Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Δραστική μείωση στις παραδόσεις από την Gazprom σε ΕΕ – Εκτοξεύθηκαν στην Κίνα.!


Η ρωσική εταιρία παραγωγής φυσικού αερίου Gazprom ανακοίνωσε την Κυριακή ότι εφοδιάζει με φυσικό αέριο την Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας, σύμφωνα με τα αιτήματα των Ευρωπαίων πελατών της.


Τα αιτήματα αυτά καταγράφονται σε ποσότητες 97,2 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων (mcm) για την 1η Μαΐου 2022, έναντι 71,7 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου χθες.


Η εταιρία ανακοίνωσε ωστόσο ότι οι παραδόσεις  φυσικού αερίου στις χώρες της ΕΕ και την Τουρκία μειώθηκαν δραστικά το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, ενώ αυτές στην Κίνα εκτοξεύτηκαν κατά 60% μέσα σε ένα χρόνο, μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Power of Siberia.


Παράλληλα, οι παραδόσεις στην εγχώρια αγορά κατέγραψαν πτώση 3,7% «κυρίως λόγω των υψηλών θερμοκρασιών τον Φεβρουάριο».


Η Gazprom υπογράμμισε επίσης ότι τα αποθέματα φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης φτάνουν τα 6,9 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα.


«Για να επιτευχθεί ο στόχος πληρότητας 90% στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εταιρείες θα πρέπει να αντλήσουν επιπλέον 56 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου», προσθέτει ο ρωσικός ενεργειακός γίγαντας. 






πηγή

Ινστιτούτο Καταναλωτών: Οι αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα οφείλονται στο χρηματιστήριο και όχι στο Ουκρανικό.!




Η εκτίναξη της τιμής του ρεύματος, δεν οφείλεται στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά στο ότι ένα κοινωνικό αγαθό όπως το ρεύμα μετατράπηκε σε χρηματιστηριακή αξία, τονίζει σε ανακοίνωσή του το Ινστιτούτο Καταναλωτών Κορινθίας, καταρρίπτοντας έτσι ένα από τα κυβερνητικά σαθρά αφηγήματα που αποδίδουν τις αυξήσεις στην ενέργεια αποκλειστικά στην πολεμική σύρραξη. 


«Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που το 100% της ηλεκτρικής ενέργειας πέρνα μέσω του χρηματιστηρίου, ενώ στο σύνολο των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ηλεκτρική ενέργεια που περνά μέσω των χρηματιστηρίων τους αντιστοιχεί σε κλάσμα της παραγωγής που φτάνει το ανώτατο στο 30% περίπου», τονίζει το Ινστιτούτο Καταναλωτών, με την ανακοίνωσή του να έχει ως εξής:


 

1. Όπως είναι γνωστό, οι τιμές των λογαριασμών ρεύματος έχουν εκτοξευθεί με αποτέλεσμα οι καταναλωτές τόσο για τις κατοικίες όσο και για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να στενάζουν.

 

2. Το Ινστιτούτο Καταναλωτών Κορινθίας στηρίζει και συμμετέχει την συλλογική αγωγή της γενικής Ομοσπονδίας Καταναλωτών Ελλάδας- ΓΟΚΕ-ΙΝΚΑ κατά των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας που μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής εξασφαλίζουν τεράστια κέρδη σε βάρος των Καταναλωτών.

 

3. Το βασικό πρόβλημα όμως, είναι το γεγονός ότι η εκτίναξη της τιμής του ρεύματος, δεν οφείλεται -όπως διαδίδουν τα διάφορα παπαγαλάκια- στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά στο ότι ένα κοινωνικό αγαθό όπως το ρεύμα μετατράπηκε σε χρηματιστηριακή αξία.

 

4. Αυτό έγινε μέσω της δημιουργίας του χρηματιστηρίου ενέργειας με τον Ν. 4512/2018 για την αναδιοργάνωση της Ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Μέτοχοι του χρηματιστηρίου ενέργειας (Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας Α.Ε.) είναι:

ΛΑΓΗΕ (22%)

ΑΔΜΗΕ (20%)

ΔΕΣΦΑ (7%)

Χρηματιστήριο Αθηνών (21%)

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) (20%)

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) (10%).

 

5. Από το χρηματιστήριο αυτό πέρνα το 100% της παραγόμενης και πωλούμενης ενέργειας  ηλεκτρικού ρεύματος στην χώρα μας και η τιμή του διαμορφώνεται όχι από το μείγμα της παραγωγής του, όπως και θα ήταν το λογικό, αλλά από το ακριβότερο τμήμα του μίγματος, δηλαδή του φυσικού αερίου.

 

6. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που το 100% της ηλεκτρικής ενέργειας πέρνα μέσω του χρηματιστηρίου, ενώ στο σύνολο των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ηλεκτρική ενέργεια που περνά μέσω των χρηματιστηρίων τους αντιστοιχεί σε κλάσμα της παραγωγής που φτάνει το ανώτατο στο 30% περίπου.

 

7. Με απλά λόγια, τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και η σημερινή της Νέας Δημοκρατίας, ενίσχυσαν την κερδοσκοπία η οποία αποτελεί δομικό στοιχείο των μηχανισμών παραγωγής και διανομής της ενέργειας στην απελευθερωμένη αγορά ενέργειας. Εξαιτίας αυτής της πολιτικής, που αποτελεί πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τιμές της ενέργειας να ανεβαίνουν.

 

8. Σήμερα, στη χώρα μας είναι εγκατεστημένες μονάδες φυσικού αερίου ισχύος περίπου 5.000 MW, που το 2020 κάλυψαν το 36% της ζήτησης. Υπό αδειοδότηση βρίσκονται νέες μονάδες ισχύος 6.345 MW. Θα τις υλοποιήσουν οι ίδιοι όμιλοι που «επιχειρούν» και στον τομέα των ΑΠΕ. Όλες αυτές οι μονάδες φυσικού αερίου υπερβαίνουν σε ισχύ ακόμα και την αιχμή της ζήτησης στη χώρα μας!

 

9. Εφόσον εξακολουθήσει να εφαρμόζεται η παραπάνω πολιτική της μετατροπής της ηλεκτρικής ενέργειας, ενός πολύτιμου κοινωνικού αγαθού, σε εμπόρευμα και μάλιστα σε χρηματιστηριακό εμπόρευμα, η κατάσταση για τους καταναλωτές θα εξακολουθεί να επιδεινώνεται και θα βρεθούμε στο σημείο να εξαπλώνεται η φτώχεια – ενεργειακή και μη-  με ραγδαίους ρυθμούς.

 

10. Είναι χαρακτηριστικό ότι μπροστά στην κατάσταση που δημιουργείται  και στην όξυνση των κοινωνικών αντιδράσεων, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ρουμανία υπέβαλαν πρόσφατα κοινή πρόταση για τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, έτσι ώστε η τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές να αντανακλά το μέσο κόστος του ενεργειακού μείγματος και όχι το οριακό κόστος. Εννέα χώρες, μεταξύ τους η Γερμανία, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, απέρριψαν την πρόταση, με στόχο να διαφυλάξουν τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών, καθώς και την φιλοσοφία της εμπορευματοποίησης των πάντων που, άλλωστε, κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

11. Το Ινστιτούτο Καταναλωτών Κορινθίας, τιμώντας το καταστατικό του και τις κατευθύνσεις που πρέπει να έχει το καταναλωτικό κίνημα, έθεσε υπόψη της Ομοσπονδίας μας τους παραπάνω προβληματισμούς του και ζήτησε να γίνει θέση της Ομοσπονδίας των καταναλωτικών οργανώσεων Ελλάδας η κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας, άλλως ο περιορισμός της δραστηριότητας του σε κλάσμα που δεν θα υπερβαίνει το 10%.

 

12. Πιστεύουμε ότι είναι η μόνη ορθή θέση για να περιοριστούν οι επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης του κοινωνικού αγαθού της ηλεκτρικής ενέργειας.

 

13. Θεωρούμε ότι στην κρίσιμη κατάσταση που έχουμε εισέλθει, θα πρέπει να πάρουν θέση όλα τα πολιτικά κόμματα και η τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών, καθώς και οι μαζικοί φορείς.

 

14. Για το λόγο αυτό αποστείλαμε εκτενή επιστολή προς την κυβέρνηση,τα κόμματα της Βουλής, την Περιφέρεια Πελοποννήσου, τους δήμους της Πελοποννήσου, τους μαζικούς φορείς των νομών της Πελοποννήσου και ζητήσαμε την άμεση κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας, είτε την δραστική μείωση της ηλεκτρικής ενέργειας που διακινείται μέσω αυτού και πιο συγκεκριμένα σε ποσοστό που να μην υπερβαίνει το 10% της όλης παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, η τιμή του ρεύματος θα πρέπει να διαμορφώνεται από το μίγμα της παραγωγής του και όχι από το ακριβότερο τμήμα του μίγματος.

 

15. Κάπου ορισμένοι θα πρέπει να πάψουν να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους και να ενωθούν μαζί μας για να υπερασπίσουμε τα δικαιώματα των Καταναλωτών με την μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια .  







πηγή

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Γιάννης Ρίτσος: «Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»



Σαν σήμερα, Πρωτομαγιά, γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990), ο κομμουνιστής ποιητής που διαβάζεται και τραγουδιέται. Το καλύτερο αφιέρωμα είναι η ίδια οι ποίηση του.


Οι στίχοι από τη «Ρωμιοσύνη» του, που ακολουθούν, επιμένουν: «Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».

 

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.


Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέ-

      στη του ήλιου.

H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.

Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό

      πάνου απ’ την πίκρα τους.

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,

μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.


Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.


Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γε-

      νεια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και

      με ταμπούρλα.


Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας

από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος

η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους

η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.


Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη 

      νύχτα

βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε 

το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.


Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.


Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη

και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


II


Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο

      της πέτρας

είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το

      μεδούλι

είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει

      τα χρόνια.


Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς

κ’ οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι

      του Aλωνάρη

– κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο

      απ’ τον καημό της δύσης.


H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα

      λεκιασμένη απ’ τα σταφύλια.

Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ’ τον κάμπο

      η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.


Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.

H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.

Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ’ η ελιά,

μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας 

καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.


A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί

για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του

      καλοκαιριού «κι αυτό θα περάσει»

πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ’ τα εφτά

      σφαγμένα παλληκάρια της

ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.


Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης

μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου

και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα

καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους

και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες

κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.


A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει

      το κουράγιο

και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρό-

      φυλλά της διάπλατα

κοιτάει του Θεού τ’ αστροπερίχυτα περβόλια;


Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.

Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι

γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,

και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού

γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,

με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι

και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το 

      αλάτι.

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,

κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,

στ’ Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο 

      δείπνο

κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κρι-

      θαρένιο τους καρβέλι.


Έλα κυρά με τ’ αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι

από την έγνοια του φτωχού κι απ’ τα πολλά τα χρόνια –

η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,

μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου

κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατα-

      κόκκινος,

κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,

στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι

κ’ η μάνα κάτου απ’ τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού –

πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις

      πάλι τ’ άρματα

να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι

να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά

να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,

να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και 

      τ’ Aπριλιού το χιόνι

και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυ-

      ρώσει τις δαγκάνες του.


III


Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του μα-

      τιού μας

δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας 

      που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας

σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ’ το γόνα του μεσημεριού

οι άνθρωποι παν μπροστά απ’ τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια

      μπρος απ’ τα σκιαθίτικα καΐκια

ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του

      στο λιόγερμα

και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ’ άστρα

όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.


Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από 

      τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια

κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ’ άγρια μάτια και

      μαλλιά σκοινένια

κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βε-

      λονιά μια κόκκινη γοργόνα

κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη 

      φούστα της

και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην

      καρδιά τους

σαν τα χνάρια απ’ το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.


Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.

Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι

      αψύς κει πάνου.


΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης

και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς

ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ’ τα σκαμμένα στο βράχο σκαλο-

      πάτια

κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα

κάθουνται και μετράν τ’ αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά

      ασημένια τους κουταλοπήρουνα

κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογ-

      γίτικο μπαρούτι.


Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα 

      στη θηλειά τους

όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξε-

      κολλήσει πάνου απ’ το πικρό του μάτι.

Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια

από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι

      αλισφακιά.


Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύ-

      μησης

Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν

      καψούλι

Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιά-

      κουρα

θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον

      αγέρα

και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει

      τσάμικο καταμεσίς στην τάπια

και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα

      μπαλκόνια

αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.


Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ’ τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε

      πρωινό

στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος

κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη

όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.

Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.

Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.


IV


Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου

      που πεινάει,

μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο

στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.


Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα

με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι

με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους

και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρου-

      θούνια και στ’ αυτιά τους.


Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,

μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.


Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό – για να τον δώσουν.

Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,

μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά

      στα ράφια.


A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –

ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού

      και δειπνούσαν,

και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους

σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.


Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να

      ταΐσεις τα όνειρα;

Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη

      σωπάσει το τζιτζίκι,

τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα

      του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;


Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα

το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πώς

      μύριζε το χώμα –

και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας

πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα

ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ’ το χώμα 

κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;


Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα

με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός

και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.


Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Kάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – περμένουνε την ώρα, δεν

      κοιμούνται,

περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα

είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.


V


Kάτσανε κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο

κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα

βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε

      στο μονοπάτι της νύχτας

πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας

πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε

      τη σημαία.


Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι

ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθι-

      νοπώρου.

Tίποτ’ άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.

Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ’ τις πέτρες

με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο

      στην πεσμένη πόρτα.

Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά με-

      γάλωνε πολύ

κ’ είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό

      της σκοτωμένης.


Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα

      σάπια πλατανόφυλλα

τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς

      σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι

όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το

      λελέκι του χιονιού;

Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα 

      μαλλιά τους

ξερρίζωσαν τ’ αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη

      ρώγα των εχτρών το στόμα,

βάλαν σ’ ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με

      τα μαχαιροπήρουνα

και τριγυρνάνε έξω απ’ τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας 

      τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.


Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,

      λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη –

τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά

      ή κάτου απ’ τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε –

θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους

θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρω-

      τήσουν μια μαργαρίτα

να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή

      μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.

Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν

      το ψωμί και το δίκιο τους.


Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρ-

      τούνα. Πούναι η βάρκα;

Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο

      το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;

Στάχτη η ελιά, τ’ αμπέλι και το σπίτι.

Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ’ αστέρια της μες στο τσουράπι.

Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ’

      άγγιξε η φωτιά.

Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι – και να κοχλάζει μόνο το νερό

      στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.


Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους – τρε-

      χει το αίμα μες στις φλέβες.

Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;

Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.

Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.

Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.

Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το 

      δέντρο τον καρπό του.

Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.

Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.


Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η

      γριά δύση.

Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.

Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.

Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.


Mέσα στ’ αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια

μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού

κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.

Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας

      τους,

τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα

      τσιγάρα τους και τ’ αγκάθια των άστρων.


K’ η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο

      άντικρυ στη θάλασσα

αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι

μεθαύριο θ’ ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της 

      Aγιά-Σωτήρας

αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν

κ’ ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού

      στον κόρφο της λιακάδας.

K’ ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την 

      καρδιά τους

σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.


VI


Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την

      αντικρυνή πλαγιά της μέρας

λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της 

      δίψας

λογαριάζεται απ’ την αρχή η παλιά λαβωματιά

κ’ η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύ-

      δια μπρος στις πόρτες.


Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα

όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.


Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο 

      ψόφιος ποντικός.

Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και

      τη στέρνα.

Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ’ το μπαρούτι.


Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας

πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού

πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την 

      αστρομαντινάδα της στη λύρα.


Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και

      τα σπερδούκλια.

Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.

Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια

      καθόλου τόπο

για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει 

      τα μαλλιά της.


Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρω-

      μένο πέλαγο

κ’ οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά

σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυ-

      παρίσσι.


Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.

Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά

      στις καπνισμένες πέτρες

ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ’ το θάνατο

ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι

      μεντζεσόλα

χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού

μα απ’ την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος

και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η

      οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα

κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος

      στην πύλη.

Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.


Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ’ τους ίσκιους ξένων καραβιών.

Kλεισμένοι οι δρόμοι απ’ τα ντουβάρια. 

Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.

Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους

ν’ ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.


Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν

      το κάστρο.

Kάτου απ’ τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι,

      δεν απόστασες;

Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου

πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,

ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι – δε θυμάσαι;

δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,

το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο με-

      γάλο δάχτυλο του ποδαριού

σού λέει την ομορφιά του κόσμου.


Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ’ την αρμύρα.

Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ’ το κεφάλι τής

      σιωπής

στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε

      βλέπει.

Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο

έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα

βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά

και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου

να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε

όταν θα βγάζεις απ’ τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα

και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις

      λεβεντιά και δόξα.


Ύστερα θ’ ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου

και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα

πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια

πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι

έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν

      στην κουβέρτα του ίσκιου –

θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ’ ουρανού να βρείς το γαλανό 

      σημάδι

σάμπως να βρίσκεις πάνου απ’ το πουκάμισο τη ρώγα της γυ-

      ναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου

σάμπως να βρίσκεις ύστερ’ από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας 

      του πατρικού σπιτιού σου.


VII


Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην 

      αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.

Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα

έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.

Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφή-

      γκας με τις πολλές πολεμίστρες,

στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ’ η φωνή του

      φετεινού τζίτζικα,

στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμί-

      λητο, πολύ βασανισμένο,

πιστό σκυλί – τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο

      σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες

τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.


Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού

      καλοκαιριού

μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς –

η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της 

έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της

και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο

στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή

σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ’ ένα πλατύ φύλλο μου-

      ριάς που την ξεραίνει η κάψα.


Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του

έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι

έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του

και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρω-

      τοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.


Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου

έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ’ η κάπαρη.

Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο

μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο

στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια – η ίδια πανάρχαιη φωνή.

Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους

ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του

απ’ την κοψιά του σαγονιού κι απ’ τα πέτρινα φρύδια,

ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.

Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρ-

      ντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.


Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανά-

      μεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους

έτσι που μένουν τα κομμάτια τ’ ουρανού ανάμεσα από τα καλο-

      καιριάτικα άστρα

τότε μπορεί να βρούμε τ’ όνομά τους και μπορεί να το φωνά-

      ξουμε: αγαπώ.

Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.

Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα

      χέρι και λες καλησπέρα

με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πα-

      τρικό του

και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνω-

      ρίσει το θάνατο

κ’ έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ’ τη ζωή και πάνου από το

      θάνατο

και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K’ είναι σίγουρος

πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά

      του Θεού.

Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια

      στεναχώρια,

τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ’ τα κάγκελα του μπαλ-

      κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του

μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων

      και των αδελφών του.


Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη (από τα Ποιήματα 1930-1960, B΄, Kέδρος 1961)  – Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού – Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμός.  





πηγή

Οι 200 της Καισαριανής – «…Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα»

 Τα γράμματα των αγωνιστών στο δρόμο προς την εκτέλεση


 



Η διαταγή των Γερμανών ναζί κατακτητών δημοσιεύτηκε στις 30 Απρίλη 1944:


«…Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του (…) Ως αντίποινα θα εκτελεστούν: 1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944. 2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην…».


«Ανανδρία» – στη γλώσσα των κατακτητών (και των συνεργατών τους) – ήταν ο ηρωικός αγώνας ενάντια στην Κατοχή.


Στη γλώσσα των ναζί (και των ντόπιων ομοϊδεατών και επιγόνων τους) «δολοφονία» ήταν η ένοπλη αναμέτρηση του λαού με τις ορδές και τους γκαουλάιτερ του Χίτλερ.


Την επομένη, μέρα Δευτέρα, ξημέρωνε Πρωτομαγιά. Η Πρωτομαγιά του ’44. Το προσκλητήριο του θανάτου είχε ήδη γίνει από τα χαράματα, στο Χαϊδάρι. Κι από κει στο Σκοπευτήριο. Στην Καισαριανή.


Στη διαδρομή από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, οι μελλοθάνατοι αποτυπώνουν τις στερνές τους σκέψεις στο χαρτί. Πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα.


Όσα απ’ αυτά διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το ’45 στην επιθεώρηση «Σήμερα».


Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο κομμουνιστής που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των μελλοθάνατων. Που αρνήθηκε να πάρει τη δική του θέση άλλος συγκρατούμενός του. Στο δρόμο προς το εκτελεστικό απόσπασμα, γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου».


Ο Νίκος Μαριακάκης στο δικό του σημείωμα έγραψε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».


Ο Δημήτρης Σόφης: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».


Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «…Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ…».


Οι 200 της Καισαριανής έδωσαν τη ζωή τους για εκείνα τα ανώτερα ιδανικά που δίνουν περιεχόμενο στην έννοια «άνθρωπος». Και δεν πέθαναν ποτέ.


Εκείνη την Πρωτομαγιά, την Πρωτομαγιά του ’44, την έγραψαν με το αίμα τους σε ένα κεφάλαιο της Ιστορίας που δε θα σβήσει ποτέ.


Οι 200 αντιφασίστες πατριώτες κομμουνιστές έγιναν θρύλος. Οι κομμουνιστές δεσμώτες, που η ελληνική πλουτοκρατία, η κυβέρνηση του Τσουδερού και το καθεστώς του Μεταξά κρατούσαν έγκλειστους στην Ακροναυπλία και την Ανάφη, οι κομμουνιστές που με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα το καθεστώς του Μεταξά και οι δωσίλογοι τους παρέδωσαν στους ναζί, μετέτρεψαν με το αίμα τους το Σκοπευτήριο σε θυσιαστήριο της λευτεριάς.


Την Πρωτομαγιά του ’44, οι 200 της Καισαριανής σήκωσαν την Ελλάδα ένα μπόι ψηλότερα. Οι πάνω από 750 συνολικά εκτελεσμένοι πατριώτες στο θυσιαστήριο της Καισαριανής σήκωσαν την Ελλάδα ψηλότερα με εκείνο τον τρόπο που ξέρουν να το κάνουν οι κομμουνιστές. Τον τρόπο που περιέγραψε λίγα χρόνια αργότερα ο Μπελογιάννης: «Με την καρδιά μας και με το αίμα μας».




Νίκος Μπογιόπουλος

 

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *