtex θα εξελιχθεί σε θαλάσσιες περιοχές μόλις έξω από τα χωρικά ύδατα (6 μίλια) των νησιών, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τρεις επιλογές:

 

● Θα αφήσει το «Oruc Reis» να δημιουργήσει τετελεσμένα σε χώρο ελληνικής κυριαρχίας έστω πέρα από τα 12 μίλια των ακτών της Ρόδου και του Καστελλόριζου;

● Θα προσέλθει απειλούμενη στο διπλωματικό τραπέζι για μια διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης;

● Θα καταφύγει μήπως στο ύστατο μέσο, δηλαδή τις ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να υπερασπιστεί την κυριαρχία και τα δικαιώματα της χώρας στην περιοχή;

 

Καμιά από όσες επιλογές έχουν απομείνει στην ελληνική κυβέρνηση δεν έχει θετικό πρόσημο. Οι δύο πρώτες συνεπάγονται βαρύτατο πολιτικό κόστος, ενώ η τρίτη, αυτή της στρατιωτικής αντίδρασης, βάζει στην εξίσωση τόσους αστάθμητους παράγοντες (διάρκεια, έκβαση της σύρραξης, το πλαίσιο της παρέμβασης για την απεμπλοκή) ώστε ουσιαστικά «απαγορεύει» στην κυβέρνηση την ανάληψη της πρωτοβουλίας για ένα τέτοιο ρίσκο.

 

Η προφανής ελληνική αδυναμία πολύ απλά σημαίνει ότι η ήττα έχει ήδη καταγραφεί στο διπλωματικό τραπέζι. Για την ακρίβεια αυτή η ήττα είναι το αποτέλεσμα άστοχων επιλογών δεκαετιών, με σημείο καμπής την κρίση των Ιμίων και ό,τι την ακολούθησε.

 

Στο δίχτυ της διαμεσολάβησης

 

Αποτέλεσμα της δύσκολης θέσης (σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο) που βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση είναι το αίτημα για διαμεσολάβηση (ή η αποδοχή της προσφοράς διαμεσολάβησης) προς τη Γερμανία.

 

Όταν ο όποιος διαμεσολαβητής ακούει την επίσημη θέση της μίας πλευράς (της ελληνικής) ότι η μόνη διαφορά προς συζήτηση με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα και την άλλη πλευρά (Τουρκία) να θέτει στο τραπέζι σειρά ζητημάτων, η υπόθεση ήδη έχει χαθεί. Μάλιστα, αν αυτή η διαμεσολάβηση στα πρώτα της στάδια εξελίσσεται «μυστικά» και αν επιπροσθέτως τα όσα έχουν ειπωθεί έχουν διατυπωθεί σε «έγγραφο κατανόησης», τότε ο δρόμος προς το τραπέζι των συνομιλιών γίνεται ολισθηρός για την πλευρά που δεν ζητάει τίποτε πέρα από τη «γνωμάτευση» ενός Διεθνούς Δικαστηρίου.

 

Η άλλη (η τουρκική) πλευρά ζητάει τα «πάντα» και ξεκαθαρίζει δημοσίως σε κάθε ευκαιρία, προς κάθε κατεύθυνση, ότι τα ελληνοτουρκικά προβλήματα (και) στην ανατολική Μεσόγειο δεν είναι νομικά, αλλά αμιγώς πολιτικά, καθώς «τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην περιοχή ερήμην της Τουρκίας». Η τουρκική ηγεσία, πολύ πριν από την εμφάνιση του Ερντογάν, έχει ξεκάθαρα διατυπώσει ότι κανένα διεθνές δίκαιο, κανένας νόμος και καμία δύναμη δεν μπορεί να περιορίσει τα τουρκικά δικαιώματα στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο…

 

Τα όρια του κατευνασμού

 

Όπως οι προηγούμενες, έτσι και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση επενδύει σε μια πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας «αξιοποιώντας» τη συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς (Ε.Ε. – ΝΑΤΟ) και την αμερικανική «πατρωνία». Όπως οι προηγούμενες, έτσι και η σημερινή κυβέρνηση έχει ακούσει λόγια συμπαράστασης από την Ε.Ε. και υποστήριξης από τους Αμερικανούς φίλους.

