γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Ηταν πραγματικά το πρώτο
καλοκαιρινό βράδυ της χρονιάς. Είχε λουστεί και τα μαλλιά στέγνωναν χωρίς να
χρειάζεται σεσουάρ, φορούσε αμάνικες πιτζάμες και δεν κρύωνε, αλλά απολάμβανε
κάτι ήπιους κυματισμούς αέρα που έρχονταν πότε πότε φέρνοντας ευχάριστες
μυρωδιές: μια απλωμένη μπουγάδα, ένα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό, αδιόρατες
ευωδιές λουλουδιών.
Πολλοί άνθρωποι δεν ακούγονταν.
Τα σχολεία δεν είχαν κλείσει ακόμα, τα μεγαλύτερα παιδιά διάβαζαν γιατί έδιναν
εξετάσεις και οι γονείς φρόντιζαν να έχει ησυχία.
Περνούσαν αυτοκίνητα στον δρόμο,
ένα-δυο με μουσική στη διαπασών, αλλά κι αυτά χάνονταν γρήγορα. Μόλις είχε φάει
ένα μπολ με κεράσια, τα πρώτα γι’ αυτήν την άνοιξη που έφευγε με έναν
«μίνι-καύσωνα», όπως θα τον έλεγαν οι μετεωρολόγοι, με «πολύ υψηλές για την
εποχή θερμοκρασίες», και σκεφτόταν ότι μερικές φορές ο άνθρωπος μπορεί να χαρεί
με πολύ μικρά πράγματα. Καμιά δεκαπενταριά κεράσια, τη μυρωδιά μια καλοκαιρινής
νύχτας μέσα στον Μάη, την ξενοιασιά να στεγνώνουν μόνα τους τα μαλλιά της και
να έχει απλώσει στο δέρμα της μια κρέμα με άρωμα φρούτων, δώρο αναπάντεχο από
μια φίλη που τη θυμήθηκε ξαφνικά. Κι ένα τραγούδι που έπαιξε μετά από καιρό στο
ραδιόφωνο και της θύμισε μια κάποτε ευτυχισμένη μέρα, τέτοια περίπου εποχή,
κοντά στη θάλασσα.
Κάτι τέτοια βράδια, η ζωή
φαίνεται λίγο πιο γλυκιά: οι καθημερινές έγνοιες κάπως μαλακώνουν. Είναι εκεί,
τις ξέρεις, τις βλέπεις, αλλά αποφασίζεις να κάνεις ένα βήμα τη φορά. Μέχρι να
τις ρυθμίσεις όλες και να έρθει εκείνη η μέρα που δεν θα είναι τόσο πολλές,
ούτε τόσο βαριές, και θα αισθανθείς μια μικρή ανακούφιση.
Είναι που έρχεται και το
καλοκαίρι. Στην πόλη είναι πάντα πιο δύσκολο, πάντα πιο ζεστό, αλλά ό,τι και να
γίνει, έστω για λίγες μέρες θα φύγεις και λίγο θα ξεχαστείς - έτσι ελπίζεις
τουλάχιστον. Ατιμο πράγμα η ελπίδα, αλλά τι θα έκανες και χωρίς αυτήν…
Δεν το πάθαινε συχνά, αλλά εκείνο
το βράδυ την έπιασε μια νοσταλγία από τα μαθητικά της χρόνια. Ζήλεψε λίγο τα
παιδιά που περίμεναν να κλείσουν τα σχολεία. Που μέτραγαν τις μέρες για την
ελευθερία του καλοκαιριού, των ημερών που θα ήταν γεμάτες παιχνίδι και παιχνίδι
και πάλι παιχνίδι, για τρεις μήνες. Και αν υπήρχε μια γιαγιά στο χωριό, στο
βουνό ή στη θάλασσα, τότε ακόμη καλύτερα.
Μεγαλώνοντας μαθαίνεις να κλέβεις
τις όμορφες στιγμές, να θέτεις προτεραιότητες και να βάζεις στην άκρη κάποιες
από τις επιθυμίες σου - δεν ήξερε κανέναν που να μην το έχει κάνει. Εκείνη
ξέκλεβε χρόνο για διάβασμα, για μια βόλτα με αγαπημένους φίλους, για να
ζωγραφίσει. Μερικές φορές ξέκλεβε χρόνο για να κοιμηθεί - μα πώς γίνεται να μην
της φτάνει ο ύπνος; Εκείνη κάποτε μάλωνε με το κρεβάτι που της έκλεβε κομμάτια
από τη ζωή που ήθελε να ζήσει.
Και τώρα νύσταζε, αλλά η βραδιά
ήταν τόσο γλυκιά και δροσερή, τόσο ευχάριστη, που δεν ήθελε να μπει μέσα, να
κλείσει τα παράθυρα και να κοιμηθεί. Λαχταρούσε λίγη ακόμη δροσιά, όμορφες
μυρωδιές, ησυχία, λίγη ακόμη δωρεάν απόλαυση, αυτήν την εποχή που όλα είχαν
γίνει τόσο ακριβά.
Κοίταξε την ώρα, ήταν περασμένη
όμως. Στην απέναντι πολυκατοικία, στην είσοδο, δυο λάμπες, δυο ολοστρόγγυλοι
γλόμποι έμοιαζαν από μακριά με δίδυμα φεγγάρια όπως ήταν φωτισμένοι. Εσβησε τη
λάμπα στο μπαλκόνι για να τους βλέπει καλύτερα μέσα στο σκοτάδι. Κάτι τέτοιες
ώρες αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να περιγράψει την εικόνα αυτή ένας ποιητής,
ποια θα ήταν τα σωστά, τα κατάλληλα λόγια, αλλά δεν είχε απάντηση να δώσει.
Αφέθηκε -όπως δεν είχε κάνει εδώ και πολύ καιρό- να απολαύσει την όμορφη αυτή
νύχτα. Κι ας ήξερε πόσο βάρβαρο θα ήταν το χτύπημα του ξυπνητηριού το πρωί. Δεν
θα μετάνιωνε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό.