γράφει η Μαρίνα Αλεξανδρή
Η αναπτυξιακή… απογείωση του 4% προσγειώθηκε απότομα στο 1%,
η «έκρηξη» των επενδύσεων μετατράπηκε σε απόλυτη στασιμότητα, και η ιδιωτική
κατανάλωση βούλιαξε μαζί με το σχεδόν ανύπαρκτο πια κοινωνικό μέρισμα.
Η καθίζηση της οικονομίας στο
τέταρτο τρίμηνο του 2019 που αποκάλυψαν χθες τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ –
και τα οποία, παρεμπιπτόντως, ελάχιστα έως καθόλου προβλήθηκαν από τα
περισσότερα μέσα ενημέρωσης - ήρθαν να επιβεβαιώσουν το πλήρες πάγωμα της αγοράς
που εξέπεμπαν τους τελευταίους μήνες οι οιωνοί από τους περισσότερους
επαγγελματικούς κλάδους. Και, ταυτοχρόνως, έφεραν την κυβέρνηση, τους
φορολογούμενους και τους εργαζόμενους ενώπιον του χειρότερου δυνατού σεναρίου:
εκείνου μιας ενδεχόμενης νέας ύφεσης, καθώς την αναπτυξιακή κατάρρευση του
τέταρτου τριμήνου ακολουθούν τώρα οι κραδασμοί που φέρνει και στην παγκόσμια
και την ελληνική οικονομία η απειλή του κορονοϊού.
Τα βασικά και πλέον ανησυχητικά
στοιχεία που συνέβαλαν στην αναπτυξιακή βουτιά του τελευταίου τριμήνου του 2019
είναι τρία: To βαθύ «μαχαίρι» στις δημόσιες επενδύσεις, η ανάσχεση των εξαγωγών
και το φρένο στα καταναλωτικές δαπάνες που αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, και
στην επιλογή της κυβέρνησης να μην χορηγηθεί ουσιαστικά πέρσι κοινωνικό μέρισμα.
Αναλυτικά, οι δημόσιες επενδύσεις
ήταν μειωμένες κατά 1,1 δις ευρώ, οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν μόλις κατά
0,4% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο, ενώ οι εξαγωγές εμφάνισαν – και πάλι σε
σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο – μείωση της τάξης του 3,5%.
Από την εικόνα αυτή προκύπτουν
τρία αρνητικά ρεκόρ, που καμία σχέση δεν έχουν με την αναπτυξιακή κοσμογονία
που υποσχόταν προεκλογικά και μετεκλογικά η κυβέρνηση και τα οποία επισημαίνουν
σε ανακοίνωσή τους ο Νίκος Παππάς και ο Γιώργος Τσίπρας, ο τομεάρχης και
αναπληρωτής τομεάρχης Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα: Η μείωση του ΑΕΠ κατά
0,7% στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 σηματοδοτεί, σε αναπτυξιακούς όρους, το
χειρότερο τρίμηνο που έχει γνωρίσει η ελληνική οικονομία από το 2015. Ο ρυθμός
ανάπτυξης στο δεύτερο εξάμηνο του έτους – και πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης της
ΝΔ– έπεσε στο 1,6% από 2,2% που ήταν στο πρώτο ήμισυ του 2019. Σημειώνεται, δε,
ότι αυτή η επίδοση (2,2%) αποτελούσε και τον υψηλότερο τριμηνιαίο ρυθμό
ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 2007.
Το τρίτο στοιχείο που καταγράφουν
οι δύο τομεάρχες είναι πως στο εξάμηνο διακυβέρνησης της ΝΔ ο ρυθμός αύξησης
των επενδύσεων ήταν μόλις 0,09% (δηλαδή, όλα κι όλα 10 εκατ. ευρώ) έναντι
αύξησης 10,2% στο εξάμηνο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το ίδιος έτος.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, που
προφανώς απέχει μακράν από τις διακηρύξεις Μητσοτάκη και Γεωργιάδη περί
«έκρηξης επενδύσεων» και «ολοκληρωτικής και θετικής μεταστροφής του οικονομικού
κλίματος», ο όλος σχεδιασμός της κυβέρνησης καθώς και οι προβλέψεις του
προϋπολογισμού τίθενται υπό αίρεση.
Ο, ήδη υπερφιλόδοξος, στόχος του
προϋπολογισμού για ανάπτυξη 2,8% το 2020 θεωρείται πλέον οριστικά χαμένος, ενώ
οι αναλυτές προειδοποιούν πως η έκταση της τελικής αναπτυξιακής οπισθοδρόμησης
θα κριθεί πλέον στις αντοχές του τουρισμού ενώπιον του κορονοϊού και στις
διαστάσεις που θα πάρει στην χώρα μας η διασπορά του ιού.
Ως πρώτο και άμεσο πλήγμα, τόσο
από την αρνητική αναπτυξιακή πορεία στο τέταρτο τρίμηνο του 2019 όσο και από
την απειλή του κορονοϊού, οι αναλυτές βλέπουν την αναβολή της αναβάθμισης της
ελληνικής οικονομίας από διεθνείς οίκους όπως η Standard & Poor’s, την
οποία κάποιοι κυβερνητικοί παράγοντες έσπευδαν να προεξοφλήσουν ακόμη και για
μέσα στον τρέχοντα μήνα.
Αναβολή, ακόμη και για τα τέλη
του 2021 ή τις αρχές του 2022, βλέπουν οι αναλυτές και στην αναβάθμιση των
ελληνικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ οι εκτιμήσεις για τον τελικό
ρυθμό ανάπτυξης του 2020 δίνουν – με συντηρητικούς όρους – επιβράδυνση στο
1,8%.
Μεγάλο ερώτημα καθίσταται και το
τι μέλει γενέσθαι τόσο με την επίτευξη του στόχου για το πλεόνασμα το 2020, όσο
και με την περίφημη διαπραγμάτευση για μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα
κάτω από το 3,5% από το 2021. Στο οικονομικό επιτελείο έχουν εναποθέσει τις
ελπίδες τους σε μια απόφαση του Eurogroup για συνολική δημοσιονομική χαλάρωση
στην ευρωζώνη λόγω του κορονοϊού και τα πρώτα μηνύματα επ’ αυτού αναμένονται
στην συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών στις 16 Μαρτίου. Ωστόσο, παράγοντες σε
Αθήνα και Βρυξέλλες με γνώση των συσχετισμών στην Ευρώπη αλλά και της «λογικής»
του Βερολίνου, θεωρούν ότι πλέον είναι ακόμη πιο δύσκολο η Γερμανία να
αποδεχτεί παρέκκλιση και «εκπτώσεις» από τους δημοσιονομικούς στόχους εν μέσω
νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.