 

Τα λόγια αυτά ωστόσο (που ουδέποτε διατυπώθηκαν τζάμπα) δεν έχουν μέχρι αυτήν την ώρα αποτρέψει την παρουσία του «Oruc Reis» στα 20 μίλια (προς το παρόν) από τις ακτές του Καστελλόριζου. Για κάτι τέτοιο απαιτείται κάποια ακόμη ελληνική κίνηση καλής θέλησης…

 

Μια τέτοια ελληνική κίνηση καλής θέλησης συζητείται αυτές ακριβώς τις μέρες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις απαιτήσεις της Τουρκίας για την υπονόμευση, σε τελική ανάλυση, των ελληνικών στρατιωτικών – αμυντικών δυνατοτήτων. Εκεί, στο ΝΑΤΟ, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε μια συζήτηση η οποία περιορίζει τις δυνατότητες άμυνας της χώρας απέναντι σε μια χώρα η οποία με τον πιο επίσημο τρόπο έχει διατυπώσει απειλή πολέμου, την οποία επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία.

 

Παρά την καλή θέληση της ελληνικής κυβέρνησης έναντι των τουρκικών απαιτήσεων και την υπακοή της στις αμερικανοΝΑΤΟϊκές νουθεσίες, το κέρδος είναι ανύπαρκτο. Τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Γερμανοί εξακολουθούν να ζητούν από την Ελλάδα αυτό που ζητάει και η Τουρκία. Δηλαδή συνομιλίες οι οποίες δεν μπορεί να έχουν αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και μόνο, όπως λέει η Ελλάδα.

 

Διότι συζητώντας για την υφαλοκρηπίδα θα πρέπει προηγουμένως να διευκρινιστεί σε ποιον ανήκει ποιο νησί ή βράχος που βρίσκεται στην περιοχή οριοθέτησης. Με άλλα λόγια οι γκρίζες ζώνες, των οποίων την ύπαρξη αποδέχτηκε η κυβέρνηση Σημίτη μετά τα Ίμια ως αντίτιμο για την τότε αμερικανική διαμεσολάβηση, βρίσκονται στο τραπέζι και των σημερινών διερευνητικών συνομιλιών, όποτε αυτές ξεκινήσουν…

 

Ο χρόνος τελειώνει

 

Η τουρκική απάντηση στις ελληνικές υπεκφυγές περί ενός διαλόγου με μόνο αντικείμενο την υφαλοκρηπίδα διατυπώθηκε με την επανεμφάνιση του «Oruc Reis» και του στολίσκου των πολεμικών που το συνοδεύουν ακόμη πιο κοντά στη Ρόδο και το Καστελλόριζο.

 

Μπορεί οι εταίροι να «καταδικάζουν» και οι Αμερικανοί να «εξοργίζονται» με τις τουρκικές αποσταθεροποιητικές ενέργειες, αλλά κανείς τους δεν είναι εκεί όπου παραβιάζονται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Και αυτά τα δικαιώματα δεν μπορεί να τα προστατέψει κανείς άλλος παρά μόνο αυτός που διακηρύσσει ότι τα έχει και τα ασκεί.

Η ελληνική κυβέρνηση μέχρι στιγμής έχει υπογραμμίσει ότι δεν πρόκειται να σπεύσει σε συνομιλίες όσο το «Oruc Reis» βρίσκεται σε περιοχές που δυνάμει περιλαμβάνονται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία επαναλαμβάνει ότι δεν πρόκειται να προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση τον «άπειρο» χρόνο που συνεπάγεται μια διαβούλευση αποκλειστικά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, καθώς άλλωστε αυτή η συζήτηση έχει εξαντληθεί στους προηγούμενους 60 γύρους συνομιλιών.

 

Αντιμέτωπη με το αδιέξοδο το οποίο, όσο παραμένει, πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο σύρραξης, η ελληνική κυβέρνηση, αντί να περιμένει το ανέφικτο (δηλαδή την επιβολή αιματηρών κυρώσεων στην Τουρκία από την Ε.Ε.), μήπως θα έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία να επιστρέψει το «μπαλάκι» στην Τουρκία προσθέτοντας νέα δεδομένα στο διπλωματικό τραπέζι; Δηλαδή την επέκταση των χωρικών υδάτων σε Κρήτη και Καστελλόριζο.

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *