Ηγγικεν
η ώρα της κρίσης για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, τα νοικοκυριά της Ευρώπης και
τους καταναλωτές της και την απόφασή τους να διακόψουν ένα μακροχρόνιο
ενεργειακό ειδύλλιο με τη Ρωσία. Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η συντονισμένη
προσπάθειά τους να απεξαρτηθούν από τον ενεργειακά πλούσιο γείτονά τους, τη
Ρωσία, οι ευρωπαϊκές οικονομίες αγωνιούν μήπως αντιμετωπίσουν την μήνιν του
Κρεμλίνου και βρεθούν χωρίς το ρωσικό αέριο πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελαν.
Από
χθες είναι κλειστός ο αγωγός Nord Stream 1, ένας από τους τρεις που μεταφέρουν ρωσικό αέριο στην
Ευρώπη και σίγουρα ο σημαντικότερος για τη Γερμανία. Η Μόσχα έκλεισε τον Nord Stream 1 θεωρητικά
μόνο για δέκα ημέρες προκειμένου να γίνουν εργασίες συντήρησης, δοκιμάζοντας,
έτσι, τα νεύρα πρωτίστως των Γερμανών που διερωτώνται εάν θα ξανανοίξει ο
αγωγός ή θα κλείσει για πάντα. Ηδη στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία επικρατεί
ατμόσφαιρα εγρήγορσης αλλά και ενός πανικού που δεν κρύβεται. Ο υπουργός
Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, προειδοποιεί την κοινή γνώμη της χώρας του για το
ενδεχόμενο να βρεθεί ενώπιον «μιας πρωτόγνωρης δοκιμασίας», ενώ εύχεται να
αποφευχθεί η πλήρης ενεργοποίηση του έκτακτου μηχανισμού ενεργειακής ασφάλειας
που μπορεί «να εξωθήσει στα άκρα την κοινωνική αλληλεγγύη».
Την
ίδια στιγμή η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ εκφράζει την αγωνία της με
τη φράση «η Ρωσία είναι απρόβλεπτη». Από την πλευρά της η Μόσχα επιμένει πως θα
αυξήσει την παροχή αερίου προς την Ευρώπη και θα ανοίξει κανονικά ο Nord Stream όταν
επιστρέψει η τουρμπίνα του αγωγού που βρίσκεται στον Καναδά για επισκευή. Ο
Καναδάς έχει από την Κυριακή ανακοινώσει ότι επισκεύασε την τουρμπίνα και την
επιστρέφει στη Γερμανία κατ’ εξαίρεσιν των κυρώσεων.
Θα
είναι, πάντως, ένα δεκαήμερο αγωνίας για την Ευρώπη καθώς οικονομικά
ινστιτούτα, διεθνείς οργανισμοί και ανεξάρτητοι οικονομολόγοι προειδοποιούν για
τα δεινά που περιμένουν την Ευρώπη γενικότερα και την ύφεση στην οποία θα
βυθιστεί σχεδόν αυτομάτως η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία,
όταν οι βιομηχανίες της θα αναγκαστούν να μειώσουν ή και να διακόψουν πλήρως
την παραγωγή τους. Στις προειδοποιήσεις προστίθενται τώρα και οι δυσοίωνες
εκτιμήσεις της Goldman Sachs που προεξοφλεί ότι αν το Κρεμλίνο πάρει τη σκληρή
απόφαση και διακόψει πλήρως τη ροή του αερίου, το κόστος του όπως και το κόστος
της ηλεκτρικής ενέργειας θα γίνει απρόσιτο για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, καθώς
θα αναρριχηθεί σε ένα απίστευτο μηνιαίο κόστος της τάξης των 500 ευρώ. Η
εκτίμηση γίνεται ακόμη πιο δυσοίωνη όταν λάβει κανείς υπόψη ότι περίπου το 40%
της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη αφορά τα νοικοκυριά και κυρίως τη
θέρμανσή τους.
Το Βερολίνο έχει από τα τέλη Μαρτίου ενεργοποιήσει τον έκτακτο μηχανισμό ενεργειακής ασφάλειας που προβλέπει ότι σε περίπτωση ανεπάρκειας ή μεγάλης έλλειψης αερίου αναλαμβάνει το κράτος την ευθύνη για τη διανομή της ενέργειας, δίνοντας προτεραιότητα στα νοικοκυριά, στα νοσοκομεία και γενικώς σε φορείς που καλύπτουν ζωτικές ανάγκες και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τις βιομηχανίες. Ανεβαίνει, όμως, το θερμόμετρο της αγωνίας καθώς δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί την έκταση των συνεπειών αν χρειαστεί να διακόψουν την παραγωγή τους εμβληματικές βιομηχανίες της Γερμανίας όπως η Volkswagen και η BMW. Και βέβαια οι φόβοι των Ευρωπαίων είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένοι δεδομένου ότι είναι καιρός που ο κολοσσός του φυσικού αερίου, η Gazprom, έχει μειώσει τις ροές του αερίου προς την Ευρώπη με διάφορα προσχήματα. Εγκαινίασε, άλλωστε, αυτή την τακτική πριν από σχεδόν ένα χρόνο, στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού, εμποδίζοντας τις ευρωπαϊκές χώρες να συγκεντρώσουν τα αναγκαία αποθέματα ενώ πλησίαζε ο χειμώνας.
