“Με ποιο δικαίωμα βλέπει τα στοιχεία μου, τα χρωστούμενά μου…”
Ώρες ώρες μετανιώνω που έχω σταθερό τηλέφωνο. Ξεκινάει από τις εννιά το πρωί και όλη μέρα χτυπάει δαιμονισμένα να το σηκώσω για ν’ ακούσω μια γλυκιά, είναι αλήθεια, φωνούλα σαν από ηχογράφηση να μου απαριθμεί τα στοιχεία της εταιρίας ”εκ μέρους της τράπεζας μπλα μπλα… με κωδικό τόσο και λέγομαι έτσι, είστε ο κύριος τάδε;” Πως ν’ αρνηθείς τον εαυτό σου επειδή σε πήρε τηλέφωνο κάποιο χαμσί και σε πιλατεύει. “Πέστε μου τους τέσσερις πρώτους αριθμούς από το ΑΦΜ σας και σας προειδοποιώ πως η συνομιλία μας καταγράφεται μπλα μπλα…”
Πρωί πρωί και το χνώτο μου βαρύ, το μυαλό ακόμα σε μισονάρκωση από τον ύπνο αδυνατεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και αντιδράει. Ένα βαθύ χασμουρητό με το ανάλογο τέντωμα και μια φαγούρα στη μέση. Αν ήταν εύκολο, το ακουστικό θα έσκαγε στον τοίχο και εγώ θα γύριζα τις πλάτες σιγοτραγουδώντας “είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόϊ”. Αλλά δεν μ’ αφήνει να το κάνω αυτή, η πως την λένε, η… μωρέ λυπάμαι το κακόμοιρο που επέλεξε αυτό, το… ας πούμε δουλειά, σαν λύση απελπισίας στην ανεργία του, ειδάλλως…
Λες αυτοί που έχουν την επιχείρηση να μη το ξέρουν; Πολύ καλύτερα από εμάς. Τεντώνομαι πάλι με βαθύ χασμουρητό μέχρι εξάρθρωσης και ξύνομαι, αυτή τη φορά στο κεφάλι. Περίεργο που με πιάνει η φαγούρα σε τέτοια κατάσταση, όμως η φωνούλα απτόητη συνεχίζει. “Σας ενημερώνω για ένα χρέος που έχετε στην κλεφτομπάνκ κύριε…” Εδώ βαράει επανάσταση ο εγκέφαλος. Ξυπνάει και ανεβάζει γράδα. Ποια είναι αυτή που θα μου πει πόσα και που τα χρωστώ; Δεν ξέρω εγώ και ξέρει αυτή; Με ποιο δικαίωμα βλέπει τα στοιχεία μου τα χρωστούμενά μου κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο βλέπει σ’ αυτό το μαραφέτι του διαβόλου που το βάφτισαν… υπολογιστή. “Καλά ρε κοπέλα μου, αν είχα δεν θα πλήρωνα; Λες να μην ξέρω τι χρωστάω; ”. “Κύριε χρωστάτε τρεις δόσεις και αν μέχρι τις 22 του μήνα δεν καταθέσετε το ένα τρίτο τουλάχιστον το ποσό θα γίνει απαιτητό στο σύνολό του και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μπλα μπλα… ” Άϊ σιχτήρ που θα μου πεις… όμως όχι, απλά εγώ δεν θέλω να τ’ ακούω γιατί, αν είχα θα πλήρωνα και θάμουν και κύριος, ενώ τώρα είμαι ένας μπαταξής! (κατά συνθήκη).
Οι κοχλίες των αυτιών μου κατέβασαν ξαφνικά την ένταση και η φωνή χάνεται κάπου στον τηλεφωνικό λαβύρινθο. Δεν ακούω τίποτα και το ακουστικό μπαίνει μαλακά στην θέση του. Εκεί στο κέντρο του κρανίου μου ανάμεσα στα δυό μου μάτια στο μετωπιαίο. Εκεί νιώθω την συγκέντρωση σαν κουβάρι και δεν θέλω να ξεμπερδευτεί, να ξετυλιχτεί. Εκεί μένω σαν φυτό με μηδέν συναίσθημα, μηδέν οπτική και με μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει ο μείζων στρογγύλος μυς να συγκρατήσει όρθιο το κεφάλι. Κάποιες πεταλουδίτσες περνούν από μπροστά μεταφέροντας σκόρπιες και ασύνδετες σκέψεις του τύπου “ρε πως καταντήσαμε, πως θα πληρώσω, που θα τα βρω, να κάνω καφέ, να πάρω τηλέφωνο, δεν έχω λεφτά…” Στιγμιαίες και αδύναμες που χάνονται όπως ήρθαν και ‘γω δεν έχω πάρει ακόμη απόφαση που θα πάω και τι θα κάνω. Πάω τελικά προς την τουαλέτα γιατί απλά με πάει εκεί η κύστη μου.
Μέχρι εννιά το βράδυ το τηλέφωνο θα χτυπήσει δυό τρεις ακόμη φορές. Μπέρδεψα τα τηλέφωνα και δεν σηκώνω το ακουστικό πουθενά, καραντίνα σε φίλους και εχθρούς. Καλύτερα, από κοντά και να μυρίζω το χνώτο της παρέας μου. Και το χειρότερο είναι πως θα πρέπει να μου γίνει συνήθειο για τα επόμενα χρόνια και για όσο δεν θα βρίσκω σωστή και καλοπληρωμένη δουλειά(sic).
Ζητάω πολλά;
αρισταρχος για το αἰέν ἀριστεύειν
Ώρες ώρες μετανιώνω που έχω σταθερό τηλέφωνο. Ξεκινάει από τις εννιά το πρωί και όλη μέρα χτυπάει δαιμονισμένα να το σηκώσω για ν’ ακούσω μια γλυκιά, είναι αλήθεια, φωνούλα σαν από ηχογράφηση να μου απαριθμεί τα στοιχεία της εταιρίας ”εκ μέρους της τράπεζας μπλα μπλα… με κωδικό τόσο και λέγομαι έτσι, είστε ο κύριος τάδε;” Πως ν’ αρνηθείς τον εαυτό σου επειδή σε πήρε τηλέφωνο κάποιο χαμσί και σε πιλατεύει. “Πέστε μου τους τέσσερις πρώτους αριθμούς από το ΑΦΜ σας και σας προειδοποιώ πως η συνομιλία μας καταγράφεται μπλα μπλα…”
Πρωί πρωί και το χνώτο μου βαρύ, το μυαλό ακόμα σε μισονάρκωση από τον ύπνο αδυνατεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και αντιδράει. Ένα βαθύ χασμουρητό με το ανάλογο τέντωμα και μια φαγούρα στη μέση. Αν ήταν εύκολο, το ακουστικό θα έσκαγε στον τοίχο και εγώ θα γύριζα τις πλάτες σιγοτραγουδώντας “είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόϊ”. Αλλά δεν μ’ αφήνει να το κάνω αυτή, η πως την λένε, η… μωρέ λυπάμαι το κακόμοιρο που επέλεξε αυτό, το… ας πούμε δουλειά, σαν λύση απελπισίας στην ανεργία του, ειδάλλως…
Λες αυτοί που έχουν την επιχείρηση να μη το ξέρουν; Πολύ καλύτερα από εμάς. Τεντώνομαι πάλι με βαθύ χασμουρητό μέχρι εξάρθρωσης και ξύνομαι, αυτή τη φορά στο κεφάλι. Περίεργο που με πιάνει η φαγούρα σε τέτοια κατάσταση, όμως η φωνούλα απτόητη συνεχίζει. “Σας ενημερώνω για ένα χρέος που έχετε στην κλεφτομπάνκ κύριε…” Εδώ βαράει επανάσταση ο εγκέφαλος. Ξυπνάει και ανεβάζει γράδα. Ποια είναι αυτή που θα μου πει πόσα και που τα χρωστώ; Δεν ξέρω εγώ και ξέρει αυτή; Με ποιο δικαίωμα βλέπει τα στοιχεία μου τα χρωστούμενά μου κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο βλέπει σ’ αυτό το μαραφέτι του διαβόλου που το βάφτισαν… υπολογιστή. “Καλά ρε κοπέλα μου, αν είχα δεν θα πλήρωνα; Λες να μην ξέρω τι χρωστάω; ”. “Κύριε χρωστάτε τρεις δόσεις και αν μέχρι τις 22 του μήνα δεν καταθέσετε το ένα τρίτο τουλάχιστον το ποσό θα γίνει απαιτητό στο σύνολό του και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μπλα μπλα… ” Άϊ σιχτήρ που θα μου πεις… όμως όχι, απλά εγώ δεν θέλω να τ’ ακούω γιατί, αν είχα θα πλήρωνα και θάμουν και κύριος, ενώ τώρα είμαι ένας μπαταξής! (κατά συνθήκη).
Οι κοχλίες των αυτιών μου κατέβασαν ξαφνικά την ένταση και η φωνή χάνεται κάπου στον τηλεφωνικό λαβύρινθο. Δεν ακούω τίποτα και το ακουστικό μπαίνει μαλακά στην θέση του. Εκεί στο κέντρο του κρανίου μου ανάμεσα στα δυό μου μάτια στο μετωπιαίο. Εκεί νιώθω την συγκέντρωση σαν κουβάρι και δεν θέλω να ξεμπερδευτεί, να ξετυλιχτεί. Εκεί μένω σαν φυτό με μηδέν συναίσθημα, μηδέν οπτική και με μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει ο μείζων στρογγύλος μυς να συγκρατήσει όρθιο το κεφάλι. Κάποιες πεταλουδίτσες περνούν από μπροστά μεταφέροντας σκόρπιες και ασύνδετες σκέψεις του τύπου “ρε πως καταντήσαμε, πως θα πληρώσω, που θα τα βρω, να κάνω καφέ, να πάρω τηλέφωνο, δεν έχω λεφτά…” Στιγμιαίες και αδύναμες που χάνονται όπως ήρθαν και ‘γω δεν έχω πάρει ακόμη απόφαση που θα πάω και τι θα κάνω. Πάω τελικά προς την τουαλέτα γιατί απλά με πάει εκεί η κύστη μου.
Μέχρι εννιά το βράδυ το τηλέφωνο θα χτυπήσει δυό τρεις ακόμη φορές. Μπέρδεψα τα τηλέφωνα και δεν σηκώνω το ακουστικό πουθενά, καραντίνα σε φίλους και εχθρούς. Καλύτερα, από κοντά και να μυρίζω το χνώτο της παρέας μου. Και το χειρότερο είναι πως θα πρέπει να μου γίνει συνήθειο για τα επόμενα χρόνια και για όσο δεν θα βρίσκω σωστή και καλοπληρωμένη δουλειά(sic).
Ζητάω πολλά;
αρισταρχος για το αἰέν ἀριστεύειν
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου