Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της, οι σχέσεις της νέας κυβέρνησης με την Εκκλησία περνούν από δοκιμασία. Η ευθύνη δεν ανήκει στους νέους υπουργούς, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται ο Αρχιεπίσκοπος θέλει εξαρχής να θέσει σε νέες βάσεις τη σχέση του με την κυβέρνηση της Αριστεράς.
Και ενώ ο κ. Ιερώνυμος είναι εκείνος που αποκατέστησε τους διακριτούς ρόλους των δύο θεσμών (Εκκλησίας και Πολιτείας) μετά την επεισοδιακή θητεία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, καθώς φαίνεται είναι ο ίδιος που σήμερα επιχειρεί μια ριζική αλλαγή πλεύσης με άγνωστες συνέπειες.
Εχοντας στο ενεργητικό του τον έλεγχο των πιο ακραίων φωνών της Ιεραρχίας, καθώς και την απομόνωση των ελάχιστων μητροπολιτών που έσπευσαν να εκτεθούν υπέρ της Χρυσής Αυγής το 2012, ο κ. Ιερώνυμος στρέφεται τώρα εναντίον των «άθρησκων» της Αριστεράς.
Ξάφνιασε η γνωστή οξύτατη αντίδρασή του για τη δήλωση της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας Σίας Αναγνωστοπούλου, σχετικά με την ανάγκη απλοποίησης της απαλλαγής από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, για όσους μαθητές το επιθυμούν. Ο κ. Ιερώνυμος μίλησε για «ανοησίες κάποιας κυρίας», αμφισβήτησε ευθέως τις αρμοδιότητές της και επιχείρησε να τη φέρει σε αντιπαράθεση με το... υπουργείο της. Και όμως.
Η κυρία Αναγνωστοπούλου είπε κάτι πολύ απλό, το οποίο μάλιστα εδράζεται στις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας. Εφόσον αναγνωρίζεται το δικαίωμα των μη ορθοδόξων να εξαιρούνται από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, δεν θα έπρεπε αυτή η εξαίρεση να συνοδεύεται από δηλώσεις «απιστίας».
Οι γνωστοί «φονταμενταλιστές» δεν έχασαν την ευκαιρία. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος αμφισβήτησε ακόμα και την ισχύουσα κατάσταση:
Αν κάποιο από τα παιδιά έχει διαφορετικό θρήσκευμα ή δόγμα –αν είναι ρωμαιοκαθολικός, προτεστάντης, βουδιστής, δεν ξέρω– να μπορεί να πάρει απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, αφού προηγουμένως φέρει κάποιο πιστοποιητικό μιας αρμόδιας υπηρεσίας που να αποδεικνύει το διαφορετικό θρήσκευμά του. (The TOC, 25.9.2015).
Η συνάντηση
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η συζήτηση μετατέθηκε στην αναγκαιότητα ή τον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών και απαιτήθηκε να επισπευστεί η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, προκειμένου να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις και να αποφευχθεί η περαιτέρω όξυνση.
Πολλοί αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο ο συνήθως προσεκτικός και στοχαστικός Αρχιεπίσκοπος ένιωσε την ανάγκη να φερθεί με απρέπεια στην αναπληρώτρια υπουργό. Ολα τα δεδομένα συγκλίνουν στο γεγονός ότι δεν τον απασχολεί γενικά η διδασκαλία των Θρησκευτικών, αλλά ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών, και το κύριο μέλημά του είναι να παραμένει η δυσκολία που προκαλείται από τη στοχοποίηση ως «ετεροδόξων» όσων ζητούν την εξαίρεσή τους.
Ζούμε σήμερα μια μικρογραφία της «μάχης των ταυτοτήτων» του 2000, όταν η Εκκλησία, υπό την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ξεσηκώθηκε προκειμένου να μην απαλειφθεί η αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας. Οπως και τότε, έτσι και τώρα, το διακύβευμα της διαμάχης είναι αν θα υποχρεώνονται οι πολίτες να δηλώνουν τη θρησκευτική τους ετερότητα, τη διάκρισή τους από την «επικρατούσα» πλειοψηφία, με τον κίνδυνο να πέσουν θύμα ανοιχτών ή έμμεσων διακρίσεων.
Ο κ. Ιερώνυμος είχε διαφοροποιηθεί το 2000 από την ακραία γραμμή του τότε Αρχιεπισκόπου. Ενώ ο Χριστόδουλος υποστήριζε την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ο Ιερώνυμος τάχθηκε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής. Βέβαια και με αυτό τον τρόπο δεν αποφευγόταν ο «στιγματισμός». Γι’ αυτό τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την επιλογή της Πολιτείας για ολοσχερή απάλειψη του θρησκεύματος στις ταυτότητες (Ολομέλεια ΣτΕ, 2283/2001).
Παρ’ όλα αυτά, η στάση του κ. Ιερώνυμου ήταν διακριτή. Μάλιστα ο ίδιος επιδεικτικά απείχε από τη «λαοσύναξη», δηλαδή το συλλαλητήριο που οργάνωσε ο προκάτοχός του στο Σύνταγμα. Ομως στην ουσία της υπόθεσης δεν είχε διαφορετική άποψη.
Σε συνεντεύξεις του μιλούσε κι εκείνος για «σκοπιμότητες» και υπαινισσόταν «ανθελληνικές» συνωμοσίες:
Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι η απαίτηση αυτή να μη γράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες δεν είναι θέμα ελληνικό, είναι θέμα το οποίο έρχεται από έξω και θέλει να εξυπηρετήσει και σκοπούς αυτών και σκοπούς άλλων που είναι μέσα σε αυτό τον χώρο. (Αnt1 FM, 16.5.2000).
Τα «κεκτημένα»
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η διοικούσα Εκκλησία δεν μπορεί να υποχωρήσει σε ένα από τα βασικά της κεκτημένα: το γεγονός ότι όλοι οι Ελληνες θεωρούνται αυτομάτως από τη γέννησή τους ορθόδοξοι χριστιανοί, έως ότου οι γονείς τους ή οι ίδιοι προβούν σε κάποια δημόσια αποκήρυξη, κάτι που δεν είναι τόσο απλό σε μια κοινωνία που διατηρεί την ανεξιθρησκεία μόνο στα χαρτιά και επιφυλάσσει σειρά δυσμενών συνεπειών στους άθρησκους και κυρίως τους ετερόδοξους.
Ο λόγος που ο Αρχιεπίσκοπος προχώρησε σε αυτές τις δηλώσεις σχετίζεται ασφαλώς με τον σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης της Αριστεράς. Με την κίνησή του ήθελε να προειδοποιήσει τους νέους υπουργούς Παιδείας ότι δεν είναι διατεθειμένος να ανεχθεί καμιά αλλαγή στο «status quo» των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας και κυρίως ότι δεν δέχεται καμιά τροποποίηση στο καθεστώς υποχρεωτικής ταύτισης των Ελλήνων πολιτών με το ορθόδοξο δόγμα.
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο κ. Τσίπρας είχε φροντίσει να επισκεφτεί τον Αρχιεπίσκοπο και να τον προετοιμάσει για την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να υπάρξει και πολιτική ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης.
Με την πρωτοβουλία αυτή ο πρωθυπουργός πρόλαβε οποιαδήποτε αντίδραση και κατοχύρωσε πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο την επιλογή της πολιτικής διαβεβαίωσης έναντι του θρησκευτικού όρκου. Το βήμα αυτό, αν και σημαντικό, έμεινε χωρίς συνέχεια, ενώ από τα μέσα ενημέρωσης υποβαθμίστηκε και αντιμετωπίστηκε ως ισοδύναμο με τις ενδυματολογικές παραξενιές της αριστερής κυβέρνησης, κυρίως με την κατάργηση της γραβάτας.
Ο αυτοπεριορισμός της πρώτης θητείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές διευκόλυνε την Ιεραρχία να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Εξάλλου η όποια επιφυλακτική θέση στελεχών του κόμματος της Αριστεράς αντισταθμιζόταν από την προγραμματική θρησκοληψία των δεξιών συγκυβερνώντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα των επτά μηνών μόνο μία φορά διαταράχθηκαν οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, όταν με πρωτοβουλία του κ. Καμμένου δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην «περιοδεία» των λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας στην Ελλάδα.
Ηταν Μάιος του 2015, όταν ανακοινώθηκε ότι τα «λείψανα» που φυλάσσονται στη Βενετία θα γίνουν δεκτά με τιμές αρχηγού κράτους, καθώς και ότι θα περάσουν από το Νοσοκομείο του «Αγίου Σάββα». Ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φίλης χαρακτήρισε «εμπόριο λειψάνων» όλη την επιχείρηση, και υποστήριξε πως «είναι λάθος να δίνουμε το σήμα ότι μέσα από τέτοιες διαδικασίες μπορεί να υποκατασταθεί η αναγκαία ιατρική αγωγή», ενώ η μεταφορά του σκηνώματος στον «Αγ. Σάββα» «παραπέμπει σε περιόδους Μεσαίωνα».
Ο διευθυντής Τύπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών Χάρης Κονιδάρης αντέδρασε με σκληρή ανακοίνωση, λέγοντας ότι «εμπόριο λειψάνων κάνει ο ίδιος ο κ. Φίλης. Εμπορεύεται τα λείψανα ενός δήθεν αριστερού αντικληρικαλισμού, ο οποίος και παραπέμπει σε περιόδους Μεσαίωνα, αφού επιδιώκει να περιορίσει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκείας». Σύμφωνα με τον κ. Κονιδάρη, θα έπρεπε «ο κ. Φίλης να διδαχθεί από τη στάση του πρωθυπουργού της χώρας κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος σέβεται απόλυτα το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων».
Αντιδράσεις
Η τοποθέτηση του κ. Φίλη στη θέση του υπουργού Παιδείας μετά τις πρόσφατες εκλογές ασφαλώς θορύβησε αρχικά τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος αντέδρασε με την επιδεικτική επίθεση στην κυρία Αναγνωστοπούλου. Την περασμένη Τρίτη, κατά την πρώτη τακτική συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος φρόντισε να επαναλάβει τον φόβο του ότι «φαινόμενα όπως το πρόσφατο επεισόδιο του μαθήματος των Θρησκευτικών, είναι η αιχμή του δόρατος».
Μάλιστα συνέδεσε το «επεισόδιο» με τις σχέσεις Ελλάδας - Ε.Ε., θυμίζοντας τον επιλεκτικό αντιευρωπαϊσμό του προκατόχου του, αλλά υποδεικνύοντας, όπως έκανε εκείνος, και τον «εσωτερικό» εχθρό:
Φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι εδώ και οι Ευρωπαίοι, εκμεταλλευόμενοι τη δεινή μας οικονομική κατάσταση, στα πλαίσια της ρυθμίσεως των οικονομικών μας σχέσεων, δεν θα παραλείψουν αλλά αντιθέτως θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο την αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας μας, αρχίζοντας από τη σχολική μας εκπαίδευση. Το τραγικό είναι ότι οι εχθροί μας δεν είναι πλέον πέρα και μακριά, είναι εντός των τειχών μας. Το βλέπουμε, το οσφραινόμαστε.
Το αποκορύφωμα της δήλωσης υπήρξε μια όψιμη «αντιμνημονιακή» τοποθέτηση:
Εάν όμως υπάρχουν δεσμεύσεις και σχεδιασμοί που αποσκοπούν, όπως ψιθυρίζεται ζωηρά, στην αλλοίωση της μορφής της κοινωνίας μας και μάλιστα στην υποτίμηση της ιστορίας και των παραδόσεών μας, το ξεθεμελίωμα του θεσμού της οικογένειας και την επιβολή της διαστροφής, την περαιτέρω υποβάθμιση της γλώσσας μας και την περιφρόνηση του από αιώνες πολιτισμού μας, της πατρίδος μας, των οσίων και των ιερών μας· αν όλα αυτά είναι μέσα στα “προαπαιτούμενα” (πράγμα ακατανόητο), τότε η Ιεραρχία, ο κλήρος, ο ευσεβής και πιστός ελληνικός λαός, θα γίνουμε ανάχωμα, τείχη, οχυρά.