«Φωτιά»
στα τιμολόγια ρεύματος και αερίου
Ενα
σενάριο κυριολεκτικά εφιαλτικό για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά αναδύεται μέσα από
τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs για την περίπτωση που η Μόσχα αποφασίσει πραγματικά να
διακόψει πλήρως τη ροή φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Ο επενδυτικός κολοσσός
υπολογίζει πως στην περίπτωση αυτή θα καταστεί απρόσιτο και απαγορευτικό το
κόστος του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας για τα ευρωπαϊκά
νοικοκυριά, καθώς θεωρεί αναπόφευκτη μια νέα εκτόξευση των τιμών του φυσικού
αερίου στην Ευρώπη προκειμένου να παραμείνουν βιώσιμες και κερδοφόρες οι
εταιρείες πάροχοι. Προβλέπει, συγκεκριμένα, αύξηση του ενεργειακού κόστους κατά
περίπου 65% πάνω από τα σημερινά ήδη δυσθεώρητα επίπεδα που ήδη υπερβαίνουν τα
170 ευρώ η μεγαβατώρα. Το αποτέλεσμα θα είναι η αντίστοιχη εκτόξευση των τιμών
της ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην
περίπτωση αυτή ένα μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό που καταναλώνει ετησίως περίπου 3
μεγαβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας και 15 μεγαβατώρες φυσικού αερίου, θα πρέπει
να πληρώσει σε ένα έτος περίπου 5.650 ευρώ συνολικά για ηλεκτρική ενέργεια και
φυσικό αέριο που σημαίνει ότι πρέπει να καταβάλει περίπου 470 έως και 500 ευρώ
τον μήνα για το συνολικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού
αερίου. Οπως τονίζει ο επενδυτικός κολοσσός, αν συγκρίνουμε το προβλεπόμενο
αυτό απαγορευτικό κόστος με το αντίστοιχο που ίσχυε το καλοκαίρι του 2020,
βλέπουμε ότι μιλάμε για μια αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού
αερίου της τάξης σχεδόν του 300% για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά. Με προφανείς τις
αναλογίες με τα ελληνικά νοικοκυριά, η Goldman Sachs αναφέρει ως
ιδιαιτέρως ευάλωτα τα νοικοκυριά της Ιταλίας. Οπως επισημαίνει, στη γειτονική
χώρα ένας μέσος μισθός δεν υπερβαίνει τις 28.500 ευρώ ετησίως και αφαιρουμένων
των φόρων περιορίζεται σε περίπου 1.500 ευρώ τον μήνα. Η Goldman Sachs διαπίστωσε,
άλλωστε, ότι περίπου το 30% των ιταλικών οικογενειών έχουν ήδη ανανεώσει τα
συμβόλαιά τους με τους παρόχους τους και επομένως καταβάλλουν ήδη τιμές κοντά
στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Δεν έχουν, όμως, ακόμη υποστεί τις πραγματικές
συνέπειες της ακριβής ενέργειας στον προϋπολογισμό τους, καθώς η μεγαλύτερη
κατανάλωση φυσικού αερίου γίνεται τους χειμερινούς μήνες.
Εκτίναξη
65% του κόστους για τις βιομηχανίες
Οι
ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα αντιμετωπίσουν ένα κόστος ενέργειας αυξημένο κατά 65%
στην περίπτωση που διακοπεί εντελώς η παροχή ρωσικού αερίου και το πλήγμα θα
είναι μεγάλο σύμφωνα με την Goldman Sachs, που βασίζει τους υπολογισμούς της στην υπόθεση ότι θα
παραμείνουν αμετάβλητα τα κέρδη των βιομηχανιών.
Σε
σχέση με το 2020 το συνολικό κόστος για τις βιομηχανίες έχει αυξηθεί κατά
σχεδόν 200%.
Οπως
τονίζει, η περαιτέρω εκτόξευση της ήδη ακριβής ενέργειας θα συμπιέσει τα
περιθώρια κέρδους των ευρωπαϊκών βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας, όπως είναι
π.χ. οι χημικές βιομηχανίες, οι βιομηχανίες γυαλιού, χάρτου, χάλυβα, τσιμέντου,
κεραμικών. Επιπλέον, βιομηχανίες που καταναλώνουν μεγάλο όγκο φυσικού αερίου
ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ελλείψεις και να αναγκαστούν, έτσι, να μειώσουν την
παραγωγή τους.
Ο
επενδυτικός κολοσσός προειδοποιεί, άλλωστε, πως το αυξημένο κόστος των
προμηθειών για τις βιομηχανίες θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση της ζήτησης.
Οπως τονίζει, η πρόσφατη εκτόξευση της τιμής του αερίου, του άνθρακα και της
ηλεκτρικής ενέργειας έχει ήδη αυξήσει σημαντικά το κόστος της ενέργειας για τις
βιομηχανίες.
Συγκρίνοντας
το σήμερα με το 2020 η Goldman Sachs υπολογίζει πως το συνολικό κόστος για τις βιομηχανίες
έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 200%, σύμφωνα με στοιχεία της ρυθμιστικής αρχής ARERA. Σε συνδυασμό, άλλωστε, με τις υψηλές θερμοκρασίες, έχει
ήδη αρχίσει να μειώνεται η ζήτηση στην Ευρώπη τόσο για ηλεκτρική ενέργεια όσο
και για φυσικό αέριο. Η πτώση της ζήτησης είναι ιδιαιτέρως εμφανής στη
Γερμανία, όπου έχει μειωθεί κατά 10% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του
περασμένου έτους.
Το
2019 η ζήτηση από τις βιομηχανίες αντιπροσώπευε περίπου το 35% της συνολικής
κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, την παραγωγή
ηλεκτρικής ενέργειας. Οι χημικές βιομηχανίες, οι βιομηχανίες τροφίμων και
ποτών, μετάλλων, χάλυβα, μηχανολογικού εξοπλισμού και χάρτου είναι οι πλέον
ενεργοβόρες στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου είναι εκείνες που θα πληγούν τα μέγιστα
σε περίπτωση σημαντικών ελλείψεων φυσικού αερίου και σύμφωνα με την Goldman Sachs είναι
εκείνες που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να αναγκαστούν να μειώσουν την
παραγωγή τους.
Η
Γερμανία θα αναγκαστεί να περικόψει ενέργεια σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες
Η
Γερμανία και η Ιταλία, οι δύο χώρες της Ευρωζώνης με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από
το ρωσικό αέριο, θα αντιμετωπίσουν μείζον πρόβλημα έλλειψης ενέργειας αν η
Μόσχα αποφασίσει να διακόψει πλήρως τις ροές.
Σύμφωνα
με την Goldman Sachs, στην
ακραία αυτή περίπτωση θα πληγεί περίπου το 65% με 80% της βιομηχανικής
παραγωγής στις δύο αυτές χώρες. Ειδικότερα στη Γερμανία, η πλήρης διακοπή θα
έχει μακροπρόθεσμες και ουσιαστικές συνέπειες όσον αφορά την ενεργειακή
ασφάλεια της χώρας. Υπολογίζει πως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα
αντιμετωπίσει έλλειψη περίπου 20 δισ. κυβικών μέτρων αερίου σε ετήσια βάση, που
θα πλήξει περίπου το 65% των βιομηχανιών της, με την υπόθεση βεβαίως ότι δεν θα
ληφθούν μέτρα για να μειωθεί η κατανάλωση. Και, φυσικά, αν διακοπεί πλήρως η
ροή του αερίου, είναι σαφές πως θα ενεργοποιηθεί το «επίπεδο 3» του έκτακτου
μηχανισμού για την ενεργειακή ασφάλεια. Οπως προειδοποιεί η Goldman Sachs, η
κυβέρνηση θα αναλάβει την ευθύνη για τη διανομή ενέργειας και θα αρχίσει να
μειώνει ή και να διακόπτει την παροχή στις ιδιαίτερα ενεργοβόρες βιομηχανίες
που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αερίου, όπως οι χημικές βιομηχανίες και οι
βιομηχανίες χάρτου.
Αν,
πάντως, δεν διακοπεί πλήρως η ροή του καυσίμου αλλά μειωθεί μόνον κατά 50%,
τότε θα είναι σαφώς μικρότερες οι ελλείψεις για τις βιομηχανίες των δύο χωρών.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι
ειδικότερα το σύστημα της Γερμανίας θα ισορροπήσει, με την προϋπόθεση βεβαίως
ότι αντλεί από άλλους προμηθευτές περίπου 20 δισ. κυβικά μέτρα και ότι
μειώνεται η ζήτηση κατά λιγότερο από 10% σε ορισμένους τομείς.
Η
χώρα που θα δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα μετά τη Γερμανία σε περίπτωση πλήρους
διακοπής της ροής του αερίου αναμένεται να είναι η Ιταλία. Η Goldman Sachs εκτιμά πως
σε περίπτωση πλήρους διακοπής στη ροή του αερίου, οι βιομηχανίες της Ιταλίας θα
αντιμετωπίσουν ελλείψεις περίπου 12 δισ. κυβικών μέτρων αερίου, που
αντιστοιχούν στο 80% της κατανάλωσης αερίου από τις βιομηχανίες.
Σε
αντίθεση με τη Γερμανία, όμως, η Ιταλία έχει διασφαλίσει σημαντικές προμήθειες
φυσικού αερίου από άλλους προμηθευτές και εκτιμάται πως μέσα σε 24 μήνες θα
μπορεί να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές φυσικού αερίου.