Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Η χειραφέτηση του τηλεθεατή

γράφουν Άντα Ψαρρά - Τάσος Κωστόπουλος - Δημήτρης Ψαρράς
Παραζαλισμένοι ακόμα από τον αιφνιδιασμό του δημοψηφίσματος, το βράδυ της περασμένης Κυριακής οι μπαρουτοκαπνισμένοι αναλυτές ραδιοφώνων και καναλιών πάσχιζαν να εξηγήσουν το ανεξήγητο. Οι πιο τολμηροί -ανάμεσά τους ακόμα και ο διευθυντής του «Βήμα FM»- δεν άργησαν να εντοπίσουν το λάθος της καμπάνιας τού«ναι» που οδήγησε στη συντριβή.
Ηταν, λέει, η άστοχη έμπνευση ορισμένων οργανωτών της καμπάνιας, που φρόντισαν να ανασύρουν από την πολιτική ναφθαλίνη παλιούς πολιτικούς, ακόμα και τους γνωστούς απαξιωμένους πρωθυπουργούς, από τον Μητσοτάκη μέχρι τον Σημίτη, με αποτέλεσμα να γίνει ορατό σε όλους τους ψηφοφόρους ότι πίσω από τις μεγαλοστομίες και την τρομοκρατία κρυβόταν η επιδίωξη της επανόδου στο προσκήνιο εκείνων που είχαν τόσα χρόνια κυβερνήσει, των ίδιων που ευθύνονται για το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει η χώρα μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Και έτσι πήγε στράφι -σύμφωνα με τους ίδιους- η τόσο μελετημένη προσπάθειά τους να εμφανίσουν την καμπάνια τού «ναι» σαν ένα αυθόρμητο ξέσπασμα της κοινωνίας των πολιτών, μια πρωτοβουλία αυτόνομη από το πολιτικό σύστημα που έχει καταρρεύσει. Ασφαλώς δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα η εκτίμηση αυτή.
Είναι γεγονός ότι η παρουσία πολιτικών προσωπικοτήτων από το παρελθόν και η αποθεωτική υποδοχή τους στις συγκεντρώσεις τού «ναι» έφεραν στην επιφάνεια τους κρυφούς μηχανισμούς κινητοποίησης που έπρεπε, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, να παραμείνουν στο σκοτάδι. Και ανέδειξαν σε φιέστα της Νέας Δημοκρατίας αυτό που υποτίθεται ήταν παλλαϊκό και υπερκομματικό. Από την άλλη πλευρά -πράγμα παράδοξο- οι συγκεντρώσεις του «όχι» αποδείχτηκαν πραγματικά υπερκομματικές, παρά το γεγονός ότι την Παρασκευή ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός κεντρικός ομιλητής.
Μόνο που αυτή είναι η μισή αλήθεια. Πίσω από αυτήν τη βεβαιότητα εκείνων που υποδείκνυαν τους παλιούς και φθαρμένους πολιτικούς ως μοναδικούς υπεύθυνους για το φιάσκο του «ναι», οι αναλυτές έκρυβαν τον πραγματικό χαμένο της Κυριακής, εκείνον που έγειρε την πλάστιγγα με τόσο πάταγο υπέρ τού «όχι».
Η ανύπαρκτη δήλωση της Λούκας Κατσέλη σε αλλεπάλληλα τρομο-ρεπορτάζ του Mega και του Σκάι | 
Αναφερόμαστε φυσικά στους ίδιους τους αναλυτές και στα μέσα ενημέρωσης που έδωσαν την προηγούμενη εβδομάδα έναν άνευ προηγουμένου αγώνα προκειμένου να επικρατήσει το «ναι». Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια καινούργιο. Το έχουμε ζήσει με ποικίλες μορφές από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τη δημιουργία της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μόνο που για πρώτη φορά ήταν τόσο εντυπωσιακή η σύμπνοια των αναλυτών και, κυρίως, τόσο απροσχημάτιστη η μονομέρεια των ρεπορτάζ. Το καινούργιο, λοιπόν, είναι ότι κάτω από αυτές τις τόσο καταιγιστικές συνθήκες (παρα)πληροφόρησης οι ψηφοφόροι επέλεξαν να στρέψουν την πλάτη τους στα μηνύματα καταστροφής και έδρασαν ως αυτεξούσιοι πολίτες.
Αυτό δεν το πίστευε κανείς. Πρώτοι πρώτοι οι δημοσκόποι, που προσέθεσαν άλλον ένα κρίκο στην αλυσίδα των διαδοχικών τους αποτυχιών, μόνο που για πρώτη φορά αυτή η αποτυχία ήταν τόσο παταγώδης.
Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική. Γιατί η σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία ήταν μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό «τηλεοπτική». Μπορεί σε μερίδες της ελληνικής κοινωνίας να είχε απαξιωθεί το μιντιακό σύστημα παράλληλα με την κατάρρευση του πολιτικού δικομματικού συστήματος, αλλά μέχρι την προηγούμενη Κυριακή διατηρούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα του «κυρίαρχου» και εμφανιζόταν να ξεφεύγει από το κάδρο της απαξίωσης που περιβάλλει το σύνολο του «παλιού» πολιτικού κόσμου.

Ποιος είναι ο λόγος που συνέβησαν όλα αυτά;
α) Ο πρώτος λόγος -και ο πιο δύσκολα κατανοητός από τους τηλεοπτικούς πρωταγωνιστές- είναι ότι για τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων η καταστροφή είναι ήδη εδώ, δεν επίκειται. Αυτοί που έφριτταν με τον περιορισμό των 60 ευρώ στις αναλήψεις από τα ΑΤΜ, δεν συνειδητοποιούσαν ότι το ποσό αυτό (1.800 καθαρά τον μήνα) είναι πολύ παραπάνω από όσα αποτελούν το μηνιαίο εισόδημα της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών. Οταν πριν από αρκετές βδομάδες ο καθηγητής Γιάννης Μηλιός είχε προτείνει την επιβολή ελέγχου κεφαλαίων ύψους 300 ευρώ ημερησίως, ήταν και πάλι τα ίδια μέσα ενημέρωσης που ξεσηκώθηκαν με την «ανίερη» πρόταση, η οποία βέβαια αν είχε υιοθετηθεί θα είχε αποφευχθεί η αφαίμαξη των τραπεζικών καταθέσεων και θα είχε προληφθεί η ασφυξία του τραπεζικού συστήματος και η εκροή καταθέσεων στο εξωτερικό.
β) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή τη φορά δεν τηρήθηκε κανένα πρόσχημα. Τα κανάλια μετατράπηκαν σε κανονικά και συστηματικά οχήματα προπαγάνδας, παραβιάζοντας κάθε έννοια νομιμότητας και δεοντολογίας. Ακόμα και το πρωτοσέλιδο των «New York Times», που εκδίδει η «Καθημερινή», αναφερόταν το περασμένο Σαββατοκύριακο στη σκανδαλώδη καμπάνια παραπληροφόρησης από τα «κανάλια των Ελλήνων ολιγαρχών». Το φαινόμενο ήταν τόσο γενικευμένο και εξόφθαλμο ώστε κάθε πολίτης μπορούσε να διαγνώσει τη «στράτευση» των πρωταγωνιστών της τηλεδημοκρατίας στην καμπάνια τού «ναι».
γ) Ο τρίτος λόγος ήταν ότι οι υποστηρικτές τού «ναι» εμφανίστηκαν να ταυτίζονται με τις επιταγές των πιο σκληρών εκπροσώπων των «θεσμών», υιοθετώντας τη λογική τής «πάση θυσία» υπογραφής μιας συμφωνίας, εισπράττοντας έτσι τη λαϊκή κατακραυγή και καταρρακώνοντας κάθε στοιχείο αξιοπιστίας που τους είχε απομείνει.
δ) Ο τέταρτος λόγος είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης επιδόθηκαν σε μια τερατώδη περιγραφή των δυσκολιών της «επόμενης μέρας», με συνεχείς αναφορές στις ουρές, με επιλογή κατάλληλων συνομιλητών και αποκλεισμό όσων διανοούνταν να πουν κάτι διαφορετικό. Το λάθος τους αυτή τη φορά ήταν ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών είχε προσωπική εμπειρία από τις ουρές αυτές και αντιμετώπισε την ταλαιπωρία με εξαιρετική ψυχραιμία. Και έτσι η ουρά με εκατοντάδες πολίτες που εξακολουθούσε να μεταδίδεται το Σάββατο, ερχόταν σε σύγκρουση με τη βιωμένη γνώση του πολίτη και απογύμνωνε την προπαγάνδα των καναλιών.
ε) Ο πέμπτος λόγος είναι ότι η κινδυνολογία τους δεν περιορίστηκε σε προβλέψεις μελλοντικών καταστροφών, αλλά περιέλαβε και προβλέψεις για τις επόμενες ώρες. Το ρίσκο δεν τους βγήκε, και η αξιοπιστία τους λαβώθηκε θανάσιμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η συνεχής αναφορά σε επικείμενες συγκρούσεις και ταραχές, ειδικά εν όψει των δύο αντίπαλων συγκεντρώσεων της Παρασκευής. Ως γνωστόν, δεν υπήρξε ούτε καν φραστικό επεισόδιο μεταξύ των δύο ομάδων διαδηλωτών, σημάδι ότι η πολιτική ωριμότητα των συγκεντρωμένων υπερέβαινε κατά πολύ την πολιτική σκέψη των αναλυτών. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η επί τρεις μέρες επαναλαμβανόμενη πρόβλεψη ότι «δεν πρόκειται να φτάσουμε σε δημοψήφισμα» επειδή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανίκανη να θέσει σε λειτουργία την κρατική μηχανή μέσα σε τόσο περιοριστικά χρονικά πλαίσια. Η απρόσκοπτη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος λειτούργησε για όλους τους ψηφοφόρους ως ακόμα μια απτή απόδειξη για τα ψέματα της προπαγάνδας τού «ναι».
στ) Ο έκτος λόγος είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης παγιδεύτηκαν στην ίδια την αλαζονεία τους. Βασιζόμενα σε κάποια πρώτα δημοσκοπικά ευρήματα στις αρχές της εβδομάδας, ερμήνευσαν το σοκ των πολιτών από το κλείσιμο των τραπεζών ως ένδειξη λαϊκού ρεύματος υπέρ του «ναι» και πορεύτηκαν από εκείνη τη στιγμή λες και είχε ήδη απορριφθεί η κυβερνητική πρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτεθούν ανεπανόρθωτα, αφού δεν φρόντισαν να τηρήσουν τούτη τη φορά ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα.
Το «Πρώτο Θέμα» αφιέρωσε εξ ολοκλήρου το εκλογικό του φύλλο στην προπαγάνδα του «ναι» | 
ζ) Ο τελευταίος λόγος είναι και ο σημαντικότερος. Πίσω από τη φιλολογία περί «αιφνιδιασμού» ή περί «επικίνδυνου» δημοψηφίσματος, ήταν πολύ δύσκολο για τους αναλυτές των μέσων ενημέρωσης να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους. Ενθαρρημένοι από την ανάλογη σκληρή στάση των εκπροσώπων των δανειστών, θεώρησαν ότι η συγκυρία ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για να ανατραπεί η κυβέρνηση στην Ελλάδα. Απογοητευμένοι από το γεγονός ότι οι (δικές τους) δημοσκοπήσεις εξακολουθούσαν να πιστοποιούν τη λαϊκή απήχηση των κυβερνητικών χειρισμών και τη δημοφιλία του πρωθυπουργού, πίστεψαν ότι μπορεί να επαναληφθεί η ιστορία των Κανών, με το δημοψήφισμα-οπερέτα του Γιώργου Παπανδρέου, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησής του και στην εξωθεσμική συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου. Αλλά ήταν τόσο ορατή αυτή η πρόθεσή τους να ανατρέψουν την κυβέρνηση, ώστε απέβη μπούμερανγκ και οδήγησε στη δική τους απαξίωση.
Η παραίτηση Σαμαρά το βράδυ της Κυριακής επιβεβαίωσε αυτό που πάσχιζε να αποκρύψει η καμπάνια τού «ναι», ότι δηλαδή η αντιπαράθεση προς την κυβέρνηση είχε καθαρά κομματικά χαρακτηριστικά και μοναδικό στόχο την εκβιαστική είσοδο σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα. Η παρουσία των ηγετών των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης (Ν.Δ., Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) στις Βρυξέλλες τις κρίσιμες ώρες που παρουσίαζε ο Αλέξης Τσίπρας τις τελευταίες προτάσεις του (το περίφημο κείμενο των 47 σελίδων) δεν έγινε για να ενισχυθεί η ελληνική θέση, αλλά για να υποδειχτεί ότι υπάρχουν ήδη στον προθάλαμο της Κομισιόν οι «πρωθυπουργίσιμοι».
Και εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε από τα μέσα ενημέρωσης μια λυσσαλέα προσπάθεια να αποδειχτεί ότι τα μέτρα που πρότεινε η κυβέρνηση θα οδηγήσουν σε Αρμαγεδδώνα, προκαλώντας τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αποκηρύξουν τη συμφωνία και προεξοφλώντας ότι «δεν περνάει» από τη Βουλή. Οι ίδιοι που προπαγάνδιζαν την «πάση θυσία» συμφωνία, φρόντισαν να υπονομεύσουν το κυβερνητικό σχέδιο, εφόσον το πραγματικό τους μέλημα δεν ήταν το τι θα περιλαμβάνει η συμφωνία, αλλά ποιος πρωθυπουργός θα την υπογράψει.
Για τον τρόπο που λειτούργησε ο μηχανισμός αρκούν δύο απλά παραδείγματα:

1. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος.
Εκεί που επικέντρωσε τις προσπάθειές της η καμπάνια των μέσων ενημέρωσης υπέρ τού «ναι» ήταν στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος που έθεσε η κυβέρνηση. Ακολουθώντας τις δηλώσεις των ευρωκρατών και των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, επιχειρήθηκε να υποκατασταθεί το πραγματικό ερώτημα με το παραπειστικό «Ναι ή όχι στο ευρώ». Γνωρίζοντας από πολλές παλιότερες δημοσκοπήσεις το δεδομένο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν συμμερίζεται την προοπτική εξόδου από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, δοκίμασαν να εκμεταλλευτούν τη φοβία των πολιτών μπροστά σε ένα «αχαρτογράφητο» νομισματικό μέλλον. Μόνο που δεν έπιασε το κόλπο.
Η επιχείρηση οδηγήθηκε σε τραγέλαφο, όπως φάνηκε στη δημοσκόπηση της εταιρείας GPO, που παρουσίασε το Mega στο κεντρικό δελτίο του την Παρασκευή.

Ενώ ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εμφανιζόταν να προηγείται ελαφρά το «ναι», στο ερώτημα «Πιστεύετε ότι το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι “ναι ή όχι στο ευρώ;”» υπερείχε καθαρά το «όχι» (49,7%) του «ναι» (44,4%). Οι αριθμοί αυτοί έδειχναν καθαρά ότι επίκειται επικράτηση του «όχι», και μάλιστα με διαφορά, αν λάβει κανείς υπόψη ότι υπάρχει και ένα αξιοσημείωτο ποσοστό πολιτών που προσβλέπει σ' αυτήν την εξέλιξη (δηλαδή την έξοδο από το ευρώ). Αλλά εδώ σημασία έχει το πώς αντέδρασαν σ' αυτό το εύρημα οι πολύπειροι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
«Τι πιστεύει δηλαδή αυτό το 49,7%;» αναρωτήθηκε ο Γιάννης Πρετεντέρης. Ο πρόεδρος της GPO Τάκης Θεοδωρικάκος φάνηκε κι αυτός απροετοίμαστος: «Αυτοί μπορεί να πιστεύουν κάτι διαφορετικό». Λες και δεν είχε ξεκαθαρίσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός με ομιλίες, συνεντεύξεις και διαγγέλματα ότι το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν έχει σχέση με την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Ο Γ. Πρετεντέρης συνέχισε: «Ξέρουμε τι πιστεύουνε;» ο Τ. Θεοδωρικάκος συμμερίστηκε χωρίς δυσκολία την υποβολιμαία απορία: «Δεν έχουμε διερευνήσει τι εκείνοι πιστεύουν». Τον διέκοψε ο Γ. Πρετεντέρης: «Είναι και πολλοί. Ενας στους δύο. Λένε δεν είναι “ναι ή όχι στο ευρώ”. Πολύ ωραία. Τι ακριβώς τότε ψηφίζουμε την Κυριακή;».
Το ερώτημα βέβαια δεν μπορούσε να απαντηθεί, γιατί θα ξεσκεπαζόταν το παιχνιδάκι των λέξεων. «Θέλετε, κ. Πρετεντέρη, να σας απαντήσω τι θα ψηφίσουμε την Κυριακή;» ήταν το ελαφρώς ειρωνικό σχόλιο του δημοσκόπου. Αλλά ο Γ. Πρετεντέρης δεν δυσκολεύτηκε: «Ειλικρινά, αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να είχαμε βάλει ένα-δυο ερωτήματα παραπάνω για να καταλάβουμε τι ψηφίζουν αυτοί». Από κοντά και η Ολγα Τρέμη: «Και πού ξέραμε ότι θα βρούμε τέτοιες απαντήσεις». «Σωστό κι αυτό», συναινεί ο Πρετεντέρης. Και αργότερα συνεχίζει: «Αυτό το ότι το ερώτημα δεν είναι “ναι ή όχι στο ευρώ” χρήζει μιας περαιτέρω διερεύνησης. Επομένως τι είναι; Δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι». Η Ολγα Τρέμη θα συμπληρώσει: «Εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της δημοσκόπησης και δεν θεωρώ ότι είναι δημοσκοπικού χαρακτήρα ζήτημα. Πιστεύω ότι είναι πολιτικού χαρακτήρα ζήτημα».
2. «Λεφτά δεν υπάρχουν»
Λες και δεν ήταν σε όλους ορατή η δυσπραγία της ελληνικής οικονομίας και η οριακή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, επιχειρήθηκε την τελευταία στιγμή να εμφανιστούν τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Στους «τίτλους» των δελτίων ήταν η πρώτη αναφορά: «Δήλωση-βόμβα από τη Λούκα Κατσέλη. Τα λεφτά φτάνουν μέχρι τη Δευτέρα». Δυο λεπτά αργότερα η Ολγα Τρέμη θα επαναλάβει: «Τα χρήματα επαρκούν μέχρι τη Δευτέρα, όπως είπε η πρόεδρος της Ενωσης Τραπεζών».

Και επειδή δεν φάνηκε να αρκεί το όριο της Δευτέρας, προστέθηκε ο κίνδυνος να μην υπάρχουν χρήματα ούτε το Σαββατοκύριακο | 
Πρώτο θέμα του δελτίου ήταν η «δήλωση-βόμβα της Λούκας Κατσέλη όσον αφορά τις τράπεζες». Και η αρμόδια ρεπόρτερ ανέφερε ότι «η Λούκα Κατσέλη δήλωσε ότι υπάρχουν χρήματα στις τράπεζες έως τη Δευτέρα. Είναι μια δήλωση που δημιουργεί αίσθηση. Μάλιστα στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κυρίου Δραγασάκη, ο οποίος δήλωσε ότι τα ΑΤΜ θα είναι φορτωμένα για το Σαββατοκύριακο». Η συνέχεια του ρεπορτάζ ανέφερε βέβαια ότι από τη στιγμή που επιβλήθηκε ο έλεγχος κεφαλαίων η εκροή χρημάτων ήταν πολύ μικρότερη από την αναμενόμενη. Για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση, η Ολγα Τρέμη σπεύδει να ξεκαθαρίσει: «Πάντως, αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν εξαρτήσει τις αποφάσεις τους από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με ό,τι αυτό σημαίνει».
Είκοσι λεπτά αργότερα, η «είδηση» επαναλαμβάνεται. Πάλι εμφανίζεται η «δήλωση-βόμβα» της κυρίας Κατσέλη, πάλι το πλάνο με τις ουρές στα ΑΤΜ συνοδεύεται με τον τίτλο «Τράπεζες: τα χρήματα φτάνουν μέχρι τη Δευτέρα». Αυτή τη φορά μεταδίδεται η δήλωση της προέδρου της Ενωσης Τραπεζών, που βέβαια έλεγε κάτι διαφορετικό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει πρόβλημα μέχρι τη Δευτέρα οπότε έληγε η τραπεζική αργία, σύμφωνα με την πρώτη απόφαση.
Και μάλιστα ήταν σαφής ότι «δεν υπάρχει θέμα μείωσης του ορίου τραπεζικών αναλήψεων τη Δευτέρα» και ότι «η προσπάθεια όλων είναι από την Τρίτη να υπάρχει μεγαλύτερο εύρος τραπεζικών λειτουργιών, για την εξυπηρέτηση του κόσμου». Και αμέσως μετά τη μετάδοση της δήλωσης και του αντιπροέδρου της κυβέρνησηςΓιάννη Δραγασάκη, ο οποίος επανέλαβε ότι «το σύστημα είναι εφοδιασμένο κανονικά για όλο το Σαββατοκύριακο», η ρεπόρτερ του Mega... διαφώνησε: «Ωστόσο, οι πληροφορίες κάνουν λόγο για πολύ μικρότερη διαθέσιμη ρευστότητα».
Η επιμονή σε μια ψεύτικη είδηση ήταν ασφαλώς δείγμα του ότι τα τελευταία εικοσιτετράωρα πριν από το δημοψήφισμα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αισθάνονταν ότι δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι επίκειται η διάψευσή τους. Το κίνητρό τους ήταν βέβαια η προσπάθεια εκβιασμού των ψηφοφόρων μέσω της διάχυσης του πανικού, αλλά μ' αυτόν τον τρόπο επιδίωκαν να ενισχύσουν τις ουρές στις τράπεζες που ήδη είχαν μικρύνει, σε βαθμό επικίνδυνο για τους προπαγανδιστές του τρόμου.
Με τον ίδιο ακριβώς διαστρεβλωμένο τρόπο παρουσίασαν τις δηλώσεις της κυρίας Κατσέλη και τα άλλα ιδιωτικά κανάλια, υπονοώντας κι αυτά ότι από την περασμένη Δευτέρα τα ΑΤΜ θα σταματούσαν πλέον να παρέχουν χρήματα στους πελάτες των τραπεζών.
Η μικρή αυτή ιστορία με την παραποίηση των δηλώσεων Κατσέλη και τη βεβαιότητα ότι «τα λεφτά τελειώνουν τη Δευτέρα» έχει ένα κωμικό τέλος. Μετά την ετυμηγορία του ελληνικού λαού και ενώ ήδη είχε διαφανεί ότι τα χρήματα στις τράπεζες θα συνέχιζαν να δίνονται με τους ίδιους όρους, τουλάχιστον μέχρι την Τετάρτη, η Ολγα Τρέμη απευθύνθηκε στον καθηγητή Οικονομικών Σχέσεων Γιάννη Τσαμουργκέλη για να του ζητήσει εξηγήσεις.
Με το γνωστό αυστηρό της ύφος η παλαίμαχη παρουσιάστρια πάγωσε με το «καλησπέρα» τον προσκεκλημένο της: «Τα λέγαμε και χτες βράδυ. Αλλά χτες βράδυ είχαμε την εικόνα -βεβαίως είχαμε και τις δηλώσεις της κυρίας Κατσέλη- ότι τα λεφτά φτάνουν βαριά μέχρι σήμερα το βράδυ.
Τι άλλαξε από χτες μέχρι σήμερα, κύριε καθηγητά, και ξαφνικά αυτό το οποίο βλέπουμε είναι ότι αυτά τα λίγα λεφτά φτάνουν μέχρι το τέλος της εβδομάδας;». Και άρχισε ο καημένος ο καθηγητής να «απολογείται» που δεν σταμάτησε η ροή των χρημάτων, όπως είχε προβλέψει -όχι βέβαια η κυβέρνηση ή η κυρία Κατσέλη, αλλά- τοMega και τα άλλα ανταγωνιστικά αλλά συνοδοιπορούντα κανάλια.
Οι συνέπειες αυτής της χειραφέτησης των πολιτών από τα τηλεοπτικά δεσμά στα οποία είχαν παγιδευτεί επί δύο δεκαετίες δεν μπορούν ακόμα να αποτιμηθούν. Ομως είναι γεγονός ότι από την ίδρυσή τους, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα λειτούργησαν ως κέντρο συγκρότησης της κυρίαρχης πολιτικής.

Ηταν αυτά που διαχειρίστηκαν τον τρόπο εξόδου από την πολιτική κρίση του 1989-90, εμφανιζόμενα ως εγγυητές της «κάθαρσης» του πολιτικού συστήματος. Ηταν τα ίδια που συντόνισαν την εθνικιστική εκστρατεία του 1992-94, γύρω από το Μακεδονικό. Και πάλι αυτά ήταν που έδωσαν τον δικό τους ρατσιστικό τόνο στον τρόπο πρόσληψης της πρώτης μαζικής εισόδου μεταναστών και προσφύγων στον ελληνικό χώρο, προβάλλοντας κάθε λογής κατασκευασμένα ή διογκωμένα ρεπορτάζ για την εγκληματικότητα των «αλλοδαπών».
Από τότε η ελληνική πολιτική ζωή συνδέθηκε άρρηκτα με τη λειτουργία αυτών των μέσων. Και όλες οι κυβερνήσεις υπήχθησαν στα πρωτεία των μέσων ενημέρωσης, παρά τις μεγαλοστομίες ορισμένων επιφανών πολιτικών περί «διαπλοκής» και «νταβατζήδων».
Η παρούσα κυβέρνηση είναι η πρώτη που φαίνεται να πετυχαίνει τους στόχους της και να ενισχύεται, παρά τη συντονισμένη αντίθεση των μέσων ενημέρωσης. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Κι αυτό ήταν το δεύτερο λαϊκό «όχι» που θριάμβευσε την περασμένη Κυριακή.

Διαβάστε:
► «Πρώτο Θέμα» (Κυριακή, 5.7.2015)
Η πρώτη σε κυκλοφορία κυριακάτικη εφημερίδα επιδίδεται τη μέρα του δημοψηφίσματος σε ακραία συνθήματα για το «όχι»: «Σημαίνει άμεσο κούρεμα καταθέσεων, τράπεζες και ΑΤΜ κλειστά, δελτίο σε τρόφιμα, φάρμακα, βενζίνη, φεύγουν οι τουρίστες και στο τέλος δραχμή και εθνική τραγωδία». Στα ψιλά παραπέμπεται ο αναγνώστης να μάθει «πώς θα γλιτώσει τις καταθέσεις του τη Δευτέρα», αλλά βέβαια στις σελίδες που παραπέμπεται ο δύσμοιρος αναγνώστης δεν υπάρχει καμιά θαυματουργή λύση.


Επισκεφτείτε:
► Mega

► Alpha

► Σκάι

► Star

Οι ειδησεογραφικές εκπομπές των καναλιών που πρωταγωνίστησαν στην προεκλογική «ενημερωτική» εκστρατεία.

Μετά το ελληνόμετρο το αριστερόμετρο

Της Άντας Ψαρρά
Το 2012, μέσα από ένα όργιο καταπάτησης σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων με κύριους στόχους τις κατηγορίες των πλέον ευάλωτων πολιτών, (επαν)ανακαλύφθηκε άλλη μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας στη βάση του ποσοστού… ελληνικότητας με την επικίνδυνη συχνά ταύτιση του πατριωτισμού και του φανατικού εθνικισμού.
«Μετά το βαρόμετρο, το θερμόμετρο, το πιεσόμετρο, το βυθόμετρο και το ποτενσιόμετρο, η ελληνική κοινωνία ανακάλυψε και καθιέρωσε το ελληνόμετρο. Το ελληνόμετρο είναι εύχρηστο, φτηνό, αποτελεσματικό και διατίθεται σε διάφορες συσκευασίες. Η συσκευή αυτή πρέπει τώρα αμέσως να καταργηθεί, να αποσυρθεί από την κυκλοφορία, να σταματήσει τους αλλόκοτους διαχωρισμούς και τις ακόμα πιο αλλόκοτες συμμαχίες» (25/2/2012)
Από το πρωί της χθεσινής ημέρας στην υπηρεσία του δίκαιου αντιμνημονιακού αγώνα στρατεύτηκε και το αριστερόμετρο!
Το αριστερόμετρο στη φάση αυτή είναι μια συσκευή που επιτρέπει σε στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να διαχωρίζουν τη θέση τους μπροστά στο πραγματικό και δραματικό δίλημμα της εδώ και τώρα ασύντακτης χρεοκοπίας ή της υπό σκληρούς όρους παραμονής της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η ερμηνεία του υψηλού ποσοστού του «όχι» του δημοψηφίσματος ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο από την κάθε διαφορετική άποψη που διατυπώνεται στα υπαρκτά αριστερά σύνολα και κόμματα.
Αυτό, παρά τις σαφείς προεκλογικές διευκρινίσεις που έδωσε ο πρωθυπουργός. Ωστόσο η συγκλονιστική στιγμή του αποτελέσματος μέσα σε καθεστώς οικονομικής ασφυξίας και προπαγάνδας ήταν πραγματικά για τον κάθε πολίτη (αριστερό ή όχι) η αναβίωση μιας ζωντανής ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Για το λόγο αυτό είναι φυσικό να γεμίζει κανείς από αγανάκτηση όταν αμέσως μετά η σύναψη συμφωνίας προϋποθέτει σκληρά μέτρα ή «ξαφνικό» θάνατο.
Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε πραγματικά πολύ δύσκολη θέση και, όσο κι αν όλοι κατανοούσαν την κρισιμότητα της στιγμής, μέσα τους βάραινε η μεγάλη αντίφαση με όσα πιστεύουν και με όσα κλήθηκαν να ψηφίσουν. Ως εδώ όλα καλά και δύσκολα, ειδικά όταν το μιντιακό και οικονομικό κατεστημένο καραδοκεί να μιλήσει για κωλοτούμπα (αφού πρώτα υπογραφεί η συμφωνία)
Όταν όμως ακόμα και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ στην ομιλία του τονίζει ότι η άτακτη υποχώρηση στη δραχμή είναι το ίδιο καταστροφική με το μνημόνιο είναι απορίας άξιον το πώς η Αριστερή Πλατφόρμα, στο όνομα της ιδεολογίας της, αποφάσισε όχι μόνο να μη στηρίξει την επιλογή της πλειοψηφίας του κόμματος αλλά να προβάλει ως λύση τη δραχμή.
Άραγε, με βάση το αριστερόμετρο ο υπουργός Παναγιώτης Λαφαζάνης είναι περισσότερος αριστερός από τον Θοδωρή Δρίτσα που ψήφισε σεβόμενος την επιλογή της πλειοψηφίας μπροστά στον κίνδυνο μιας καταστροφικής χρεοκοπίας και μάλιστα όταν οι δικές του σαφείς θέσεις για πολλά από τα προαπαιτούμενα αφορούν και τον πυρήνα του υπουργείου που κατέχει;
Αραγε, η υπέρβαση της Βασιλικής Κατριβάνου που, ούσα επικεφαλής του δύσκολου τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δίνει καθημερινή μάχη για κάθε κατηγορία ευάλωτων και με το βλέμμα πάντα στραμμένο στη μαύρη απειλή της Χρυσής Αυγής, είναι λιγότερο αριστερή από τη «βροντερή» άρνηση της Ζωής Κωσταντοπούλου να σεβαστεί την απόφαση της πλειοψηφίας, χωρίς παράλληλα να δείχνει (εδώ και καιρό) ιδιαίτερα ενοχλημένη με την εγκατάσταση υποδίκων στα βουλευτικά έδρανα;
Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τυχαία διότι πρόκειται για δύο βουλευτές που κανείς δεν μπορεί να τους αρνηθεί το ποσοστό «αριστερότητας».
Προφανώς, λοιπόν, το αριστερόμετρο ίσως είναι η μεγάλη πολιτική ευκαιρία της ομάδας Λαφαζάνη, Σρατούλη, Χουντή και Ήσυχου ή των άλλων ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ για ένα καλύτερο «πλασάρισμα» στις τάξεις της Αριστεράς. Προφανώς και το ΚΚΕ μετά την αποτυχία του να πείσει και ειδικά ως προς τη γραμμή του στο δημοψήφισμα προσβλέπει στην ενδυνάμωση της επιρροής του μετά την αποδοχή της συμφωνίας.
Οσο για τις άλλες υπαρκτές εξωκοινοβουλευτικές εκφράσεις της Αριστεράς θεωρείται δεδομένο ότι παύουν πλέον την όποια υποστηρικτική στάση τους στην κυβέρνηση διατηρώντας με συνέπεια τις προτεραιότητες και τις επιλογές τους. Εξάλλου αυτό το προαπαιτούμενο ήταν πολύ καθαρό στη στάση τους και κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει.
Η επιστροφή του πρωθυπουργού μετά την αναμενόμενη υπογραφή της συμφωνίας είναι βέβαιο ότι θα σηματοδοτήσει εξελίξεις μέσα στο κόμμα και πολύ πιθανό να οδηγήσει ακόμα και σε εκλογές. Όπως και να έχει όμως πολλά στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος θα πρέπει να απαντήσουν με ακρίβεια, από σήμερα κιόλας, στην απόφασή τους να συντελέσουν στην επιλογή μιας αριστερής παρένθεσης αντί μιας ομολογουμένως πολύ δύσκολης, ίσως και ακατόρθωτης συστράτευσης στην προσπάθεια να διαχειριστούν οι ίδιοι τα δύσκολα μέτρα που θα προκύψουν.
Είναι βέβαιο ότι αν τα μέτρα αυτά αφεθούν στη διαχείριση άλλων θα πληγώσουν πολύ περισσότερο τους πιο αδύναμους πολίτες. Είναι ακόμα πιο βέβαιο ότι δεν θα έχουν καμιά πιθανότητα να πλαισιωθούν από την οποιαδήποτε πάταξη της διαπλοκής, της διαφθοράς και της πολύ συντηρητικής στροφής που θα επιβληθεί στη χώρα.
Τα λάθη της κυβέρνησης στο πεντάμηνο είναι μεγάλα, παρά το πιστόλι στον κρόταφο που γνώριζαν ότι θα τους σημαδέψει. Οι παραλήψεις, ειδικά στον τομέα οικοδόμησης στέρεων σχέσεων με τους πολίτες, ακόμα μεγαλύτερες. Πολλοί πολίτες όμως ακόμα ελπίζουν και περιμένουν να μη γυρίσουν όλα τόσο πίσω.
Το αριστερόμετρο δεν είναι χρήσιμο εργαλείο και η αποδοχή της «αριστερής παρένθεσης», πριν καν δοθεί η ευκαιρία να αποδειχτεί αν είναι τελικά μια απόλυτη ουτοπία, δεν μπορεί να προέρχεται από εκείνους που ανέδειξαν ως ρεαλιστική αυτήν ακριβώς την ουτοπία.  


«Ξεφτιλίστε τον Τσίπρα», το επόμενο θέαμα

Του Νίκου Σβέρκου
Το «πολιτικό θέατρο» των τελευταίων ωρών στις Βρυξέλλες βρίσκεται στο σημείο κορύφωσής του. Η χθεσινή ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή και οι διαφοροποιήσεις στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησαν το ιδανικό πεδίο την καλλιέργεια πλείστων σεναρίων για την σταθερότητα της ελληνικής κυβέρνησης και το Βερολίνο βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία για να ξετυλίξει την επικοινωνιακή του καταιγίδα, που μαίνεται έξω από την αίθουσα της συνεδρίασης του Γιούρογκρουπ.
Ας εξετάσουμε προσεκτικά το πεδίο που διαμορφώθηκε τις τελευταίες ημέρες. Η κυβέρνηση, στριμωγμένη στον τοίχο των διαπραγματεύσεων έλαβε ένα τελεσίγραφο, στο οποίο εκλήθη να απαντήσει εντός 48 ωρών. Υπό «κανονικές συνθήκες» για το ευρωπαϊκό κατεστημένο, με μια ελληνική κυβέρνηση δηλαδή πρόθυμη να υποταχθεί άνευ όρων στους εκβιασμούς της νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας, το τελεσίγραφο θα γινόταν αποδεκτό, μετά από ώρες δράματος και ανεπαίσθητες υποχωρήσεις από τους θεσμούς και τους εταίρους.
Ο Αλέξης Τσίπρας όμως αντ' αυτού «τίναξε» το παιχνίδι στον αέρα. Η προσφυγή στην κάλπη του δημοψηφίσματος αντέστρεψε ουσιαστικά τον εκβιασμό που δεχόταν: Είναι η ευρωπαϊκή ηγεσία έτοιμη να αντιπαρατεθεί με την απόφαση ενός λαού; Αρκετοί φοβούνταν στην Ελλάδα την κατάφαση στο ερώτημα, λιγότεροι ανέμεναν αυτή την εξέλιξη. Λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της διενέργειας δημοψηφίσματος, «ευρωπαϊκοί κύκλοι» έλεγαν ότι το δημοψήφισμα είναι άκυρο γιατί απλά, απέσυραν την πρόταση...
Ο ευρωπαϊκός κυνισμός έφτασε στο απόγειό του τις επόμενες ημέρες. Ουδείς μπορεί να ξεχάσει την ενορχηστρωμένη έκκληση των κεντρικών Ευρωπαίων παικτών να «πέσει» η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο επειδή οι απειλές και τα καταστροφολογικά σενάρια δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά τα προηγούμενα χρόνια, επιστρατεύθηκε η ευθεία επίθεση στην ελληνική οικονομία. Η κίνηση των υπουργών του Γιούρογκρουπ και ακολούθως της ΕΚΤ να μην δώσει «αέρα» στην Ελλάδα ούτε για λίγες ημέρες οδήγησαν σε capital controls.
Παρόλα αυτά ο ελληνικός λαός άντεξε και ψήφισε κατά 61% «όχι», δηλαδή την εισήγηση του πρωθυπουργού. Αυτή η εξέλιξη ήταν συγκλονιστική για την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Υπήρχαν για αυτήν από εκεί και πέρα δυο δρόμοι: Είτε θα συνθηκολογούσε με την Αθήνα, είτε θα επέτειναν την ασφυξία. Και φυσικά, βαπτισμένοι στην ιδεολογική εμμονή που διακατέχει τους κυρίαρχους νεοφιλελεύθερους κύκλους, επέλεξαν το δεύτερο. Και πάλι λίγοι πίστευαν πίσω στην Ελλάδα ότι ο κυνισμός μπορεί να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Οι τράπεζες παρέμειναν κλειστές και οι επιλογές λιγόστεψαν. Η κυβέρνηση είχε πλέον μπροστά της την συνθηκολόγηση ή την καταστροφή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι σχετικές μελέτες για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη συντάχθηκαν από οικονομολόγους και στελέχη κοντά στην «Αριστερή Πλατφόρμα» και παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό. Μεταξύ άλλων προέβλεπαν κατάρρευση του ΑΕΠ κατά 15%, όταν μέσα σε πέντε χρόνια το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%. Ήταν προφανώς η χείριστη επιλογή.
Ο πρωθυπουργός και οι κορυφαίοι του οικονομικού επιτελείου ακολούθησαν εκείνοι την επιλογή της συνθηκολόγησης. Επιλογή στην οποία δεν οδήγησε κάποια διάθεση υποχώρησης, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας παγίδευσης. Παγιδεύτηκε ο πρωθυπουργός σε μια ιδέα που φέρει τους «εταίρους» ικανούς να χαράξουν μια πορεία διαφορετική από αυτήν, αλλά και στην εντύπωση ότι διάφοροι παράγοντες μικρομεσαίου πολιτικού εκτοπίσματος, όπως ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, θα μεταφράσουν την «συμπάθεια» προς τον ελληνικό σε συμπαράσταση στην ελληνική κυβέρνηση.
Το Γιούρογκρουπ της 11ης Ιουλίου πραγματοποιείται με την ελληνική κυβέρνηση σε τροχιά συνθηκολόγησης σε ένα πρόγραμμα που ικανοποιεί όλους τους διαπραγματευόμενους. Γαλλία και λοιπές «ήπιες» δυνάμεις έχουν συμβάλει για να υπάρξει μια κατάληξη σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Κι όμως η γερμανική ηγεσία απαιτεί κι άλλα μέτρα, συνεπαρμένη από την πολιτική της αλαζονεία.
Και εδώ είναι που εισέρχεται ακόμα μια φορά ο πολιτικός θίασος, που αποτελείται από ανώνυμους «ευρωπαίους αξιωματούχους», προπαγανδιστικά μέσα ενημέρωσης και «ειδικούς»- σεναριολόγους κάθε είδους. Η πολιτική επικοινωνία δεν εξαντλείται σε αφίσες και δηλώσεις, αλλά πλέον υπεισέρχεται σε κάθε πληροφορία, σε κάθε ρεπορτάζ, σε κάθε «διαρροή». Οι πολιτικές πιέσεις ασκούνται μέσω στοχευμένων δημοσιευμάτων, όπως αυτού της FAZ, περί σεναρίου Grexit για πέντε χρόνια...
Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας είναι μεν διχασμένη για την διαχείριση της ευρωζώνης, χρησιμοποιεί δε με απίστευτη μαεστρία την κατευθυνόμενη επικοινωνιακή καταιγίδα. Οι «διαρροές» περί νέων απαιτήσεων για επιπρόσθετα επώδυνα μέτρα επ' απειλή ενός "Grexit" απλώς ασκούν πίεση στην ελληνική πλευρά. Τα περισσότερα δε σενάρια απλώς αποσκοπούν στο να κορεστεί το γερμανικό κοινό. Που βλέποντας στην αρένα μια κυβέρνηση να κατασπαράσσεται, εκείνη ζητά κι άλλο αίμα.
Μέχρι τώρα βλέπαμε το έργο «Ρίξτε τον Τσίπρα». Το επόμενο θέαμα θα τιτλοφορείται «Ξεφτιλίστε τον Τσίπρα».

Πέντε μήνες «ταπείνωσης» και «εκβιασμών» για την Ελλάδα

«Πήγαμε στον πόλεμο πιστεύοντας ότι είχαμε τα ίδια όπλα με αυτούς. Υποτιμήσαμε τη δύναμή τους» λέει σε συνέντευξή του στη γαλλική ιστοσελίδα Mediapart ανώτερος σύμβουλος της ελληνικής κυβέρνησης, που βρέθηκε στην «καρδιά» των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και θεσμών, αποκαλύπτοντας ένα διαρκές bullying και ευθείες απειλές, ακόμα και από τον Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Η αφήγησή του –αναφέρεται στο σχετικό ρεπορτάζ- παρουσιάζει μια σπάνια και πολύ ανησυχητική εικόνα της διαδικασίας που οδήγησε στο τελεσίγραφο αυτής της εβδομάδας.
Μιλώντας, με τον όρο να μη δημοσιευτεί το όνομά του, λίγες ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, ο ανώτερος αξιωματούχος επέκρινε με σφοδρότητα τη στάση των δανειστών, αλλά επέκρινε και ορισμένες από τις αποφάσεις της Αθήνας.
Αποσπάσματα της συνέντευξης-αφήγησης, που διήρκεσε δύο ώρες, παρατίθενται στη συνέχεια (όπου υπάρχουν παρενθέσεις είναι οι επεξηγηματικές σημειώσεις του δημοσιογράφου):

Από την αρχή εμείς υποχωρούσαμε...

Στη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν η κυβέρνηση που πλησίαζε – πλησίαζε τις θέσεις της τρόικας, χωρίς αυτοί να κάνουν καμία κίνηση προς εμάς και χωρίς ποτέ να συζητούν το χρέος -αναδιάρθρωση του χρέους, βιωσιμότητα του χρέους- και επίσης τη χρηματοδότηση.
Θα πάρουμε νέα χρηματοδότηση; Θα άρει τα πλαφόν η ΕΚΤ, όλους αυτούς τους περιορισμούς, αυτά τα όρια για το πόσο μπορούν να δανείζονται οι τράπεζες; Το κράτος θα μπορεί να δανείζεται από τις τράπεζες;
Διότι δεν μπορούσαμε να δανειστούμε. Μπορούσαμε, μέχρι τον Φεβρουάριο, να εκδίδουμε έντοκα γραμμάτια, βραχυπρόθεσμα.
Αλλά σε αυτήν την κυβέρνηση δεν το επέτρεψαν [...] Βλέπετε, το πρόβλημα με τα έντοκα είναι ότι τα αγοράζουν οι ελληνικές τράπεζες. Και η ΕΚΤ είπε: «Οχι άλλα έντοκα». Επομένως το κράτος δεν μπορούσε να δανείζεται από τις τράπεζες.
Έτσι από τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και μετά αρχίσαμε να κάνουμε οικονομία, να συγκεντρώνουμε αποθεματικά από διάφορους οργανισμούς, υπηρεσίες, τοπικές αρχές προκειμένου να πληρώσουμε το ΔΝΤ.
Πληρώσαμε μια, πληρώσαμε δυο και (έπρεπε) να πληρώσουμε και μισθούς επίσης. Πληρώσαμε μισθούς από τα έσοδα, από τους φόρους. Αλλά δεν έφταναν για να πληρώσουμε και το ΔΝΤ [...] 
Βρεθήκαμε σε μια κατάσταση σαν να παθαίνει κάποιος καρδιακή προσβολή. Καρδιακή προσβολή εάν θεωρήσουμε ότι η ρευστότητα είναι η κυκλοφορία του αίματος για την οικονομία. Τώρα ζούμε τις συνέπειές της. Κάποια όργανα μουδιάζουν. Μερικά σταματούν να δουλεύουν, άλλα προσπαθούν, αλλά δεν αιματώνονται.

Για τον τέως υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη

Ο κόσμος ρωτάει γιατί υποτίθεται ότι είναι τόσο λίγο δημοφιλής στο Eurogroup και στους ανθρώπους της εξουσίας, γιατί δεν τον συμπαθούν. Και πολλοί λένε ότι δεν τον συμπαθούν γιατί φαίνεται σαν να τους κάνει μαθήματα, γιατί είναι υπερόπτης. [...]
Αλλά εγώ πιστεύω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά οι πολιτικοί, το Eurogroup, οι υπουργοί, είδαν ένα φαινόμενο που είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι συναντούσαν στον κύκλο τους, από τους εκλεγμένους στις φυσιολογικές διαδικασίες της πολιτικής.
Διότι έχεις έναν άνδρα που έχει το δικό του στυλ ντυσίματος, που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονα είναι πολύ φιλικός, πολύ ανοιχτός, πολύ έντιμος.
Του κάνεις μια ερώτηση και δεν υπεκφεύγει, δεν αλλάζει θέμα συζήτησης και αυτό δημιουργεί δυσκολίες και στους πολιτικούς και στους δημοσιογράφους, στα ΜΜΕ.
Αυτά είναι δύο σημεία που δείχνουν ότι ο Βαρουφάκης δεν εντάσσεται, αλλά από την άλλη πλευρά είναι διασημότητα και προκαλεί αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.
'Η τον μισείς ή τον αγαπάς.

Για τον άμεσο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες

[...] Ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου και σίγουρα από τα μέσα Μαρτίου ήταν φανερό ότι οι πιστωτές δεν επρόκειτο να τιμήσουν τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, που λέει ότι η Ελλάδα θα προτείνει μεταρρυθμίσεις, η τρόικα -οι θεσμοί όπως λέγονται τώρα- θα τις εκτιμούσε και θα συμφωνούσε και οι μεταρρυθμίσεις θα προχωρούσαν.
Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
Οι θεσμοί συνεχώς απέρριπταν μεταρρυθμίσεις χωρίς να τις κοιτάξουν.
«Οχι, είναι πολύ γενναιόδωρες» έλεγαν και ο Βαρουφάκης τούς έλεγε: «Σας παρακαλώ, αφήστε μας να ολοκληρώσουμε τέσσερις-πέντε μεταρρυθμίσεις, πάνω στις οποίες όλοι συμφωνούμε και τις θεωρούμε απαραίτητες, αφήστε μας να τις εφαρμόσουμε και μπορείτε να τις αξιολογήσετε και να τις εκτιμήσετε».
(Οι θεσμοί έλεγαν) «Οχι, όχι, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη συμφωνία πριν εφαρμοστούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, διότι εάν τις εφαρμόσετε θα είναι μονομερής ενέργεια. Δεν τις έχουμε εγκρίνει ακόμα. Ναι, συμφωνούμε, αλλά ακόμα δεν έχουμε προσδιορίσει το πρωτογενές πλεόνασμα».
Ετσι, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, ενώ την ίδια ώρα ήθελαν να δουν τα βιβλία μας, διότι δεν εμπιστεύονταν τα στοιχεία μας.
«Θέλουμε να πάμε στο υπουργείο Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος» κ.λπ. έλεγαν και ο Βαρουφάκης απαντούσε: «Οχι, ας αρχίσουμε με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, σύμφωνα με την οποία δεν εποπτεύετε πλέον την ελληνική οικονομία και δεν βοηθάτε εμάς ή τους πιστωτές να γίνει εκτίμηση της οικονομίας προκειμένου να επανέλθει σταδιακά στην ανάπτυξη. Αυτός είναι ο αντικειμενικός στόχος της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου, μια παράταση του τρέχοντος προγράμματος. Τροποποιούμε, κάνουμε εκτίμηση και ολοκληρώνουμε το πρόγραμμα σε 4 μήνες. Στις 30 Ιουνίου το πρόγραμμα τελειώνει».
Αλλά τράβηξαν την πρίζα από τις τράπεζες και την Τρίτη 30 Ιουνίου το πρόγραμμα τελείωσε και δεν ήμασταν πλέον σε πρόγραμμα.
Ολα τα χρήματα που μας όφειλαν... περίπου 17 δισ. (από τα οποία 10 δισ. είναι τα υπόλοιπα από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας των 50 δισ.), τα οποία, σύμφωνα με το έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου, έπρεπε να επιστρέψουμε.
Δεν είχαμε εισπράξει καθόλου χρήματα από πέρσι τον Ιούνιο, επομένως για ένα χρόνο πληρώναμε περίπου 10 δισ. στους πιστωτές από δικούς μας πόρους, χωρίς να πάρουμε ούτε ένα ευρώ από αυτούς από αυτά που είχαν συμφωνήσει να δώσουν, φυσικά υπό προϋποθέσεις.
Ηταν φανερό ότι δεν επρόκειτο να διαπραγματευτούν και εμείς χρειαζόμαστε ανάπτυξη και αυτά τα δύο προβλήματα πήγαιναν χέρι χέρι.
Δεν ήθελαν να χορηγήσουν τα χρήματα που δικαιούμασταν, προκειμένου να πληρώσουμε τα χρέη μας.

Στον «λαβύρινθο των ψευτο-διαπραγματεύσεων» και τη «στοχοποίηση» του Βαρουφάκη

«Ολα τα δάνεια που πήραμε -240 έως 250 δισ. ευρώ-  πήγαν στην εξυπηρέτηση του χρέους, πίσω, στους πιστωτές.
Το πρώτο πακέτο ήταν μια διάσωση των τραπεζών από το κράτος.
Δεν πήραμε καμία χρηματοδότηση για να τους πληρώσουμε, δεν μπορούσαμε να δανειστούμε βραχυπρόθεσμα και δεν μπορούσαμε να διευκολύνουμε τη ρευστότητα της οικονομίας, διότι η ΕΚΤ έθετε τον έναν περιορισμό μετά τον άλλον.
Επομένως είχαμε το πρόβλημα της ρευστότητας και ταυτόχρονα είχαμε και χρηματοδοτικό πρόβλημα. Τα δύο αυτά σε συνδυασμό είναι αυτό που εγώ εξ αρχής αποκαλούσα «πιστωτική ασφυξία».
Στα μέσα Μαρτίου, τελικώς, μερικές πηγές στις Βρυξέλλες είπαν στους ανταποκριτές εκεί ότι «ναι, οι θεσμοί χρησιμοποιούν την πιστωτική ασφυξία προκειμένου να αναγκάσουν την κυβέρνηση να συμμορφωθεί, να αποδεχτεί τις μεταρρυθμίσεις, να προχωρήσει γρήγορα κ.λπ.».
Για μένα ήταν μια παραδοχή ότι χρησιμοποιούν τον χειρότερο οικονομικό εκβιασμό εναντίον της χώρας. Το χειρότερο είδος οικονομικών κυρώσεων. [...]
Η υπόθεσή μας ήταν ότι εάν τραβήξουν την πρίζα (από εμάς), τραβάνε την πρίζα από όλο τον κόσμο. Αυτό δεν συνέβη, και λυπάμαι. Παρακολουθούσα την πορεία του ευρώ, πώς αντιδρούσε, διότι είχαν πειραματιστεί.
Ο (Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ) Σόιμπλε και το Βερολίνο είναι έξυπνοι, επιβάλλουν τεχνητές κρίσεις στις διαπραγματεύσεις πού και πού: «Ω, οι Ελληνες δεν συνεργάζονται, δεν έχουν καταλάβει τι πρέπει να κάνουν, δεν μας δίνουν στοιχεία». Και αντί να πέφτει το ευρώ ανέβαινε. Το ίδιο γινόταν και με τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
[...] Μόνο την τελευταία εβδομάδα (η ελληνική κυβέρνηση) το κατάλαβε και ο Βαρουφάκης έκανε δηλώσεις ότι θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Οταν έχεις φτάσει σε μια έκρηξη της κρίσης, τα νομικά επιχειρήματα δεν έχουν πλέον αξία, δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Είπα, αφήστε τον Τσίπρα να πάει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να πει πώς μας μεταχειρίστηκαν τους τελευταίους μήνες. Και, επίσης, να αρνηθούμε να εφαρμόσουμε αυτά τα σκληρά μέτρα.
Αυτοί (η ελληνική κυβέρνηση) προτιμούσαν να χάσει τις εκλογές (αντί) να εφαρμόσει τα μέτρα.
Αλλά κάθε φορά που προσπαθούσαν να κάνουν πολιτική διαπραγμάτευση, τους κορόιδευαν οι (πιστωτές): είκοσι φορές με τη Μέρκελ και πέντε με τον Σόιμπλε.
Και πόσα ακόμα Eurogroup, όπου τους έλεγαν «πηγαίνετε πίσω στις τεχνικές ομάδες, πηγαίνετε πίσω στην τρόικα».
Η ελληνική κυβέρνηση έλεγε «όχι, θέλουμε πολιτική απόφαση», (αλλά τους απαντούσαν): «Η πολιτική απόφασή μας είναι να πάμε πίσω στις τεχνικές αποφάσεις, δεν μπορείτε να έχετε πολιτική απόφαση χωρίς μια τεχνική απόφαση».
[…] Σε κάθε σημείο προσπαθούσαν να υπονομεύσουν το κύρος που η ελληνική κυβέρνηση είχε κερδίσει τους πρώτους μήνες των διαπραγματεύσεων. Τότε ο κόσμος έλεγε «νέα ελπίδα για την Ευρώπη [...] μια νέα ελπίδα για τη Γερμανία, την Ισπανία [...] οι Ελληνες ηγούνται».
Εάν οι θεσμοί έλεγαν από την αρχή «τελείωσε, δεν συμφωνούμε, όχι άλλες διαπραγματεύσεις» -πράγμα που έλεγαν εμμέσως, για παράδειγμα ο Ντάισελμπλουμ- τότε θα ήταν σαφές ότι θα υπάρξει σύγκρουση: «Είμαστε εκλεγμένοι, έχουμε κύρος και εξουσία. Εχετε λάθος κ.λπ.».
Αλλά δεν έκαναν αυτό. Δημιούργησαν έναν λαβύρινθο από ψευτοδιαπραγματεύσεις, χαμένος χρόνος που ήταν με το μέρος τους. Ολο αυτό το διάστημα έκαναν αρνητική προπαγάνδα κατά του Βαρουφάκη. Στοχοποίηση. Και ο Βαρουφάκης συνέχεια το λέει. Αλλά τι περίμενε;  
Ετσι λοιπόν βρεθήκαμε να έχουμε χάσει όλο το οικονομικό έδαφος για διαπραγμάτευση με πραγματικούς όρους προκειμένου να καταλήξουμε σε μια νέα συμφωνία, και να έχουμε χάσει την αξιοπιστία για να τους αναγκάσουμε να διαπραγματευτούν μαζί μας.
Η κυβέρνηση, ο Τσίπρας είπε ότι όταν μας παρουσίασαν το τελεσίγραφο, ήταν με χειρότερα μέτρα απ' ό,τι είχαν παρουσιάσει στην προηγούμενη κυβέρνηση, τη δεξιά κυβέρνηση. [...] Ετσι αποφάσισαν το δημοψήφισμα. [...] Πίστευαν ότι αυτό θα μας έφερνε πιο κοντά σε μια συμφωνία. Δεν ήθελαν μια κρίση.
Αλλά δεν συνέβη μια παγκόσμια ή μια ευρωπαϊκή κρίση ή μια κατάρρευση. Ναι, τα χρηματιστήρια έπεσαν. Ναι, υπήρχαν διακυμάνσεις, η λίρα ανέβαινε. Αλλά στο τέλος, οι Ευρωπαίοι δεν είχαν αναγκαστεί να κάνουν το βήμα.
[...] Ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας είπαν ότι στην περίπτωση ενός «όχι» η διαπραγματευτική μας θέση θα ενισχυόταν. Γι’ αυτό είπαν «όχι».
Και όχι σε μια συμφωνία που δεν ήταν πια στο τραπέζι. Ηταν «όχι» σε οποιαδήποτε συμφωνία που δεν αντιμετωπίζει την αναδιάρθρωση του χρέους ή τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Το ποσό που οι (ευρωπαϊκοί) θεσμοί έπρεπε να εκταμιεύσουν, 17 δισ. ευρώ -συν άλλα 16 ή 20 δισ. από το ΔΝΤ- είχε χαθεί.
Το πρόγραμμα τελείωσε και χρειαζόσουν μια νέα συμφωνία. Βασικά αυτό που κάνεις είναι να παρακαλέσεις τους Ευρωπαίους για έκτακτη χρηματοδότηση μέσω της ΕΚΤ.
Αλλά αυτοί είπαν ότι για να το κάνουν αυτό πρέπει να ζητήσουν την έγκριση των Κοινοβουλίων τους κ.λπ.
Αλλά χρειάζεσαι ανακεφαλαιοποίηση προκειμένου να ξαναμπείς στη διαδικασία της οικονομικής λειτουργίας που θα σου επιτρέψει να διαχειριστείς ένα νέο πρόγραμμα.

Στα παρασκήνια με τον «βασιλιά» Σόιμπλε και όταν ο Ντάισελμπλουμ απείλησε να βυθίσει της ελληνικές τράπεζες

«Φυσικά, κάθε συζήτηση για Grexit είναι εκτός νομικού πλαισίου, αφού δεν υπάρχει νομική πρόνοια στις συνθήκες για κάτι τέτοιο. […]
Δεν υπάρχει δικλίδα ότι ένα Grexit μπορεί να συμβεί, με έναν τρόπο τακτικό, διαπραγματεύσιμο, ειρηνικό και όχι άτακτο, με τον κόσμο να τρέχει στα σούπερ μάρκετ.
Εάν δεν έχεις μια διαδικασία εξόδου από το ευρώ, τότε η έξοδος είναι όπλο μαζικής καταστροφής.
Εάν απειλείς κάποιον με Grexit, τον σπρώχνεις στα όρια των δυνατοτήτων του τραπεζικού του συστήματος.
Τότε καταστρέφεις το τραπεζικό σύστημα γρήγορα και μετά αρχίζεις από το μηδέν να δημιουργείς ένα νέο νόμισμα, που θα πάρει μήνες.
Αντί να πουν ότι το Grexit είναι παράνομο, (οι πιστωτές) λένε ότι είναι το ίδιο καταστροφικό και ολέθριο και για εσάς και για εμάς. Αυτό ήταν λάθος.
Πρώτον, δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση διότι είναι εκβιασμός -«Πρόσεξε, διότι θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»- και επιτρέπουν σε άλλους να μας κατηγορούν για εκβιασμό.
Είναι γελοίο να κατηγορούν οι άλλοι μια χώρα που έχει καταστραφεί από πέντε χρόνια εκβιασμών.
Σε κάθε περίπτωση, είναι λάθος επιχείρημα.
Το σωστό επιχείρημα είναι ότι ένα Grexit και όλα τα άλλα μέτρα που οι Ελληνες υπέφεραν είναι παράνομα σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Ευρωπαϊκή Διακήρυξη για τα Εργατικά Δικαιώματα.
Το αστείο είναι ότι στις αρχές του 2014, η Ευρωβουλή και όλοι αυτοί άρχισαν να επιτίθενται στην τρόικα με ανακοινώσεις ότι είναι παράνομη και θα πρέπει να λογοδοτήσει, ακολουθώντας μέτρα που καταστρατηγούν τα ανθρώπινα και τα εργατικά δικαιώματα.
Φυσικά είχαμε μια (συντηρητική) κυβέρνηση που δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από όλα αυτά, διότι ήθελε να επιτεθεί στην αντιπολίτευση και όχι στους πιστωτές. Απέτυχε να δει ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο όπλο που είχαμε.
Για την αδύναμη πλευρά υπάρχουν δύο μέθοδοι. Η μία είναι ο νόμος -μια έκκληση στη νομιμότητα- και η άλλη είναι μια έκκληση για την αλήθεια - ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στη διαμάχη και όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σύμφωνα με τον νόμο όλοι είναι ίσοι. [...]
Επομένως εάν απευθυνθείς στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και πεις «δεν με αντιμετωπίζουν ισότιμα ως μέλος της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ κ.λπ., δεν θα μπορούν να την απορρίψουν. Ειδικά εάν έχεις χρόνο να αναπτύξεις την υπόθεσή σου. [...]
Σήμερα είναι πολύ αργά. Είναι θέμα πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας. 
Ο Βαρουφάκης μόνος του, με τις επικλήσεις και τα επιχειρήματά του, κατάφερε να αλλάξει την κοινή γνώμη στην Ευρώπη, ακόμα και στη Γερμανία. 
Οι άνθρωποι του Eurogroup τραβήχτηκαν πίσω.
Στις αρχές του Φεβρουαρίου, ο Ντάισελμπλουμ είπε στον Βαρουφάκη: «Είτε υπογράφεις το Μνημόνιο που υπέγραψαν και οι άλλοι ή η οικονομία της χώρας σου θα καταρρεύσει».
Πώς; «Θα γκρεμίσουμε τις τράπεζες». [...]
Το Eurogroup δεν είναι ένα σώμα που λειτουργεί δημοκρατικά. (Η ελληνική κυβέρνηση) το ανακάλυψε αυτό, πάλι πολύ αργά, ότι εκείνοι (το Eurogroup) ήθελαν να τον πετάξουν έξω μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος. Ηταν μια κίνηση ταπείνωσης.
Ο Βαρουφάκης ρώτησε: «Ποιος το αποφασίζει αυτό;». Ο Ντάισελμπλουμ είπε: «Εγώ το αποφασίζω».
Δεν πρέπει να υπάρξει ψηφοφορία; Δεν πρέπει να υπάρχει ομοφωνία;
Ναι, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να καταγράφεται, δεν κρατούνται πρακτικά.
Κι αυτός κατέγραφε και οι άλλοι επίσης.
Γιατί; Επειδή δεν υπήρχαν πρακτικά. Επομένως τίποτε δεν είναι επίσημο. [...]
Επομένως όλοι βγαίνουν μετά και λένε ό,τι θέλουν. Κανείς δεν μπορεί να πει: «Είστε σίγουροι ότι αυτά ειπώθηκαν; Ας δούμε τα πρακτικά».
Ο Βαρουφάκης είπε ότι κρατούσε δικές του σημειώσεις, διότι έπρεπε να αναφερθεί στον πρωθυπουργό. Και οι άλλοι το έκαναν.
Και μετά οι άλλοι κραύγαζαν: «Ω, ο Βαρουφάκης παραδέχτηκε αυτό και το άλλο».
Οι άλλες χώρες, σε ένα τέτοιο σκηνικό, πιστεύουν ότι ο (Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ) Σόιμπλε είναι ο βασιλιάς. Ελέγχει τους άλλους. Μπορεί να υψώσει τη φωνή του και να πει «όχι».
Ο Βαρουφάκης έχει περιγράψει στιγμιότυπα που δείχνουν πως πραγματικά η ευρωζώνη είναι τελείως μη δημοκρατική, μια σχεδόν νεο-φασιστική ευρω-δικτατορία.
Δεν μπορείς να επαφίεσαι σε αυτά που λένε οι άλλοι. Ο Βαρουφάκης λέει ότι εάν μπορούσε να διαπραγματευτεί με τον καθένα χωριστά για μία ώρα, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί συμφωνία σε μία ημέρα.
Αλλά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό διότι ο καθένας έχει διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικούς ανθρώπους που του λένε «όχι».
Δεν μπορείς να διαφωνήσεις πολύ με τον Σόιμπλε. Θα ήταν επικίνδυνο, διότι δεν θα έχεις χρηματοδότηση, οι γερμανικές τράπεζες θα θέλουν τα χρήματά τους πίσω κ.λπ. κλπ.
Επομένως είναι ένας θεσμός όπου δεν μπορείς να κάνεις τη φωνή σου να ακουστεί. Αρα για ποιο λόγο να τους συναντάς;
Δεν υπήρχε κανείς άλλος παρά μόνο ο Βαρουφάκης που μιλούσε ευθέως.
Ο Σόιμπλε είχε πει: «Πόσα λεφτά θέλετε για να φύγετε από την ευρωζώνη;».
Δεν θέλει την Ελλάδα στο ευρώ. Ηταν ο πρώτος που έθεσε το θέμα ενός Grexit το 2011.
Πήγαμε στον πόλεμο πιστεύοντας ότι έχουμε τα ίδια όπλα με αυτούς. Υποτιμήσαμε τη δύναμή τους. [...] Είναι μια δύναμη που εξυφαίνεται στον κοινωνικό ιστό, στον τρόπο που σκέφτεται ο κόσμος.
Ελέγχει και εκβιάζει. Εμείς έχουμε πολύ λίγους μοχλούς (πίεσης).
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι ήδη καφκικό».

*Επιμέλεια – μετάφραση: Ελλη Πάνου

«Μην με περνάς για ανόητο»: Σκληρή κόντρα Ντράγκι – Σόιμπλε για την Ελλάδα - Ολο το παρασκήνιο για τη διακοπή του Eurogroup


Συνεχίζονται σήμερα στις 12:00 οι εργασίες του Eurogroup οι οποίες, σύμφωνα με πληροφορίες, διεκόπησαν με επεισοδιακό τρόπο λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις Βρυξέλλες. Αιτία της διακοπής ήταν η ένταση που επικράτησε ανάμεσα στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Συγκεκριμένα, ο Γερμανός υπουργός διέκοψε φανερά εκνευρισμένος τον Μάριο Ντράγκι την στιγμή που αναφερόταν στο ελληνικό πρόβλημα λέγοντας του σε έντονο ύφος: «Μην με περνάς για ανόητο».
Σε κάποια στιγμή της συνεδρίασης, λίγο πριν την απότομη διακοπή της, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος έκανε αναφορά στο χρέος και στην ανάγκη για κούρεμά του. Πριν καν προλάβει να ολοκληρώσει την πρώτη του πρόταση, ο γνωστός για τη...συμπάθειά του στους Έλληνες Σόιμπλε, τον διέκοψε: «Δεν ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε για κούρεμα χρέος. Δεν είναι ώρα να συζητήσουμε γι αυτό το θέμα. Έχουμε άλλα προβλήματα λύσουμε», είπε ο Σόιμπλε με το γνωστό απαξιωτικό ύφος.
Κάπου εκεί παρενέβη ο Μάριο Ντράγκι που φέρεται να είπε: «Άφησε τον άνθρωπο να μιλήσει. Να δούμε τι θέλει να μας πει», είπε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον Γερμανό ΥΠΟΙΚ. Τότε ο τελευταίος εκνευρίστηκε και απάντησε «Μην με περνάς για ανόητο» υπονοώντας ότι ο Ντράγκι ήταν... «μιλημένος» από την ελληνική κυβέρνηση να δώσει έδαφος σε συζήτηση για «κούρεμα».
Θέλοντας εμφανώς να αποκλιμακώσει την ένταση ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ ανακοίνωσε την ίδια στιγμή ότι η συνεδρίαση θα διακοπεί και θα συνεχιστεί σήμερα στις 12 μμ ώρα Ελλάδας.
Το Eurogroup έχει χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα», με το «σκληρό» μπλοκ του Σόιμπλε, στο οποίο έχουν συμπαραταχθεί Φινλανδία, Σλοβακία και Λιθουανία, να θέτει ανοιχτά θέμα «αξιοπιστίας» της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ στην άλλη πλευρά υπάρχει το μέτωπο του Σαπέν με τη Γαλλία, την Ελλάδα και ακόμη έξι χώρες.
Το θέμα της εμπιστοσύνης της ομάδας Σόιμπλε οδήγησε σε κατάρρευση των συζητήσεων, καθώς οι ανταποκρίσεις από τις Βρυξέλλες έκαναν λόγο για μια συνεδρίαση που όχι μόνο δεν ξεκίνησε με κακούς οιωνούς, αλλά όδευε προς μια συμφωνία. Επικίνδυνη και δύσκολη μεν για την Ελλάδα, αλλά συμφωνία.
Το σκηνικό ανατράπηκε όταν το «εχθρικό» προς την ελληνική πλευρά μπλοκ έθεσε ζήτημα αξιοπιστίας με το - εύλογο είναι η αλήθεια - επιχείρημα ότι και τα προηγούμενα χρόνια υπήρξαν συμφωνίες και νομοθετήσεις από τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες όμως ποτέ δεν έφτασαν στο στάδιο υλοποίησής τους. Έθεσαν μάλιστα το ερώτημα πώς θα διασφαλιστούν οι χώρες που θα πουν το τελικό «ναι» στην ελληνική πλευρά, ότι θα υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις αυτή τη φορά, από τη στιγμή που θα «πέσουν» οι υπογραφές. 
Διπλωματικές πηγές ανέφεραν από τις Βρυξέλλες ότι εκτός από την προγραμματισμένη για την ερχόμενη Δευτέρα τακτική Σύνοδο του Eurogroup, κατά πάσα πιθανότητα θα πραγματοποιηθεί μια ακόμη την ερχόμενη Τετάρτη ή Πέμπτη. Ως τότε θα πρέπει να έχουν εγκριθεί από την Βουλή των Ελλήνων νομοθετικές πράξεις σχετικές με το συνταξιοδοτικό σύστημα και τον ΦΠΑ στην Ελλάδα.


Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *