γράφει η Αναστασία Τσουκαλά
Η καταδίκη της ΧΑ ως εγκληματική
οργάνωση συνεπάγεται την άμεση εξάλειψή της από το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Παρά την εμφάνιση πολλών επώνυμων όψιμων αντιφασιστών – φαινόμενο παρόμοιο με
την εμφάνιση όψιμων αντιχουντικών μετά την πτώση της δικτατορίας – και την
αναμενόμενη αναδίπλωση τόσο ενός μέρους του πολιτικού φάσματος όσο και πολλών
ανώνυμων υποστηρικτών της φασιστικής ιδεολογίας που εκπροσωπούσε η ΧΑ, η
ανακούφιση για όλους όσοι υπέφεραν κυριολεκτικά ή νοερά από τη μακρόχρονη δράση
των φασιστών δεν μπορεί να είναι υπέρμετρη.
Η ανησυχία είναι πολυεπίπεδη.
Απορρέει από τη μέχρι τώρα αντιμετώπιση του προβλήματος του φασισμού στη χώρα
και από τις προοπτικές της μελλοντικής του διαχείρισης. Όλα αυτά τα χρόνια, ενώ
ο κρατικός μηχανισμός παρέμενε θλιβερά αδρανής, με εξαίρεση τους δικαστικούς
λειτουργούς που συμμετείχαν στη δίκη της ΧΑ, τα αντιφασιστικά ανακλαστικά της
κοινωνίας εκδηλώθηκαν στρεβλά. Εστίασαν στην ορατή σωματική βία και ταύτισαν
τον φασισμό με τη ΧΑ, παραγνωρίζοντας εκ των πραγμάτων την επικινδυνότητα των
άλλων εκφάνσεων του φασισμού. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι η καταδίκη της ΧΑ
σηματοδοτεί το τέλος της νοσηρής πολιτικής και κοινωνικής ανοχής στη φασιστική
βία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η κοινωνία έχει ήδη δείξει
ανησυχητικά σημάδια εκφασισμού με κατά καιρούς δηλώσεις πολιτικών, ανώτερων
κληρικών, καλλιτεχνών και άλλων επωνύμων, με πολλά δημοσιογραφικά δημοσιεύματα
και ρεπορτάζ, αλλά και με αμέτρητα σχόλια πολλών ανώνυμων χρηστών των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης. Συνεπώς, είναι ορατός ο κίνδυνος του περαιτέρω εκφασισμού
της μέσω πολιτικών σχημάτων που θα εντάξουν μέρος της φασιστικής ιδεολογίας
στους κόλπους ενός αστικού κομματισμού ή θα υιοθετήσουν εξευγενισμένες
φασιστικές αρχές απορρίπτοντας τη βία των ταγμάτων εφόδου – όπως συνέβη στη
Γαλλία, όπου η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν δεσπόζει στην πολιτική σκηνή προβάλλοντας
μια πιο φιλειρηνική και πολιτικά ορθή εκδοχή των θέσεων που πρέσβευε άλλοτε ο
βίαιος και ρητορικά ακραίος πατέρας της.
Πέραν αυτού, παρά το ουσιαστικό
ανάχωμα που ύψωσε η απόφαση του δικαστηρίου στην ακραία πολιτική βία των
πολιτών – μεμονωμένων ή ενταγμένων σε τάγματα εφόδου –, το πρόβλημα της
φασιστικής βίας δεν έχει λυθεί ικανοποιητικά. Ο κίνδυνος ελλοχεύει πάντα σε
θεσμικό επίπεδο στο βαθμό που ένα αξιοσημείωτο ποσοστό του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ
ασπάζεται τη φασιστική ιδεολογία. Προς αποφυγή παρανοήσεων, το ζήτημα δεν
εγείρεται από τις διαχρονικά διαπιστωμένες αυταρχικές τάσεις των ενστόλων –
ένδειξη μιας ατελώς εκδημοκρατισμένης αστυνομίας από τη Μεταπολίτευση και μετά
–, αλλά από την ενσυνείδητη προσχώρηση ενός ποσοστού τους στο φασισμό. Οι
φασιστικές πεποιθήσεις των ενστόλων δεν εκδηλώνονται απαραίτητα με τις
ρατσιστικές συμπεριφορές προς τους μετανάστες, τους Ρομά ή μέλη της κοινότητας
ΛΟΑΤΚΙ, ούτε με τις ιδεοληπτικά βίαιες πρακτικές σε βάρος ατόμων που
εκλαμβάνονται ως πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης ή και των ίδιων των
ενστόλων. Τα φαινόμενα αυτά καθιστούν μεν εμφανείς τις απαράδεκτα
αντιδημοκρατικές νοοτροπίες ορισμένων ενστόλων αλλά, επειδή είναι
πολυπαραγοντικά, δεν δηλώνουν πάντα τη σαφή υιοθέτηση μιας φασιστικής
ιδεολογίας.
Εάν παραμείνουμε στην τελευταία
μόνο δεκαετία, η διάβρωση της ΕΛ.ΑΣ από τον φασισμό έχει εκδηλωθεί με μια σειρά
αντικειμενικά διαπιστώσιμων γεγονότων, από τα οποία αναφέρονται ενδεικτικά:
Το γεγονός ότι, στις εκλογικές
αναμετρήσεις του 2012, 2014 και 2015, η ΧΑ κατέγραψε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά
ψήφων στα εκλογικά τμήματα όπου ψήφιζαν ένστολοι.
Το γεγονός ότι το 2013, κατά τη
διάρκεια διαλέξεων για τον ρατσισμό και τη ξενοφοβία στη Σχολή Αξιωματικών της
Ελληνικής Αστυνομίας, η συντριπτική πλειοψηφία των τότε τριτοετών δόκιμων
αξιωματικών δήλωνε δημόσια ότι είχε ασπαστεί τον φασισμό και, ότι στο όνομα
αυτής της ιδεολογίας, δεν σκόπευε να εφαρμόσει τον νόμο ούτε να υπακούσει σε
σύννομες εντολές της ιεραρχίας αν δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενό τους.
Το γεγονός ότι έχουν καταγραφεί
αμέτρητα περιστατικά προκλητικής αστυνομικής ανοχής φασιστών εν δράσει σε
διαδηλώσεις. Ας θυμηθούμε την αντιφασιστική διαδήλωση στο Κερατσίνι το 2013,
αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όπου φασίστες δρούσαν ανενόχλητοι
ανάμεσα σε διμοιρίες ΜΑΤ πετώντας πέτρες στους διαδηλωτές.
Το γεγονός ότι, όπως καταγγέλθηκε
από συνήγορο της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της ΧΑ, οι δράστες της επίθεσης
εναντίον των Αιγύπτιων αλιεργατών μπόρεσαν να αλλάξουν ρούχα εντός της ΓΑΔΑ
ούτως ώστε να μην εμφανιστούν ενώπιον του εισαγγελέα με τις ενοχοποιητικές
μπλούζες που φορούσαν την ώρα της επίθεσης, οι οποίες έγραφαν Χρυσή Αυγή.
Το γεγονός ότι έχουν καταγραφεί
πολλές περιπτώσεις ενστόλων που, με την ανοχή της ιεραρχίας τους, παραποιούν
παράνομα τη στολή τους φέροντας στο κράνος τους ή αλλού σύμβολα που παραπέμπουν
άμεσα ή έμμεσα στον φασισμό.
Εάν εξετάσουμε συνδυαστικά αυτά
τα γεγονότα, είναι σαφές ότι, αντίθετα από τις κατά καιρούς καθησυχαστικές
ανακοινώσεις της πολιτικής ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ, το πρόβλημα του εκφασισμού της
αστυνομίας δεν είναι συγκυριακό, ούτε αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις.
Το αιτούμενο δεν είναι η
επιτήρηση της σκέψης των ενστόλων, αλλά ο ξεκάθαρος διαχωρισμός των πολιτικών
τους πεποιθήσεων από τη σύννομη εκτέλεση των καθηκόντων τους. Στο βαθμό που
είναι παράλογο να προσδοκούμε αυτοσυγκράτηση από τους ένστολους και θεωρώντας
ότι οι βίαιες συμπεριφορές τους θα μειώνονταν ραγδαία αν έπαυε να υφίσταται το
μέχρι σήμερα ισχύον καθεστώς ουσιαστικής ατιμωρησίας τους, το βάρος του ελέγχου
μετατίθεται στη φυσική και πολιτική ηγεσία τους.
Σε μια εποχή όπου ο υπουργός
Προστασίας του Πολίτη επιβάλλει στην κοινωνία το δόγμα Νόμος και Τάξη, χωρίς να
συγκινείται εμφανώς από τις συνεπαγόμενες καταστρατηγήσεις των συνταγματικά
κατοχυρωμένων ελευθεριών μας, έχουμε το δικαίωμα να τον ρωτήσουμε αν το
συγκεκριμένο δόγμα ισχύει για όλους τους κατοίκους της χώρας με εξαίρεση τους
ένστολους. Το δικαίωμά μας να απαιτήσουμε λογοδοσία δεν πηγάζει μόνο από την
πολιτειακή σχέση που μας συνδέει με τους εκάστοτε κυβερνώντες. Πηγάζει εξίσου
από την εργοδοτική σχέση που μας συνδέει με τα μέλη της κυβέρνησης καθώς, ως
φορολογούμενοι πολίτες, είμαστε οι εργοδότες τους και, ως εργαζόμενοί μας,
οφείλουν να συμμορφώνονται με τις σύννομες απαιτήσεις μας.
Δεδομένου του απροσδιόριστου αλλά
αναμφίβολα σημαντικού ποσοστού οπαδών του φασισμού εντός της αστυνομίας, το
θέμα της φασιστικής βίας δεν λύνεται με τη μετάθεση ή, έστω, την αποστράτευση
ορισμένων ατόμων. Εάν θεωρήσουμε ότι το πρόβλημα είναι υποκατηγορία του γενικότερου
διαχρονικού προβλήματος αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στη χώρα μας, η
αντιμετώπισή του προϋποθέτει ευρύτερες τομές στη λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ. με στόχο
την πρόληψη και, δευτερευόντως, την καταστολή του φαινομένου. Η πρόληψη
συνεπάγεται τη ριζική αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών των Σχολών της
Αστυνομίας και, παράλληλα, τη γνωστοποίησή τους ώστε να υπόκεινται στον
δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας των πολιτών. Έχουμε δικαίωμα να μάθουμε τι
ακριβώς διδάσκονται οι μελλοντικοί ένστολοι επειδή εμείς πληρώνουμε την
εκπαίδευσή τους και καλύπτουμε τη μισθοδοσία τους όταν αναλάβουν υπηρεσία.
Έχουμε δικαίωμα να απαιτήσουμε τον έμπρακτο εκδημοκρατισμό των προγραμμάτων
σπουδών ώστε οι μελλοντικοί ένστολοι να αποκτήσουν σφαιρική και αντικειμενική
γνώση των διαφόρων πτυχών της κοινωνίας εντός της οποίας θα κληθούν εν καιρώ να
δράσουν. Έχουμε δικαίωμα να απαιτήσουμε σχετικά επιμορφωτικά σεμινάρια για τους
εν ενεργεία ένστολους. Η πρόληψη συνεπάγεται επίσης την πραγματική επιβολή μιας
απόφασης του αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ, που λήφθηκε το 2009 και υποχρεώνει τους
ένστολους να φέρουν απαρεγκλίτως εμφανή διακριτικά κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους. Οι ασύδοτες συμπεριφορές θα μειώνονταν πολύ αν κατέρρεε η
αίσθηση ατιμωρησίας που διέπει τη δράση πολλών ενστόλων που επιχειρούν σε
διαρκές καθεστώς ανωνυμίας. Εάν η φυσική και πολιτική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ
διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να επιβάλει στο προσωπικό της τους στοιχειώδεις
όρους σύννομης άσκησης των καθηκόντων του, οφείλει να μας εξηγήσει τον λόγο
ύπαρξής της.
Η καταστολή συνεπάγεται τη
διεξαγωγή ουσιωδών πειθαρχικών ελέγχων για περιπτώσεις αστυνομικής βίας και
αυθαιρεσίας με σκοπό την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και την
παραδειγματική τιμωρία των δραστών. Οι σκανδαλώδεις αρχειοθετήσεις αμέτρητων
ΕΔΕ ή οι συμβολικές κυρώσεις των δραστών στο παρελθόν απονομιμοποιούν την όποια
αξίωση της αστυνομίας να αντιμετωπίζεται από τους πολίτες και την Πολιτεία ως
θεματοφύλακας του νόμου. Η μετακύλιση μέρους της ευθύνης στον Συνήγορο του
Πολίτη, ο οποίος έχει εξ ορισμού περιορισμένες διερευνητικές δυνατότητες, και η
μεταγενέστερη σύσταση επιτροπής ελέγχου της συμμόρφωσης των πειθαρχικών οργάνων
της ΕΛ.ΑΣ με τις παρατηρήσεις και τα πορίσματα του Συνήγορου του Πολίτη
δημιουργούν μια πολιτικά ικανοποιητική νομιμοφάνεια που αδυνατεί όμως να
εξασφαλίσει την ουσιαστική δικαίωση των θυμάτων.
Μπορούμε επομένως να υποθέσουμε
ότι το δόγμα Νόμος και Τάξη δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στους πολίτες και τους
άλλους κατοίκους της χώρας για ιδεολογικούς μόνο λόγους, αλλά συνιστά μια
επικοινωνιακή πολιτική καθησυχασμού της κοινής γνώμης ως προς την ικανότητα της
αστυνομίας να επιτελεί τη συνταγματικά αναμενόμενη λειτουργία της,
αποκρύπτοντας παράλληλα την αδυναμία της φυσικής και πολιτικής ηγεσίας της
ΕΛ.ΑΣ να ελέγξει αποτελεσματικά το προσωπικό της; Στην περίπτωση αυτή, το
ερώτημα δεν είναι πλέον πώς θα εξουδετερωθεί η φασιστική βία των ενστόλων αλλά
πώς θα ανακτηθεί ο δημοκρατικός έλεγχος ενός αυτονομημένου ένοπλου σώματος
ασφαλείας.