γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Ο Ιούλιος με το «φωτεινό
πουκάμισο»** έφευγε, ανοίγοντας τον δρόμο για τον «πέτρινο Αύγουστο»** με τα
μικρά ανώμαλα σκαλιά. Οι νύχτες ήταν ζεστές -όχι όσο οι μέρες. Γρύλοι και
τζίτζικες συνόδευαν τις ώρες έως ότου να αποφασίσεις να πας για ύπνο -δεν
γινόταν διαφορετικά, μετά την ταλαιπωρία του καύσωνα. Πώς να αντέξεις τη
φλεγόμενη πόλη.
Εχεις ξεκουραστεί ύστερα από την
πολυτέλεια των ολιγοήμερων διακοπών. Το αισθάνεσαι, το βλέπεις στο δέρμα και
στο πρόσωπό σου, ακόμη μπορείς να ανακαλείς στη μνήμη την αίσθηση του νερού στο
Αιγαίο -εκεί όπου ο βοριάς πάντα θα κάνει αυτό που πρέπει.
Το ότι έχεις ξεκουραστεί το
ξέρεις και από κάτι ακόμα: οι σκέψεις σου καθάρισαν. Μαζί με το σώμα που βρήκε
πάλι το σχήμα του μέσα στο νερό -ελεύθερο από τους περιορισμούς των ρούχων και
τη βαρύτητα που τράβαγε τα πόδια σου κάτω-, το νευρικό σύστημα χαλάρωσε
ξυπνώντας από τη δροσιά και το αλάτι, το πνεύμα βρήκε χώρο να απλωθεί και να
τακτοποιήσει τα ντουλάπια του. Να πετάξει τα παλιά, να αερίσει τα πολύτιμα, να
αποθηκεύσει τα αείποτε χρήσιμα και να κάνει χώρο για τις νέες ή διαρκείς
ανάγκες, τις ιδέες και -γιατί όχι;- τα όνειρα. Γιατί «ζει κανείς μόνον με έναν
ξερό μισθό;»***.
Τη μεγαλύτερη δουλειά την έκαναν
οι νύχτες. Οταν μέσα από το σκοτάδι μιας βεράντας η μόνη θέα σου είναι ο
έναστρος ουρανός και τα φώτα των πλοίων πέρα βαθιά στη θάλασσα, ή εκείνα που
τρεμοπαίζουν στο απέναντι νησί. Μικρά κίτρινα ή λευκά φωτάκια, κάποια που
φαντάζουν κόκκινα -σαν την ουρά της πυγολαμπίδας. Τα όρια του μυαλού
διευρύνθηκαν όλα, με το δροσερό αεράκι που παίρνει τη λάβρα από το κοκκινισμένο
δέρμα και το καιόμενο μυαλό, έγιναν πιο καθαρά, πιο σαφή, σίγουρα πιο ειλικρινή
-αρκούσε να θέλεις να ακούσεις αυτό που μέσα σου ξέρεις, το είχες δει στο
όνειρό σου ένα βράδυ που η ησυχία σε άφησε να καταλάβεις εσένα πρώτα και ύστερα,
ίσως λίγο, τους άλλους.
Δεν έχει λόγια αυτή η αλήθεια,
δεν έχει λέξεις -κι αν έχεις φωνήεντα και σύμφωνα να την ντύσεις, είναι φτωχά,
μικρά και λίγα και δεν χωράνε το μεγάλο, το όλον των εννοιών. Αλλά τις ξέρεις,
τις κατανοείς βαθιά. Οπως εκείνη την ώρα, που καθόσουν σε μια μεγάλη πέτρα,
κάτω από ένα αρμυρίκι, με τα πόδια σου μέσα στο νερό. Μόνη μουσική ο φλοίσβος,
ίσως και ένα τζιτζίκι. Οποιος πέρασε δίπλα σου ίσως να σκέφτηκε πως ρεμβάζεις,
πως απολαμβάνεις μια στιγμή στον διεσταλμένο χρόνο των διακοπών. Ενας από τους
πολλούς. Σε έναν πλανήτη τόσων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, θα υπάρχουν κι άλλοι
σαν εσένα -ευτυχώς. Εκείνη είναι ακριβώς η στιγμή που έκανες τη σημαντική
δουλειά, χωρίς περισπασμούς, χωρίς φιοριτούρες και ωραιοποιήσεις. Δεν τις χρειαζόσουν,
βρισκόσουν μέσα στην απόλυτη ομορφιά.
Και τώρα που είσαι πίσω, στο
λίγο-πολύ ίδιο «κάθε μέρα», ξέρεις τι θέλεις, τι αγαπάς, τι επιθυμείς βαθιά και
για ποιο πράγμα και -κυρίως- πώς πρέπει να παλέψεις. Ξέρεις και έως πού μπορείς
να φτάσεις -με όλα τα όρια που σου έχουν επιβάλει ο κόσμος, οι συνθήκες, ο
χαρακτήρας και πάνω από όλα οι επιλογές σου. Βοηθός, αναπόφευκτα, το όνειρο.
«Είναι ελευθέρα η είσοδος;/ Οχι
εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου/ πριν ελπίσω»***. Σου τη δίνει, πώς θα
μπορούσε να γίνει αλλιώς, αλλά με «κάποιες οδηγίες αυστηρές». Ελπίζεις να τις
θυμάσαι όλες στην πορεία. Κυρίως εκείνη που λέει «ν’ αφήσω/ το αίτημά μου στην
κρεμάστρα/ ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ/ κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα/ μ’ αυτό
που ζωγραφίζει η έκκλησή μου»***.
Δύσκολος ο δρόμος που ανοίγεται,
αλλά είναι δρόμος.
* Από το ομώνυμο ποίημα του
Γιάννη Ρίτσου. ** Από τους «Ναούς στο σχήμα τ’ ουρανού» - Οδυσσέας Ελύτης. ***
Κική Δημουλά, «Συνέντευξις», από την «Εφηβεία της λήθης»
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου