Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Το ξυπνητήρι χτυπούσε μανιασμένα,
ξανά και ξανά, κι εκείνη δεν το άκουγε. Δεν ήθελε να το ακούσει. Το έκλεισε την
πρώτη φορά -ή έτσι νόμιζε- κι αυτό σε πέντε λεπτά χτύπησε ξανά. Κι ύστερα άλλη
μια φορά.
Στο τέλος το πήρε στα χέρια της,
βεβαιώθηκε ότι έκλεισε, και άφησε τα μάτια της να ξεκουραστούν. Είχε αποφασίσει
να αφήσει μερικές δουλειές ατελείωτες. Τι πείραζε; Μόνο εκείνη θα το ήξερε. Κι
αν το καταλάβαινε και κανένας άλλος; Πάλι δεν πείραζε.
Ηθελε τόσο να κοιμηθεί, τόσο να
ξεκουραστεί, τόσο πολύ να ξεχάσει… Να αφήσει τον θεραπευτικό Μορφέα να την
αγκαλιάσει, να πάρει σκέψεις και έγνοιες και τον πονοκέφαλο που τη βασάνιζε
μέρες τώρα. Αν μπορούσε, θα τυλιγόταν σε ένα κουκούλι, θα γινόταν ένα κουβαράκι
από μετάξι και μαλλί. Κι ύστερα, όταν θα είχε αναγεννηθεί, όλα θα ήταν αλλιώς,
γιατί και η ίδια θα ήταν αλλιώς.
Αλίμονο, έμεινε με το όνειρο…
Την ώρα που άρχισε πάλι να
βυθίζεται, την ώρα που το σώμα λυνόταν και έχανε ξανά λίγο λίγο την αίσθηση του
περιβάλλοντος, ένα κομματάκι βελούδο την άγγιξε στο πρόσωπο. Σαν ελαφρό
χτύπημα, σαν χάδι, κάτι ανάμεσα στα δυο.
Μετά ένα δεύτερο, μαζί με ένα
ελαφρύ πρρρρρ, πρρρρρ, πρρρρ. Σιγανό, ευγενικό, τρυφερό.
Εκείνη επέμενε να κρατάει τα
μάτια της κλειστά, σφίγγοντάς τα ελαφρά, για να μη χάσει τον ύπνο που την
καλούσε. Μάταιος κόπος.
Ενα τρίτο βελούδινο χάδι, ένα
λίγο πιο δυνατό γουργουρητό και τελικά άνοιξε τα βλέφαρα. Τα κιτρινοπράσινα
μάτια του γάτου ανοιγόκλειναν και ένα νιάααρ γεμάτο νάζι την έκανε να
χαμογελάσει.
Επρεπε να σηκωθεί. Ο μαύρος γάτος
πεινούσε και αυτή την υπόθεση δεν είναι να την παίρνει κανείς στ’ αστεία.
Σήκωσε τα σκεπάσματα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έκανε να τον πάρει
αγκαλιά. Ο γάτος αποτραβήχτηκε, σήκωσε την ουρά και πήγε προς την πόρτα.
Δεύτερο νιάαααρ, πιο δυνατό, πιο
αποφασιστικό, ίσως και λίγο απαιτητικό. Το μήνυμα ήταν σαφές: Πρώτα θα με
ταΐσεις και μετά οι αγκαλιές.
«Ερχομαι», του είπε. «Να, κοίτα,
σηκώθηκα». Πάντα του μιλούσε όπως θα μιλούσε σε άνθρωπο κι εκείνος της
νιαούριζε όπως θα νιαούριζε σε γάτα. Και μια χαρά συνεννοούνταν έτσι.
Εσυρε τα πόδια της μέχρι το
μπάνιο, γέμισε το πιατάκι του φαγητό, το μπολάκι του νερό, πέταξε τις
ακαθαρσίες από την άμμο. Μετά πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Ετοίμασε το
πρωινό της: φρυγάνισε λίγο ψωμί, έβαλε σε έναν δίσκο μαρμελάδα πορτοκάλι και
λίγο τυρί και πήγε στο σαλόνι.
Κάθισε στο χαμηλό σκαμνί, πλάι
στον καναπέ, δίπλα στο παράθυρο. Στην πρώτη γουλιά καφέ ένιωσε στο πόδι της
ξανά το χάδι από το μαύρο βελούδο και ένα ευτυχισμένο πρρρρρρ, πρρρρρ, πρρρρρ.
Τον είδε ξαπλωμένο σχεδόν ανάσκελα, με τη χνουδωτή κοιλίτσα του εκτεθειμένη να
τρίβεται στο χαλί περιμένοντας αυτό που δικαιούνταν: χάδια, έως ότου βαρεθεί.
Ηταν χορτάτος, ήταν χαρούμενος.
Του άρεσε να του τρίβεις τα
αυτιά, να ξύνεις τον σβέρκο και να του χαϊδεύεις την πλάτη με τις ώρες. Και
μόλις τελείωνες με τη μια πλευρά, γύριζε από την άλλη: δεν υπάρχει κουράστηκα
εδώ, υπηρετείς το αφεντικό για όσο το απαιτεί.
Θέλησε να τον κρατήσει λίγο
αγκαλιά, αλλά η μεγαλειότητά του βαρέθηκε. Τώρα νύσταζε εκείνος και ήθελε να
κοιμηθεί.
Της εξέφρασε ένα βαριεστημένο
νιάααααου και την άφησε σύξυλη.
Εκείνη για να παρηγορηθεί ήπιε
μια γουλιά καφέ, που είχε αρχίσει να κρυώνει, και δάγκωσε μια μπουκιά από το
φρυγανισμένο ψωμί με τη μαρμελάδα.
Αντρες, τι να πεις, σκέφτηκε.
Μόλις πάρουν αυτό που θέλουν σηκώνονται και φεύγουν. Και τότε γέλασε.