Η Ελλάδα, από την αρχή της
πανδημίας, βρίσκεται στην «ουρά» σχετικά με την καταγραφή των κρουσμάτων και τη
διασπορά, γεγονός που έχει επισημανθεί από μεγάλο μέρος της επιστημονικής
κοινότητας, αλλά έχει επιβεβαιωθεί και από τον ίδιο τον Σωτήρη Τσιόδρα, ο
οποίος είχε παραδεχτεί πως πρόκειται για «στρατηγική».
Την Τετάρτη, μετά την ανακοίνωση
του αρνητικού ρεκόρ κρουσμάτων με 865, το παραδέχτηκε έμμεσα και ο Νίκος
Χαρδαλιάς. «Είχαμε ρεκόρ κρουσμάτων, αλλά και ρεκόρ στα τεστ το τελευταίο
24ωρο», είπε, επιβεβαιώνοντας τη στρέβλωση στην επιδημιολογική εικόνα της χώρας
εξαιτίας του αριθμού των ελέγχων. Ωστόσο η υποκαταγραφή, που εξυπηρετεί κατά
καιρούς την κυβέρνηση για συγκρίσεις σχετικά με τoν αριθμό των κρουσμάτων με
άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αρχίζει πλέον να απασχολεί και τον διεθνή Τύπο.
Σε σχετικό δημοσίευμά της η
γερμανική Die Welt σημειώνει ότι «ο αριθμός των νέων μολύνσεων δεν περιγράφει
όλη την ιστορία», στηρίζοντας αυτή τη θέση με μια ανάλυση του καθηγητή
Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης Μανώλη Δερμιτζάκη.
Ο κ. Δερμιτζάκης εξηγεί ότι στην Ελλάδα γίνονται κυρίως τεστ στοχευμένα σε ευάλωτες ομάδες, όπως εργαζόμενοι σε γηροκομεία ή μετανάστες, υπογραμμίζοντας πως «αυτή η στρατηγική δεν είναι χρήσιμη για την καταγραφή του ποσοστού μολύνσεων στον γενικό πληθυσμό». Όπως αναλύει ο καθηγητής, η υπόθεση ότι στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων κατοίκων έχουν μολυνθεί με κορονοϊό πολλοί περισσότεροι από όσους προκύπτουν από τα επίσημα στοιχεία, στηρίζεται στην αναλογία του αριθμού θανάτων από κορονοϊό προς τον απόλυτο αριθμό των κρουσμάτων, που σε σύγκριση για παράδειγμα με την Ελβετία των 8,6 εκατομμυρίων κατοίκων είναι ύποπτα υψηλή.
Η συλλογιστική του κου.
Δερμιτζάκη προκύπτει από τα δύο παρακάτω διαγράμματα. Στο μεν πρώτο, όπου
αποτυπώνεται η καταγραφή των κρουσμάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού σε Ελλάδα και
Ελβετία, η τελευταία φαίνεται να έχει σαφώς πολύ περισσότερα κρούσματα από τη
χώρα μας, ακόμα και στο δεύτερο κύμα της πανδημίας. Αντίθετα, στο διάγραμμα των
θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, οι δύο χώρες βρίσκονται περίπου στο ίδιο
επίπεδο ενώ πολλές είναι και οι μέρες κατά τις οποίες η Ελλάδα κατέγραψε
περισσότερα θύματα.
(Πηγή: ourworldindata.org)
Και φυσικά δεν είναι μόνο ο κ.
Δερμιτζάκης που υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα έχουμε υποκαταγραφή των κρουσμάτων.
Και όπου καταγραφή των κρουσμάτων, βλέπε τεστ. Παρά την αύξηση των τεστ που
διενεργεί ο ΕΟΔΥ από τα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Οργανισμός δεν έχει ανακοινώσει κάποια συγκεκριμένη στρατηγική,
ούτε ενημερώνει συστηματικά την επιστημονική κοινότητα και τους πολίτες για τα
αποτελέσματα των ελέγχων. Η Ελλάδα συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά σε σχέση
με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αφού με τα 150.740 τεστ ανά εκατομμύριο
πληθυσμού που είχε διενεργήσει έως σήμερα, κατέχει την 33η θέση μεταξύ 47
ευρωπαϊκών χωρών (πηγή: Worldometer).
Με αυτά τα δεδομένα, εξηγείται η πολύ υψηλή θέση που κατέχει η Ελλάδα και στη σχέση θανάτων ανά κρούσμα, όπως φάνηκε και στον σχετικό πίνακα που δημοσίευσε πρόσφατα το Βήμα.
Η Ελλάδα με αναλογία περίπου 15 θανάτων ανά 1000 κρούσματα, βρίσκεται πίσω μόνο από την Ισπανία και σε πολύ χειρότερη θέση από χώρες που έχουν προσβληθεί με μεγαλύτερη σφοδρότητα από τον κορονοϊό όπως η Ιταλία, η Βρετανία, η Γαλλία και το Βέλγιο.
Εξάλλου μια σειρά από επιστήμονες
διατυπώνουν πλέον ανοιχτά την άποψη ότι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων
μπορεί να είναι υπερπολλαπλάσιος αυτού που υπολογίζει και ανακοινώνει
καθημερινά ο ΕΟΔΥ. Ο καθηγητής Πνευμονολογίας και διευθυντής της
Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου ΝίκοςΤζανάκης, σημείωσε ότι «τα ενεργά, δηλαδή δυνητικά μολυσματικά άτομα ίσως
ξεπερνούν τις 45.000 και προσεγγίζουν τις 50.000», την ώρα που ο Γκίκας
Μαγιορκίνης έκανε λόγο για περίπου 20.000.
Σε συνέντευξή του στο tvxs.gr, ο
αναπληρωτής καθηγητής Βιοχημείας στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου
Πατρών Κωνσταντίνος Πουλάς είχε σημειώσει: «Σε κάθε περίπτωση πρέπει να
θυμόμαστε ότι μεγάλο ποσοστό των τεστ που ανακοινώνονται κάθε μέρα (περίπου
12-14.000 συνολικά) γίνονται στις πύλες εισόδου (υπολογίζω τα μισά περίπου).
Άρα στην κοινότητα γίνονται 6-8.000 τεστ. Όσο αυτός ο αριθμός παραμένει
σταθερός είναι πολύ δύσκολο να δούμε αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων. Πολλοί
προβλέπουν 1000 ή 2000 ημερήσια κρούσματα σύντομα, αλλά παραγνωρίζουν το
ενδεχόμενο αυτό το νούμερο να υπάρχει ήδη ανάμεσά μας».
«Οι αρμόδιοι στην Ελλάδα
ασχολήθηκαν μόνο με τα αυτονόητα, δηλαδή με τους συμπτωματικούς ασθενείς και τα
κρούσματα που αλιεύονταν από περιορισμένης έκτασης δειγματοληπτικούς ελέγχους.
Αντί δηλαδή να αναζητούν συνεχώς και παντού κρούσματα, περίμεναν να
παρουσιαστούν εκείνα» παρατηρεί ο ιατρός παθολόγος Παναγιώτης Χούπας, μιλώντας
στο tvxs.gr και πρσθέτει: «Η ελληνική Πολιτεία λοιπόν, έχοντας διαρκώς ασαφή
επιδημιολογική εικόνα, προχώρησε σε άνοιγμα συνόρων, ικανοποίησε αιτήματα της
διεθνούς τουριστικής βιομηχανίας, ανέχθηκε συνωστισμούς σε μέσα μεταφοράς και
χώρους δουλειάς κ.ά. Γενικά, όλες οι αποφάσεις της στηρίχτηκαν και στηρίζονται
σε αίολα δεδομένα. Τα στοχευμένα μέτρα που λαμβάνει είναι ανεπαρκή διότι δεν
στηρίζονται σε σωστά επιδημιολογικά στοιχεία».
Στη συνέντευξή του στη Die Welt
που έγινε πριν την ανακοίνωση των 667 κρουσμάτων την περασμένη Τρίτη, ο
καθηγητής Γενετικής στο πανεπιστήμιο της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης είχε
σημειώσει: «Τωρα η κατάσταση είναι υπό έλεγχο, γιατί ακόμα, αν και δεν είναι
ξεκάθαρο πόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των μολύνσεων στη χώρα από αυτόν που
δείχνουν τα θετικά τεστ, ο αριθμός των νέων μολύνσεων παραμένει εδώ και περίπου
τρεις εβδομάδες σταθερός. Για την ώρα άλλωστε επικρατούν καλοκαιρινές
θερμοκρασίες, περίπου 22 βαθμοί στην Αθήνα, την περασμένη εβδομάδα άγγιξε
μάλιστα τους 30. Οι άνθρωποι κάθονται έξω, συναντιούνται έξω. Το κρίσιμο
ερώτημα είναι, πώς θα εξελιχθεί η μετάδοση και τα ποσοστά θανάτων όταν μπει το
φθινόπωρο στην Αθήνα».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου