γράφει ο Θέμης Τζήμας
Υπάρχει ένας τύπος ανθρώπου που ο εφαρμοσμένος νεοφιλελευθερισμός, δηλαδή το πλέον ολοκληρωμένο και ολοκληρωτικό μέχρι σήμερα σύστημα εξουσίας, αποθεώνει και διαφημίζει σε κάθε δραστηριότητα: είναι ο καριερίστας. Ο καριερίστας ζει και κινείται ενδοστρεφώς, βυθίζεται σε έναν εκτεινόμενο, διαβρωτικό ναρκισσισμό. Ο κόσμος γύρω του μπορεί να υπάρχει μόνο ως εργαλείο του. Αδυνατεί να συν- είναι. Μπορεί μόνο να έχει. Ως εκ τούτου πρέπει να κατέχει πάντα κάτι και κάπου, που να εκπληρώνει τις ναρκισσιστικές προσδοκίες του. Η αλλοτρίωσή του είναι ολοκληρωτική, όπως και η εξουσία που υπηρετεί.
Ο καριερίστας της πολιτικής δεν μπορεί παρά να είναι κυνικός στο πλαίσιο μιας προσπάθειας “ιδεολογικοποίησης” της στρέβλωσης που ενσαρκώνει, υλοποιεί, συχνά δε και πιστεύει ως αληθή. “Κάνω τα ίδια με τους άλλους αλλά είμαι διαφορετικός και καλύτερος γιατί εγώ είμαι εγώ.” Ο υποκειμενισμός του επιχειρεί να καταβροχθίσει τα πάντα, να επιβληθεί στα πράγματα με τη χυδαιότητα της έστω πρόσκαιρης ισχύος, καθώς πιστεύει βαθιά ότι πρέπει, ότι δικαιούται να είναι ιδιοκτήτης και εξουσιαστής του κόσμου γύρω.
Ο καριερίστας εγγράφεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Δε χρειάζεται να είναι ούτε ο πιο μορφωμένος, ούτε ο πιο έξυπνος. Χρειάζεται να είναι αυτός που επιθυμεί περισσότερο το “έχειν” και που την επιθυμία του αυτή μπορεί να την εμφανίζει σαν ικανότητα, πράγμα για το οποίο άλλωστε εδώ και δεκαετίες διαμορφώνεται το κατάλληλο ιδεολογικό πλαίσιο. Κάθε φορά που ένας γονιός προωθεί ως πρότυπα όλα τα στερεότυπα του συστήματος εξουσίας, που κάποιος δάσκαλος διδάσκει ότι ο στόχος είναι η καλή καριέρα, που ένα έντυπο διαφημίζει τον “πετυχημένο” ηλίθιο, που τα ΜΜΕ χρήζουν κάποιον ακόμα ασήμαντο “φαινόμενο”, που ο σύντροφος δείχνει κατανόηση σε μια μετριότητα ικανή να γλύφει τους από πάνω και να φτύνει τους από κάτω για να ανεβεί στο μηχανισμό, ένας ακόμα καριερίστας πλάθεται.
Ο καριερίστας δεν είναι απλά ένα αποτέλεσμα του συστήματος εξουσίας: εισέρχεται στον εξουσιαστικό πυρήνα του, καθίσταται ο χρήσιμος και κυνικός ηλίθιος της εξουσίας, το παράλογα, χυδαία ανιστορικό και εγωκεντρικό ον. Εν τέλει είναι το “πετράδι του στέμματος” στο πεδίο της αναδιαμόρφωσης της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης από την ολοκληρωτική εξουσία. Εξ ου και μπορεί να πει κάθε ψέμα, να σηκώσει κάθε σημαία, να πατήσει κάθε αρχή, να υπηρετήσει κάθε συμφέρον. Κανένα τόσο ολοκληρωτικό, υπαρξιακά αδιέξοδο και άδικο σύστημα όσο ο νεοφιλελευθερισμός- ως η κυρίαρχη μορφή καπιταλισμού- δε θα μπορούσε να εξουσιάζει χωρίς να αναδιαμορφώνει την ατομική και μαζική ένθεση στην πραγματικότητα, με όρους όχι μόνο οικονομικούς αλλά και ψυχολογικούς, κοινωνικούς, διανοητικούς και ιστορικούς. Κυρίως δε θα μπορούσε να ενισχύεται αν πέρα από τους άλλους λόγους δεν πετύχαινε να αντλεί ανθρώπινο δυναμικό από όλους τους πολιτικούς χώρους και κυρίως από τους αντίπαλους, βάζοντάς τους στο χέρι, πρώτα και κύρια μέσα από τη μεθοδολογία και την τεχνική. Αποδεχόμενος ένας χώρος τις μεθόδους, τις τεχνικές που παράγουν ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, εν τέλει ενσωματώνεται στο ίδιο το σύστημα εξουσίας που ίσως μέχρι ενός σημείου πιστεύει ότι πολεμά. Όταν ένας χώρος παράγει τύπους ανθρώπων βολικούς για την εξουσία και για τους εξουσιαστές δεν μπορεί παρά να είναι τμήμα της συγκεκριμένης εξουσίας, ό,τι και αν λέει, όποια σημαία και αν σηκώνει.
Η ελληνική- και όχι μόνο- κοινωνία ηγεμονεύθηκε από τον καριερισμό, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες. Η ιδιωτική τηλεόραση, ο ψευτό- εκσυγχρονισμός, η αισθητική της χούντας που επιβίωσε του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού και ενέσκηψε εκ νέου, η γραφικοποίηση κάθε λαϊκού, προοδευτικού κινήματος και πολλά άλλα, προτυποποίησαν τον καριερισμό και τους καριερίστες. Δεν υπήρξε σχεδόν κανένας χώρος που να μην αλλοτριώθηκε από αυτό το πρότυπο, συντηρώντας μια διαφορετικών χρωμάτων αλλά ίδιου τύπου, σχέση συνενοχής με το αλλοτριωνόμενο συλλογικό φαντασιακό. Βασικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας υπήρξε ένα ιδιότυπος “βιολογισμός”: η αποθέωση του ηλικιακά νέου και ως εκ τούτου της γρήγορης, ανέλεγκτης από άποψης αξιών, γνώσεων και βιωμάτων, ανέλιξης στην ιεραρχία του όποιου χώρου. Η ηλικιακή ανανέωση των δομών της εξουσίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη προκειμένου να καμουφλάρεται η αντιδραστική ουσία τους.
Όταν αναρωτιόμαστε πώς τόσο γρήγορα, τόσοι άνθρωποι, που ακούγονταν κομμουνιστές και σοσιαλιστές αλλοτριώθηκαν μέχρι του σημείου να ανάγουν τον κυβερνητισμό επίσημα σε ιδεολογία και να υπηρετούν πραξικοπήματα και εκβιαστές, με χαμόγελο και ευχαρίστηση, πρέπει να κοιτάξουμε στην πολύχρονη ενσωμάτωση στην εξουσία, έστω και από μια ιεραρχικά υποδεέστερη θέση, που επιπλέον έχει συσσωρεύσει μια απελπισμένη επιθυμία να μην αφήσουν ό,τι κέρδισαν για τους ίδιους, μετά από πολλά χρόνια και με ελάχιστο κόπο. Εξ ου και μπορούν τόσο αβίαστα να λένε ότι δε θα πειραχτούν συντάξεις ή και ότι θα δοθούν αυξήσεις αφού έχουν ήδη κόψει τις συντάξεις, να στερούν από την πλειοψηφία της νεολαίας τη δυνατότητα να έχει οποιαδήποτε μορφή εργασίας ενώ προπαγανδίζουν ότι είναι το νέο, να φοράνε παλαιστινιακό μαντίλι και να ταυτίζονται με την Ισραηλινή ακροδεξιά, να μιλάς για πατριωτισμό και να υποκλίνονται στον ιμπεριαλισμό, να καταθέτουν στεφάνι στην Καισαριανή και να ποδοπατούν τις αξίες για τις οποίες εκτελέστηκαν οι αγωνιστές, να τσακίζουν τον άνεργο, το φτωχό, τον εργαζόμενο, τον ελεύθερο επαγγελματία από δέκα μεριές, να διακηρύσσουν ότι αυτοί θα είναι πιο “θαρραλέοι” από τους προηγουμένους μνημονιακούς και να καμώνονται ότι σπαράζουν για τους πολίτες που υποφέρουν. Να βγάζουν δεκάρικους κατά της διαπλοκής και να είναι οι συνδαιτυμόνες της. Να λένε άλλα μέσα και άλλα έξω. Να καλούν σε συνεργασία τους ίδιους που κατήγγειλαν πριν. Να βιάζουν τη θέληση του λαού, αφού οι ίδιοι προκάλεσαν την έκφρασή της. Και όλα αυτά για την καριέρα τους.
Η επιτυχία της επίθεσης της εξουσίας στο συλλογικό φαντασιακό ήταν τέτοια ώστε μας κυβερνά ο καλύτερος καριερίστας που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία, πλαισιωμένος από μια αντάξιά του ομάδα. Η εξέλιξη φυσικά δεν είναι καινοφανής. Υπήρξε για παράδειγμα η ομάδα πρωτοκλασάτων που ανέδειξαν ο Κώστας Σημίτης και οι εθνικοί εργολάβοι- εκδότες. Κανείς τους όμως δεν μπόρεσε να πετύχει τόσο όσο ο νυν πρωθυπουργός, εξ ου και τον φθονούν. Αν αναζητήσουμε την ουσία της πολιτικής συμπεριφοράς Τσίπρα, πίσω από την κακή απομίμηση φωνής Αντρέα, θα δούμε γνήσιο τον εκσυγχρονισμό των μέσων της δεκαετίας του '90 και την προσπάθεια εισαγωγής του νεοφιλελευθερισμού του Μητσοτάκη. Θα δούμε διαφόρους τύπους ανθρώπων που συνωθούνταν στα περιοδικά lifestyle και στα στημένα δελτία ειδήσεων. Και αν οι νεοφιλελεύθεροι του “μένουμε Ευρώπη” ξεπεράσουν το μικρόψυχο φθόνο τους για εκείνον που τους κλέβει την πολιτική τους, θα δουν στον πρωθυπουργό και στην ομάδα του, την ενσάρκωση, την εφαρμογή της ιδεολογίας τους.
Ο καριερίστας και ο καριερισμός συνιστούν μια διαρκή υπόμνηση προς την κοινωνία για το πού οδηγείται όταν παραδίδει τις ευθύνες της, όταν παραδίδεται στο μυστικισμό της εξουσίας και των ειδικών, όταν αναθέτει τις προσδοκίες της, όταν έχει ελπίδες αντί για ή χωρίς θέσεις, όταν αποθεώνει την ισχύ χωρίς αξίες. Αλλά και για όλους τους χώρους- και δη τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές - για το τι σημαίνει η παράδοση στη γραφειοκρατία, η αφυδάτωση του πολιτικού από το κοινωνικό, ο εναγκαλισμός με τη διαπλοκή, η αστικοποίηση.
Ο κυνισμός του καριερίστα φαντάζει ανίκητος ώσπου αρχίζει και παραδίδεται στην ύβρι. Έως ότου αρχίζει και πιστεύει την προπαγάνδα του. Μέχρι τη στιγμή που γεννά με την πολιτική του τόσα ερείπια ώστε η όποια προπαγάνδα καθίσταται ανεπαρκής. Η πτώση του καριερίστα- αν και όχι απαραιτήτως του καριερισμού - ξεκινά όταν η αυταρέσκεια καταλαμβάνει τον ίδιο και το επιτελείο του, σε βαθμό που να θεωρεί ότι οι “από κάτω” θα τα δεχτούν όλα. Αυτόν το δρόμο, ο πρωθυπουργός και το επιτελείο το βαδίζουν ήδη. Πού θα βγάλει τη χώρα είναι άδηλο.