γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Το διατυμπανίζουν επί δεκαετίες οι πολιτικοί μας ηγούμενοι και οι ποικίλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης: «Ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας». Δεν λείπουν μάλιστα και οι αυτοντοπαριστικές διαβεβαιώσεις του τύπου «μόνο η ελληνική γλώσσα έχει τη λέξη “πολιτισμός”», εξίσου εμβριθείς με τους ισχυρισμούς ότι «μόνο η ελληνική έχει λέξεις σαν το κέφι και το μεράκι». Διαβεβαιώσεις τυπικά λαϊκιστικές, που μες στον ασυγκράτητο αυτοθαυμασμό τους αδιαφορούν για την εξακριβωμένη ιστορία. Οτι δηλαδή η λέξη «πολιτισμός» είναι από τις λιγοστές που γνωρίζουμε τον πατέρα τους.
Ας το ξαναπούμε κι ας ξαναπέσει
χάμω. «Η λέξις πολιτισμός εύρηται παρά Διογένη Λαερτίω, αλλά σημαίνουσα
διοίκησιν των της πολιτείας πραγμάτων», γράφει ο Στέφανος Κουμανούδης στη
«Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’
ημάς χρόνων». «Το παν δη διέτριβεν εν τη Ακαδημεία τον πολιτισμό εκτοπίζων»,
λέει για τον Αρκεσίλαο ο Διογένης στους «Βίους φιλοσόφων». Προσθέτει λοιπόν ο
Κουμανούδης ότι με την τωρινή σημασία την εισήγαγε στη νεοελληνική ο Κοραής,
αποδίδοντας τη γαλλική «civilisation». Δεν είναι ντροπή. Το συνηθίζουν οι
γλώσσες να δανείζουν και να δανείζονται.
Πόσο οικεία όμως, πόσο αυτονόητη
είναι η σημασία του όρου «πολιτισμός»; Οι υπερασπιστές του δόγματος περί βαριάς
βιομηχανίας δεν μπαίνουν στον κόπο να αποσαφηνίσουν το περιεχόμενό του. Εκ των
συμφραζομένων προκύπτει ότι εννοούν τον πολιτισμό αποκλειστικά ως πνευματικό,
και όχι ως το σύνολο των επιτευγμάτων μιας κοινωνίας, των πνευματικών αλλά και
των ηθικών, υλικών και τεχνικών. Ως περιοριστικά πνευματικός, ο πολιτισμός
εξισώνεται στη ρητορική τους με το άθροισμα των παλαιών μνημείων (η απομάκρυνση
της «βυζαντινής Πομπηίας» από τον σταθμό Βενιζέλου του μετρό της Θεσσαλονίκης
αποκαλύπτει το ποιόν της αγάπης μας γι’ αυτά), των δύο Νομπέλ ποιήσεως και,
πιθανώς, της μουσικής του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Ολα πάντως προβάλλουν
σαφή και υλικότατα όταν ακούμε τους ίδιους πάνω-κάτω ανθρώπους να μηρυκάζουν
ένα παραπλήσιο δόγμα: «Ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας».
Ας φύγουμε από την παχυλή
ρητορεία για να προσεδαφιστούμε στην οχληρή ιστορία, την τρέχουσα ιστορία. Ενα
Μορφωτικό Ιδρυμα μετέχει άραγε στον πολιτισμό μας, ως απαραγνώριστος
συνδημιουργός του; Βεβαιότατα, αν φυσικά δεν πρόκειται για σφραγίδα δίχως
αντίκρισμα. Για πάρα πολλούς ανθρώπους των πανεπιστημίων, των γραμμάτων, των
τεχνών, του κόσμου της ανάγνωσης και της αυτομόρφωσης, το ζεύγος «Μορφωτικό
Ιδρυμα» ανακαλεί αυτόματα ένα άλλο: Εθνική Τράπεζα. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής
Τραπέζης. ΜΙΕΤ.
Η πλούσια ιστορία του ΜΙΕΤ, που
ξεκίνησε το 1966, με πρωτοβουλία του διοικητή της Εθνικής Γεωργίου Μαύρου,
υποστηρίζει πλήρως την αυτόματη ταύτιση. Θα έλεγα ότι η ίδια σοφή μηχανή των
συνειρμών μάς οδηγεί πλέον αυτόματα από το ζεύγος «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις»
στο όλον «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης». Η αξιοσύνη, η έγνοια, η ποιότητα
επιβραβεύονται κάποια στιγμή. Με άυλο τρόπο; Με άυλο. Υπάρχει όμως άλλος τωόντι
υλικότερος; Εκτός πια και η λογική/λογιστική των μπεστ σέλερ και του κέρδους
έχει διαβρώσει τα πάντα, πιθανότητα όχι και πολύ μικρή.
Σίγουρα τα αυτόγραφα του
Διονύσιου Σολωμού δεν θα γίνουν μπεστ σέλερ, αλλά αν δεν τα εκδώσει το ΜΙΕΤ,
για να υπηρετήσει τη συνεχιζόμενη φιλολογική μελέτη για το έργο του εθνικού
όπως λέμε ποιητή μας, ποιος θα τα εκδώσει; «Ε, ναι, δεν θα σπάσουμε τα ταμεία,
αλλά το εκτόπισμα της έκδοσης αυτής είναι τεράστιο», είπε στη Lifo (17.10) ο
Διονύσης Καψάλης, διευθυντής του Ιδρύματος από το 1999, όταν διαδέχτηκε τον
Εμμανουήλ Κάσδαγλη. «Αυτός είναι ο ρόλος του ΜΙΕΤ», συνέχισε. «Σήμερα κρίνουμε
το αποτύπωμα ενός πνευματικού θεσμού με όρους οικονομικούς. Κι αυτό είναι
λάθος».
Το αρκτικόλεξο ΜΙΕΤ αναγνωρίζεται
αμέσως και ευρέως ως σύμβολο της εγγυημένης ποιότητας. Αυτό ακριβώς θύμισαν οι
4.500 πολίτες που υπέγραψαν ένα κείμενο υπεράσπισης του Ιδρύματος, που θα ήταν
απολύτως περιττή, αν δεν ήταν ορατή η προσπάθεια απαξίωσής του από τη διοίκηση
της Εθνικής και από όσους διαδίδουν ακρίτως ελαφρότητες περί «μυστηρίων του
ΜΙΕΤ». Παραθέτω: «Εμείς που υπογράφουμε αυτό το κείμενο, πανεπιστημιακοί, δάσκαλοι,
ερευνητές, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, εικαστικοί, εκδότες, φιλαναγνώστες και
φιλότεχνοι, γνωρίζουμε και εκτιμούμε το αναντικατάστατο έργο του ΜΙΕΤ, το
πολιτισμικό και επιστημονικό του αποτύπωμα, την προσφορά του στην ελληνική
οικονομία, την κοινωνική λογοδοσία των συμβουλίων του, την ηθική και υλική
υποστήριξή του στις νέες φοιτήτριες και στους φοιτητές».
Η παρουσία του Ιδρύματος στην
πολιτιστική ζωή του τόπου, εντονότατη και υψηλής στάθμης, και επιπλέον μη
αυτοδιαφημιζόμενη, δεν εξαντλείται στις εκδόσεις. Στους πρόσφατους τίτλους
(μνημονεύω δειγματοληπτικά τα «Αθηναϊκά» του Παπαδιαμάντη, τον «Αμφιτρύωνα» και
το «Σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου, σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, τις
μελέτες «Γύρω στον Καβάφη» της Ρενάτας Λαβανίνι και την τρίτομη ανθολογία
«Η κρητική ποίηση στα χρόνια της
Αναγέννησης» του Στέφανου Κακλαμάνη) πρέπει να προστεθούν τα βιβλιοπωλεία σε
Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου μπορεί να βρει κανείς τους τίτλους όλων των
ελληνικών Ιδρυμάτων· οι εκθέσεις ζωγραφικής· τα δημόσια σεμινάρια ανά την
Ελλάδα· οι συναυλίες· οι παρουσιάσεις βιβλίων· το ΕΛΙΑ· το Παλαιογραφικό
Αρχείο· το Εργαστήριο για Επιμελητές Εκδόσεων κ.ά.
Οικονομικό πρόβλημα το ΜΙΕΤ δεν
έχει. Οπότε; Ποιος ευθύνεται για την τωρινή κρίση, ποιος την προκάλεσε και προς
τι; Η «Μαρτυρία ενός μέλους του παραιτημένου διοικητικού συμβουλίου» που
υπογράφει ο Αλέξης Πολίτης στο περιοδικό The Books’ Journal (τχ. 112, Οκτώβριος
2020), υπό τον τίτλο «Το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης και οι
δυσλειτουργίες του», καταλήγει με τη φράση: «Νομίζω ότι ο αναγνώστης έχει
κατανοήσει ότι δεν ενοχλούσαν τα πράγματα αλλά τα πρόσωπα». Ποια πρόσωπα; Τα
πέντε (άμισθα) μέλη του Δ.Σ. του ΜΙΕΤ (ο Τάσος Γιαννίτσης, ο Νικηφόρος
Διαμαντούρος, ο Βασίλης Κάλφας, ο Δημήτρης Κυρτάτας και ο Αλέξης Πολίτης) που
παραιτήθηκαν στις 7-8 Σεπτεμβρίου. Ευθέως δηλώνεται ότι εξωθήθηκαν σ’ αυτήν τη
συμβολική κίνηση, ένα SOS στην πραγματικότητα, από την «εκσυγχρονιστική» στάση
του Δ.Σ. της τράπεζας, μείγμα προσβλητικής κωλυσιεργίας, κρύφιων σχεδιασμών και
περιφρόνησης του οργανισμού λειτουργίας.
Δεν ξέρω πόσο ελληνικές είναι πια
οι ελληνικές τράπεζες και πόσο εθνική η Εθνική, άρα και πόσο κατανοεί ως όντως
εθνική υποχρέωσή της την όχι ιδιαίτερα δαπανηρή υποστήριξη ενός καταξιωμένου
θεσμού, που πρώτα αυτήν τιμά. Η πολιτισμική μας βιομηχανία δεν είναι τόσο βαριά
όσο φανταζόμαστε. Τα ΜΙΕΤ δεν μας περισσεύουν. Αν ο πραγματιστικός ή κυνικός
«εκσυγχρονισμός» εννοεί σαν περιττή πολυτέλεια τον πολιτισμό, τότε το SOS
γράφτηκε πάνω στην άμμο. Και δεν είναι καν ξανθή. Μαύρη είναι.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου