Τα κρατικά κανάλια έχουν πάντα
καλές ξένες σειρές – και καλές είναι όσες τελειώνουν κάποια στιγμή, δεν
βαλτώνουν στη ράθυμη αυτοεπανάληψη. Το γιατί δεν έχουν και ικανοποιητική
τηλεθέαση είναι μια χρόνια πολυπαραγοντική ασθένεια. Είναι πάντως αποκαρδιωτικά
αποκαλυπτικό το εξής αενάως επαναλαμβανόμενο, που δεν έχει να κάνει
αποκλειστικά με τον μη εμπορικό χαρακτήρα της κρατικής τηλοψίας:
Το ίδιο τηλεοπτικό προϊόν
(εισαγόμενο ή ντόπιο, ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι λ.χ.) οδηγεί σε διαφορετικά
αποτελέσματα, κατά τον δίαυλο που το προβάλλει. Στα ιδιωτικά κανάλια φέρνει
υψηλή τηλεθέαση και πάμπολλες διαφημίσεις, τόσες που διαλύουν τη ροή του
προγράμματος. Αντίθετα, στην κρατική τηλεόραση φέρνουν λιγοστές ρεκλάμες (οπότε
χρειάζονται τα αυτοδιαφημιστικά, για να καλυφθούν τα αναγκαία μίνι
διαλείμματα), η δε τηλεθέαση παραμένει καθηλωμένη στα συνήθη της.
Μια από τις καλύτερες σειρές της
ΕΡΤ2 είναι αστυνομική: ο «Ντετέκτιβ Μέρντοχ», καναδικής παραγωγής. Ούτε ωμή βία
έχουμε εδώ ούτε ζόρισμα της σεναριογραφικής φαντασίας προς κατασκευή όλο και
πιο διαστροφικών σίριαλ κίλερ. Ο ντετέκτιβ Ουίλιαμ Μέρντοχ, στο Τορόντο, στο
γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό, είναι της πάστας του Σέρλοκ Χολμς, πλην
θωρακισμένος απέναντι στις ηδονές του βίου. Θρήσκος –κάνει πάντα τον σταυρό του
μπροστά σε πτώμα–, σοβαρός και ατσαλάκωτος ακόμα και πάνω στο ποδήλατό του. Τα
προβλήματα που αντιμετωπίζει στην αστυνομική καθημερινότητά του τα επιλύει με
μεθοδική διανοητική ανάλυση, αλλά χάρη και στις κάθε είδους εφευρέσεις του.
Στα πλεονεκτήματα της σειράς, η
ομαλή ένταξη στο σενάριο προσωπικοτήτων της εποχής, πολιτικών, λογοτεχνών,
ζωγράφων και επιστημόνων. Σαν γκεστ σταρ έχουν εμφανιστεί (διά του
κινηματογραφικού σωσία τους εννοείται) ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, γερός πότης από τα
νιάτα του, ο Νίκολα Τέσλα, ο Τζακ Λόντον, ο Τόμας Εντισον, ο Αρθουρ Κόναν
Ντόιλ, η Εμμα Γκόλντμαν, μορφή της διεθνούς αναρχίας, και πολλοί άλλοι.
Σπουδαίο πλεονέκτημα επίσης, το ότι η πλοκή λειτουργεί συχνά σαν πληροφορητής
για τα σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούσαν τις δυτικές
κοινωνίες εκείνη την εποχή.
Σε πολλά επεισόδια, το κύριο θέμα
δεν είναι η διαλεύκανση κάποιου φόνου, αυτή είναι περίπου το φόντο, αλλά η
έκθεση της θεσμοθετημένης ή «φυσικής» κοινωνικής και φυλετικής ανισότητας.
Χωρίς ιδεολογικές υπερβολές πάντως ή προπαγανδιστικές διαθέσεις. Με σίριαλ
έχουμε να κάνουμε πάντα, όχι με κινηματογραφημένο μανιφέστο. Θύματα της
ανισότητας οι μαύροι (θα πρέπει να κάνουν μια μικρή επανάσταση για να γίνουν
δεκτοί σε καθωσπρέπει εστιατόρια), οι γυναίκες (η δική τους επανάσταση, στην
οποία συμπρωταγωνιστεί η αγαπημένη του Μέρντοχ, η Τζούλια, γιατρίνα,
παθολογοανατόμος, αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι), οι Ινδιάνοι
και βεβαίως οι μετανάστες. Αλλά σ’ αυτή τη σειρά μυστηρίου εποχής θίγονται,
πάντα με ευαισθησία, και άλλες εκδοχές διακρίσεων: εναντίον των μη προτεσταντών
(σαν καθολικός, ο Μέρντοχ δεν μπορεί να ελπίζει σε υψηλές θέσεις), των
ομοφυλοφίλων κ.λπ.
Και να που το επεισόδιο της
Κυριακής 3 Νοεμβρίου αποδείχτηκε απίστευτα συγχρονισμένο με όσα συμβαίνουν τώρα
στον τόπο μας, και γενικότερα στην Ευρώπη, θαρρείς και κάποιος δάκτυλος θέλησε
να ψηλαφήσει τον τύπον των ήλων μας. Οι πρωταγωνιστές του επεισοδίου ήταν
Ελληνες μετανάστες στον Καναδά. Ζουν στη δική τους συνοικία. Οσοι τους
συμπαθούν έχουν να πουν καλά λόγια για το σουβλάκι και τον μπακλαβά που
πουλάνε. Οσοι τους αντιπαθούν, οι περισσότεροι δηλαδή, τους κατηγορούν ότι «με
το αδιάκοπο κουβεντολόι τους είναι χειρότεροι και από τους Ιταλούς».
Οπου ξαφνικά ένας νέος
μεταναστευτικός νόμος οδηγεί στη σύλληψη και στην απέλαση πολλών μεταναστών –
ειδικά Ελλήνων. Ενας εξ όλων μάλιστα, ο Αθως Ρέλλας, ο «καλύτερος ξυλουργός της
πόλης», που έχει δουλέψει και στο σπίτι του διοικητή του αστυνομικού τμήματος,
κατηγορείται ότι δολοφόνησε τον εμπνευστή του νόμου. Ο αθώος Αθως αρνείται την
κατηγορία, ακόμα και μπροστά στην απειλή του ξυλοδαρμού του μέσα στο τμήμα.
Δηλώνει ωστόσο έτοιμος να ομολογήσει πως είναι ένοχος, αν η πολιτεία δεν διώξει
από το νοσοκομείο τον νοσηλευόμενο πατέρα του και δεν τον απελάσει – διότι
εκτός των άλλων ο νέος νόμος προβλέπει ότι οι μετανάστες δεν έχουν δικαίωμα
στην περίθαλψη, στη ζωή δηλαδή: ένας Πολωνός κινδυνεύει από γάγγραινα, πλην ο
νομιμόφρων διοικητής του νοσοκομείου δίνει εντολή να μην τον χειρουργήσουν. Η
Τζούλια «παρανομεί» και τον χειρουργεί, σεβόμενη τους όρκους και το καθήκον των
γιατρών – κάνει δηλαδή ό,τι και οι Ελληνες γιατροί του Δημοσίου που, με τη
σπάθη ποικίλων απαγορευτικών νόμων πάνω από την κεφαλή τους, περιθάλπουν
αλλοδαπούς ασθενείς, που πια δεν έχουν καν στον ήλιο ΑΜΚΑ.
Γιατί εκδιώκονται ειδικά οι
Ελληνες του Τορόντο; Γιατί «ένας στους τρεις κατηγορείται για έγκλημα», και
σύμφωνα με τον νέο νόμο της ξενηλασίας, η κατηγορία αυτή συνεπάγεται την άμεση
απέλαση (στις μέρες μας τη λέμε και επαναπροώθηση). Πρόκειται βέβαια για ψέμα,
κατασκευασμένο από κακόβουλα συμφεροντολόγους ντόπιους, μεγάλα κεφάλια της
κοινωνίας κι ακόμα μεγαλύτερα κεφάλαια. Οι μπιστικοί τους οργανώνουν
συγκεντρώσεις «αγανακτισμένων πολιτών» εναντίον των Αλβανών και των Πακιστανών,
συγγνώμη, εναντίον των Ελλήνων.
Ποια τα συνθήματα στα πλακάτ που
κρατάει η διεγερμένη και σκηνοθετημένη εξαλλοσύνη των αγανακτισμένων, που δεν
μπορεί, όλο και κάτι μας θυμίζουν; «Canada
for legal Canadians only» και
«Go home Greeks». Περιττεύει νομίζω η μετάφραση. Ας προστεθούν εντούτοις κάποια από τα κλισέ
που εξαπολύουν οι ντόπιοι –δίκην λίθων– κατά των Ελλήνων:
«Δεν είναι σαν κι εμάς. Λεηλατούν
τους πολίτες του Στέμματος. Δεν έχουν ηθική. Είναι ζώα. Είναι εισβολείς.
Αλλάζουν τη δομή της κοινωνίας μας». Εδώ μιλάμε για «αφελληνισμό» και
«αποχριστιανισμό».
Μα ναι. Σατανικές οι συμπτώσεις.
Αρχίζω να σκέφτομαι μήπως η Helene Asimakis, που το όνομά της εμφανίζεται πάντα
ανάμεσα στα ονόματα των κύριων συντελεστών της παραγωγής του «Μέρντοχ», μήπως
λοιπόν η προφανώς Ελληνίδα Ελένη Ασημάκη είναι προφανέστατα «ανθελληνίδα». Πήρε
δηλαδή γραμμή από τους «ιδεοληπτικούς» που κυκλοφορούν στα μέρη μας, τους
ΜΗΚΥάδες, τη Διεθνή Αμνηστία κ.ά., κι έδωσε με τη σειρά της γραμμή στον
σεναριογράφο. Ο οποίος ωστόσο δεν αυθαιρέτησε. «Dirty Greeks» αποκαλούσαν τα
χρόνια εκείνα τους Ελληνες οι «γνήσιοι» Αμερικανοί, απόγονοι μεταναστών αυτοί.
Οι δε νόμοι που περιόριζαν τα δικαιώματα των μαύρων ίσχυαν και για τους
Ελληνες, ειδικά αυτούς. Και κάτι ακόμα: τον Φλεβάρη του 1909, στη Σάουθ Ομαχα,
μια μικρή πόλη της Νεμπράσκας, οι «γηγενείς» οργάνωσαν πογκρόμ κατά των
«υπανθρώπων Ελλήνων». Αφορμή, η σύλληψη του Καλαματιανού Γιάννη Μασουρίδη ως
ενόχου για τη δολοφονία αστυνομικού. Με την κραυγή «Θάνατος στους Ελληνες», το
οπλισμένο πλήθος διέλυσε την Γκρικ-τάουν. Μέσα σ’ έναν χρόνο, οι Ελληνες της
πόλης από 2.000 μειώθηκαν σε 59.
* Φωτογραφία: Έργο του Βασίλη
Σκυλάκου, «Χωρίς τίτλο» (τμήμα), 1984, μεικτή τεχνική σε λαμαρίνα. Η Roma
Gallery παρουσιάζει την ατομική έκθεση του Βασίλη Σκυλάκου (1930-2000) με τίτλο
«Εδώ κι εκεί και παντού». Ρώμα 5, Κολωνάκι.