Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Τα υπόθετα του Άδωνι

Του Κώστα Βαξεβάνη
Θα μπορούσε κάποιος χαριτολογώντας να πει πως ο Άδωνις Γεωργιάδης, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, είναι ο βασικότερος αβανταδόρος της φαρμακοβιομηχανίας, αφού σε λίγο καιρό, αν συνεχίσει την πολιτική του, γιατροί, νοσηλευτές, παραΪατρικό προσωπικό και σίγουρα ασθενείς, θα πρέπει να πάρουν χάπια για να τον αντέξουν. Αλλά και να μην έχεις σχέση με όλα αυτά, αρκεί να τον ακούσεις σε κάποια από τις δεκάδες τηλεοπτικές του εμφανίσεις, για να αποκτήσεις σχέση με σκευάσματα, τουλάχιστον αυτά που αφορούν την πίεση.
Αλλά ας αφήσουμε τα χαριτολογήματα και ας πάμε στην ουσία. Ο υπουργός Υγείας (ναι είναι υπουργός και μάλιστα Υγείας, δεν είναι απλώς «Άδωνις»), ανήγγειλε πως θα κάνει πιο φτηνά 6.000 φάρμακα. Όποιος διαφώνησε μαζί του, δέχθηκε την επίθεση ότι δεν θέλει φτηνό φάρμακο για το λαό, αλλά εξυπηρετεί συμφέροντα φαρμακοβιομηχανιών. Είναι όμως η φτήνια του κυρίου Γεωργιάδη, χτύπημα στα συμφέροντα;
Όσοι σχετίζονται με τη δημοσιογραφική πιάτσα θυμούνται εκείνο το παλιό κόλπο, όταν η Αστυνομία έβρισκε πλοίο με 300 κιλά χασίς. Υποψιαζόμασταν όλοι πως κάποιος το είχε καρφώσει για να έχει η Αστυνομία την επιτυχία της, όσο από πίσω πέρναγε άλλο πλοίο με 5 τόννους κόκα. Έτσι ακριβώς κάνει ο Άδωνις Γεωργιάδης. Εμφανίζει την επιτυχία του «φτηνού φαρμάκου» την ώρα που περνά το πλοίο με χρήμα για τις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες.
Ας δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα. Ο Άδωνις Γεωργιάδης δεν φτηναίνει όλα τα φάρμακα, αλλά τα εκτός πατέντας και τα γενόσημα. Τα ακριβά φάρμακα τα οποία παράγουν οι πολυεθνικές δεν τα αγγίζει. Αντιθέτως, ανεβάζει την συμμετοχή του ασφαλισμένου σε αυτά.
Αν γίνει πιο φτηνό το γενόσημο για παράδειγμα, αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεν θα μπορεί να παράξει καμιά από τις ελληνικές βιομηχανίες, γιατί δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική του φτηνού γενόσημου που παράγεται στο Μπαγκλαντές και το Πακιστάν και που δεν πληροί τους κανόνες ασφαλείας. Έτσι, ή τα φάρμακα που έχουν φτηνύνει δεν θα παραχθούν καθόλου, άρα θα παίρνουμε μόνο τα ακριβά, ή θα καταναλώνουμε αμφίβολο φάρμακο.
Το βασικό όμως είναι πως η Ελλάδα αποτελεί χώρα αναφοράς στο φάρμακο. Δηλαδή είναι από τις χώρες εκείνες που καθορίζουν την τιμή του φαρμάκου πανευρωπαϊκά, η οποία βγαίνει ως μέσος όρος των κατώτατων τιμών. Άρα το φάρμακο των πολυεθνικών, το οποίο θα παραμείνει ακριβό, σημαίνει κέρδη για τις πολυθενικές φαρμάκου και εκτός Ελλάδας. Συνεπώς, η προσφορά του Άδωνι Γεωργιάδη είναι ανεκτίμητη.
Μπαίνει επίσης ένα θέμα γενικότερο για τον Άδωνι Γεωργιάδη. Αφού η πολιτική του στον τομέα της Υγείας τον φέρνει αντιμέτωπο με το σύνολο των σχετιζόμενων με την Υγεία, από τον νοσοκόμο και τον ασθενή έως το γιατρό και ίσως τις ελληνικές εταιρείες φαρμάκου, τότε ποιος είναι αυτός που συμφωνεί με την πολιτική την οποία εφαρμόζει; Ποιος πρέπει να επικροτήσει την πολιτική ενός υπουργού Υγείας, αν όχι οι σχετιζόμενοι με την Υγεία;
Ως τώρα λοιπόν, όσα κάνει ο Άδωνις Γεωργιάδης στην Υγεία φαίνεται να ευνοούν ιδιωτικά νοσοκομεία και πολυεθνικές. Όχι τους ασθενείς που πεθαίνουν στα ράντζα, όχι τους γιατρούς που πεθαίνουν στην κούραση για να μην πεθαίνουν οι ασθενείς τους. Ας πεταχτεί ο τηλεϋπουργός ως τα αντικαρκινικά νοσοκομεία και ας πει αυτά περί συμφερόντων στους ανθρώπους που δεν έχουν τα φάρμακά τους. Ας το πει στους γονείς του παιδιού που πέθανε πριν κλείσει τα τρία του χρόνια, επειδή δεν πρόλαβε να χειρουργηθεί.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης χρησιμοποίησε για μια ακόμη φορά το βήμα της Βουλής όχι για να ασκήσει πολιτική ή να απαντήσει σε ερωτήσεις αλλά ως τηλεπαράθυρο. Κατηγόρησε την «Αυγή» και το «Κόκκινο», πως τον πολεμούν γιατί έχουν διαφήμιση φαρμακοβιομηχανίας. Ο Άδωνις κατά την προσφιλή του τακτική, χρησιμοποιεί μια αλήθεια για να χτίσει πάνω του ένα βολικό ψέμα. Είναι, για παράδειγμα, σαν να ισχυριστεί κάποιος πως η πρόσφατη επίσκεψή του στην Ισραηλινή Πρεσβεία που είναι ένα αληθινό γεγονός, έγινε για να πάρει 500.000 ευρώ προκειμένου να εξυπηρετήσει την ισραηλινή φαρμακοβιομηχανία. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά.
Η Ελλάδα πεθαίνει μεταφορικά και κυριολεκτικά και ανάμεσα σε όλα τα άλλα πρέπει να υποστεί τη θεραπεία ενός τύπου που χαράσσει πολιτική Υγείας σαν να πουλάει σίτες και βιβλία από τηλεοράσεως. Θεραπεία υπόθετου.

Μια ακόμη μπλόφα

Η κυβέρνηση διαφημίζει την κατάθεση του προϋπολογισμού στη Βουλή σήμερα χωρίς τη συγκατάθεση της Τρόικας και χωρίς νέες οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων. Είναι, λένε, ο πρώτος προϋπολογισμός στον οποίο καταγράφεται πρωτογενές πλεόνασμα και επιστροφή σε - οριακή έστω - ανάπτυξη μετά από έξι χρόνια ύφεσης. Προβάλλουν επίσης το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των πιστωτών έφυγαν από τη χώρα χωρίς να υπάρξει συμφωνία και παρόλα αυτά οι αρμόδιοι υπουργοί θα καταθέσουν κανονικά νομοσχέδια που δεν έχουν εγκριθεί από τους ελεγκτές, όπως αυτό του υπουργείο Εργασίας για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής ή εκείνο του υπουργείου Οικονομικών για τον ενιαίο φόρο ακινήτων. Η διαπραγμάτευση θα συνεχίζεται μέσω τηλεδιασκέψεων και ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων μέχρι νεωτέρας, αφού ακόμη δεν είναι σαφές πότε θα επιστρέψει η Τρόικα. Της Αγγελικής Σπανού
Ανοιχτό μένει το θέμα της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών, ενώ δεν έχει συμφωνηθεί το δημοσιονομικό κενό για το 2014 και πώς θα καλυφθεί. Χρόνος υπάρχει αφού μέχρι το τέλος του έτους θα κατατεθεί στη Βουλή προς ψήφιση το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα έως το 2017 στο οποίο υπάρχει δυνατότητα συμπερίληψης μέτρων που αφορούν ακόμη και την επόμενη χρονιά. Σε κάθε περίπτωση τα άδεια κουτάκια που υπάρχουν στον προϋπολογισμού του 2014 μπορούν να συμπληρωθούν αργότερα, είτε με διορθωτικό προϋπολογισμό είτε με εφαρμοστικούς νόμους. Επομένως, έχει κυρίως επικοινωνιακή σημασία η μονομερής ενέργεια της κυβέρνησης που θέλει να δείξει ότι αυτονομείται από τους δανειστές.

Ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα σε σχέση με τα επικοινωνιακά κόλπα με τα οποία επιχειρείται η απόκρυψη μιας σοκαριστικής κοινωνικής πραγματικότητας είναι η προβολή της μάχης της κυβέρνησης εναντίον της πλήρους απελευθέρωσης των πλειστηριασμών για τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια, την ώρα που (σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Ημερησίας») βγαίνουν 56 σπίτια τη μέρα στο σφυρί για χρέη προς το Δημόσιο.

Η αναβολή της προγραμματισμένης για χθες συνεδρίασης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ, λόγω αδιαθεσίας του Ευ. Βενιζέλου, απομάκρυνε τα φώτα από την ταραχή που υπάρχει στις τάξεις των βουλευτών της συμπολίτευσης. Όμως, το πρόβλημα παραμένει, ειδικά στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και είναι ενδεικτική η πρόταση του βουλευτή Γ. Ντόλιου (μέσω του ρ/σ Real) να ξεκινήσει διάλογος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ με πολιτικούς όρους και ζήτησε να κατατεθούν εναλλακτικές προτάσεις από την Κουμουνδούρου, για όλα τα ζητήματα. Λίγες μέρες πριν είχε «χτυπήσει» ο παπανδρεϊκός πρώην υφυπουργός Γιάννης Πανάρετος προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ προ μηνών το θέμα είχε ανοίξει με εμφατικό τρόπο ο Δημήτρης Ρέππας.

Στο Μέγαρο Μαξίμου ασφαλώς και ανησυχούν για το αν ο μοναδικός κυβερνητικός εταίρος μπορεί να ελέγξει την Κοινοβουλευτική του Ομάδα, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναγγείλει πως θα ζητά διαρκώς ονομαστικές ψηφοφορίες. Και παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εσωτερικές αντιθέσεις στη ΔΗΜΑΡ γύρω από το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το θέμα της πολιτικής σταθερότητας αναμένεται να τεθεί από τον πρωθυπουργό στη συνάντησή του με την Α. Μέρκελ αύριο στο Βερολίνο. Ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας ξεκαθάρισε από χθες ότι δεν πρόκειται να γίνει διαπραγμάτευση, παρά μόνο ενημέρωση, αλλά οποιαδήποτε θετική δήλωση της Αγκελα Μέρκελ θα αξιοποιηθεί από το Μέγαρο Μαξίμου που αναζητά εναγωνίως καλές ειδήσεις.

Αυτό που θέλουν οι Α. Σαμαράς και Ευ. Βενιζέλος είναι ξεκινήσει η συζήτηση για την απομείωση του χρέους πριν από τις ευρωεκλογές, ώστε το νέο μνημόνιο ή όπως αλλιώς ονομαστεί να παρουσιαστεί την άνοιξη μαζί με την αναδιάρθρωση του χρέους με το σύνθημα ότι είναι το τελευταίο δύσκολο βήμα πριν την οριστική έξοδο από το τούνελ. Το επιχείρημα που έχει ο Α. Σαμαράς έναντι του Βερολίνου είναι ότι υπάρχει κίνδυνος πολιτικού ατυχήματος και πρόωρων εκλογών εφόσον συνεχιστεί η πίεση από την Τρόικα και δεν ανοίξει ο δρόμος για την ελάφρυνση του χρέους. Επίσης, ότι για πρώτη φορά γίνονται απολύσεις στο ελληνικό Δημόσιο και πρέπει να στηριχτεί η κυβέρνηση που έσπασε το ταμπού και μάλιστα σε μια στιγμή δύσκολη για την ίδια.

Όχι μόνο γίνονται απολύσεις αλλά θα γίνονται διαρκώς, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, η Τρόικα έφυγε από την Αθήνα ικανοποιημένη όχι μόνο επειδή θα μπουν λουκέτα τώρα σε φορείς/οργανισμούς του Δημοσίου, αλλά επίσης επειδή η διαθεσιμότητα και οι απολύσεις θα συνεχιστούν, τουλάχιστον, μέχρι το 2015.

Νέες θυσίες ζητά από τους Έλληνες ο Ντάισελμπλουμ

Την ανάγκη να σημειωθεί επειγόντως πρόοδος στην προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά και στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, επισήμανε ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ. Εν ολίγης ζήτησε από τους Έλληνες «νέες θυσίες» τονίζοντας παράλληλα ότι «η διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα» καθώς «πολλοί υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους». Επανέλαβε ότι η Ευρώπη θα παράσχει στην Αθήνα νέα βοήθεια μετά την λήξη του τρέχοντος προγράμματος.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της εφημερίδας Τα Νέα, στο τέλος ομιλίας του, ο πρόεδρος του Eurogroup  τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να υλοποιήσει «επειγόντως» τις δεσμεύσεις της και να προωθήσει άμεσα τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες θεωρεί μονόδρομο προκειμένου να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της και να προσελκύσει επενδύσεις.

«Η Ελλάδα έχει ακόμη αρκετή δουλειά μπροστά της» υπογράμμισε, ενώ αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα δήλωσε ότι «στην Αθήνα συνεχίζονται αυτή την ώρα οι διαπραγματεύσεις για την πρόοδο ή μάλλον για την έλλειψη προόδου, που σημειώνει η χώρα έναντι των δεσμεύσεών της».

Σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει ο ίδιος στο Eurogroup της Παρασκευής σε σχέση με τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους εκπροσώπους της τρόικα ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δήλωσε ότι «η διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα. Πολλοί υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους».

Νωρίτερα, εμφανίστηκε ιδιαίτερα κατηγορηματικός ως προς την ανάγκη τήρησης από την Ελλάδα των δεσμεύσεών της, επισημαίνοντας ότι τα συμφωνηθέντα στο πρόγραμμα στήριξης δεν αποτελούν «μέτρα λιτότητας».

«Η προσέγγιση του Eurogroup στο ζήτημα της Ελλάδας δεν αφορά σε λιτότητα, αλλά σε διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και κίνδυνων» τόνισε, επιβεβαιώνοντας, πάντως, ότι η Ευρώπη θα παράσχει στην Αθήνα νέα βοήθεια μετά την λήξη του τρέχοντος προγράμματος.

Υποστήριξε ότι έχουν ήδη γίνει σημαντικές προσπάθειες, αλλά επισήμανε παράλληλα την ανάγκη «νέων θυσιών από τους Έλληνες».

Γενικότερα, ο πρόεδρος του Eurogroup, μιλώντας κατά τη διάρκεια εκδήλωσης, επέμεινε στην ανάγκη προώθησης διαρθρωτικών αλλαγών σε όλα τα κράτη μέλη με αιχμή την αγορά εργασίας, ώστε να αντιμετωπιστεί η υψηλή ανεργία στους νέους.

«Κάθε χώρα, χωρίς εξαίρεση, θα πρέπει να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της» δήλωσε, χαρακτηρίζοντας άκρως αναγκαία τη λήψη «επίπονων αποφάσεων», ώστε, μεταξύ άλλων, να μειωθεί το κόστος εργασίας. «Χρειάζεται να απομακρύνουμε τις στρεβλώσεις. Δεν έχουμε ακόμα εξέλθει της κρίσης και οι επιλογές που πρέπει να κάνουμε είναι δύσκολες, αλλά αναγκαίες».





Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα

Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Οσα συμβαίνουν, κι όσα δεν συμβαίνουν, τροφοδοτούν διαρκώς αυτό τον φόβο του παρόντος, μια σταθερή δυσφορία, μια αίσθηση ανοικειότητας με την ίδια μας τη ζωή. Διότι απλούστατα δεν γνωρίζουμε πού μάς βγάζει ο δρόμος, δεν έχουμε καμία βεβαιότητα, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τον βίο. Αισθανόμαστε να μας πλακώνει ένα ανοίκειο παρόν.
Κοιτάμε λοιπόν διαρκώς προς τα πίσω, στα τετελεσμένα, για να αντλήσουμε ολίγο νόημα, μήπως και με το νόημα του παρελθόντος φωτίσουμε τον ζόφο του παρόντος και φωτίσουμε τη σκολιά οδό προς το μέλλον. Το ξαναδιάβασμα του παρελθόντος μπορεί να είναι προωθητικό· το ίδιο και η επαναπροσέγγιση της παράδοσης, η οικείωσή της στη συγχρονία. Ετσι προχωρούν κοινωνίες και πολιτισμοί ― συναναστροφή με τους νεκρούς το έλεγε ο Ιωάννης Συκουτρής.
Αλλά ― υπάρχει πάντα ένα αλλά. Αλλά στη δική μας περίπτωση, του κλαψιάρη και έμφοβου νου, εμφιλοχωρεί ένας σοβαρός κίνδυνος: η αναψηλάφηση του παρελθόντος να οδηγεί είτε σε απεγνωσμένη εξωράιση και αφελή αγλαϊσμό του είτε σε δαιμονοποίησή του είτε σε βιαστικές έως γελοίες αναθεωρήσεις ― με κοινό παρανομαστή πάντα έναν τερατώδη αναχρονισμό, να προβάλλουμε τους φόβους και τους πόθους μας στο παρελθόν για να του δίνουμε το σχήμα του παρόντος.
Ο αναθεματισμός της Μεταπολίτευσης ως δεξαμενής αρνητικών ρευστών και τοξικών βλαστών, είναι μια τέτοια ατυχής δαιμονοποίηση. Οχι αξιολόγηση, κριτική, αποτίμηση· η Μεταπολίτευση, συμπαγώς και αδιαφοροποίητα, στέλνεται στη χωματερή της ιστορίας. Φυσικά μαζί της θάβουμε τους εαυτούς μας, όπως και όσο υπήρξαμε στη δημόσια σφαίρα.
Το ίδιο και το Πολυτεχνείο: μετά σαράντα χρόνια είναι δύσκολο να καταταγεί στα τρέχοντα ιδεοψυχολογικά σχήματα, αντιστέκεται πεισματικά. Αντί λοιπόν να το κατανοήσουν στο ιστορικό του πλαίσιο και να το ενσωματώσουν σε μια δυναμική αυτογνωσίας, κάποιοι απελπισμένοι αναθεωρητές το μικραίνουν, το χαμηλώνουν, το λοιδωρούν, κυρίως το μεταχρονολογούν, το αναχρονίζουν, για να μπορέσουν υποθέτω να το δουν στο μπόι τους, κι έτσι βολικά χαμηλοαναχρονισμένο να χαρακτηριστεί εργαλειακά ή και καφενειακά ως πηγή των παρόντων δεινών του έθνους κ.λπ. κ.λπ.
Από χθες σε αυτό τον χορό των αναχρονισμών μπήκε ολολύζουσα και η Αποστασία. Του ’65, των Ιουλιανών, των γελοιογράφων και των φαιδρών στιχοπλόκων, ό,τι παρά τη φαιδρότητά του εξέφραζε ένα υπαρκτό δίκτυο συνωμοσιών και εκτροπής. Λίγοι από τους πρωταγωνιστές ζουν πια, οι περισσότεροι γνωρίζουμε το κλίμα της εποχής από τις γελοιογραφίες του Μποστ. Ολα άλλαξαν. Κι όμως η αποσκίρτηση βουλευτών από το κομματικό μαντρί, όπως προσφυώς το ονόμαζε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, επαναφέρεται ως αρχετυπικό σκιάχτρο, ως το Poltergeist που στοιχειώνει την τρέχουσα πρωθυπουργική δημοκρατία.
Είπαμε: ο παγωμένος έμφοβος νους ξαναπλάθει το παρελθόν. Τη θέση του Μποστ παίρνει ο Γκόγια: Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, τις κουκουβάγιες της ανοησίας και τις νυχτερίδες της αμάθειας.






Κυβέρνηση, μόνη, ψάχνει στήριξη

Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Η πρώτη επίσκεψη του Σαµαρά ως πρωθυπουργού στη γερ­μανική καγκελαρία, στα τέλη Αυγούστου του 2012, έμοι­αζε περισσότερο με θρησκευτικό προσκύνημα.

Παρ’ ότι προερχόταν από μια δυναμική αντιπολιτευτική περίοδο που είχε δημιουργήσει προσδοκίες «επαναδιαπραγμά­τευσης» σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, κατέπληξε αρνητικά τους πάντες. Η θρησκευτική συνδήλωση της φράσης του «Ουδείς αναμάρτητος», την οποία τότε είχε εκφέρει με σκυμμένο κεφάλι, ήταν ένα σοκ.

Το σηµαντικότερο, όμως, είναι ότι η δήλωσή του εκείνη κα­θόρισε αυστηρά το προσωπικό του στάτους έναντι της γερμανικής «Υψηλής Πύλης». Ποτέ έκτοτε δεν διαπραγ­ματεύτηκε το ελάχιστο. Ως εκ τούτου, μάλλον φυσιολογι­κά, τον συνοδεύει έως σήμερα ο περιπαικτικός χαρακτη­ρισμός του «καλού μαθητή», τον οποίο η αντιπολίτευση έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο.

Όµως ακόµη και αυτός ο χαρακτηρισμός τείνει να αποδυνα­μωθεί, αφού, παρατηρώντας τους οξύτερους από τους αποκαλούμενους «μνημονιακούς» πολιτικούς και αναλυ­τές, φαίνεται, πίσω από τον «φερετζέ» των καταγγελιών κατά της... άκαρδης τρόικας, να γίνεται ασμένως αποδε­κτή η - εκπορευόμενη από τους δανειστές - κριτική προς την κυβέρνηση περί «κακής μαθήτριας».

Η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα, ευρισκόμενη σε πολιτικό αδιέ­ξοδο, μια «πολιτική διαπραγμάτευση» χωρίς ποτέ στη δι­άρκεια του βίου της να έχει επιχειρήσει να διαπραγματευ­θεί το ελάχιστο. Αντιθέτως, αποδεχόμενη αδιαμαρτύρητα κάθε - υπογεγραμμένη ή μη - βάρβαρη αντιλαϊκή απαί­τηση, είτε των δανειστών είτε των «κολλητών» της είτε κάποιων υπουργών της, έχει καταφέρει κάτι μοναδικό: να μην τη στηρίζει κανείς, ούτε εκτός ούτε εντός Ελλάδας. Ακριβέστερα: να μην επενδύει κανείς πάνω της.

Ακόµη και στο διαφημιζόμενο ως «success story » της προ­σελκύει, με εξαίρεση μια - δυο περιπτώσεις, μόνο ευκαι­ριακούς «γύπες», που επιχειρούν να αποκομίσουν βρα­χυπρόθεσμα κέρδη πριν να «πετάξουν» προς το επόμενο οικονομικό πτώμα.

Αναξιόπιστη για τους δανειστές, ξοφλημένη για την ελλη­νική κοινωνία, μοναδικό «μαύρο πρόβατο» στην Ευρώ­πη, μοιάζει εγκαταλελειμμένη από όλους. Η ηγεσία της επιζητεί να εξαντλήσει την τετραετία. Οι δανειστές δεν έχουν αντίρρηση, αφού θα προτιμούσαν μια φιλική προς τους ίδιους κυβέρνηση εν όψει μεγάλων επικείμενων «ντιλ». Όμως δεν θα έσκιζαν τα ρούχα τους για να τη δι­ατηρήσουν αν δεν μπορεί να το καταφέρει μόνη της. Θα ζήσουν και χωρίς αυτήν...

Summers-Krugman: Κίνδυνος «μακροχρόνιας ύφεσης» στη Δύση

Μια ομιλία του πασίγνωστου Larry Summers τάραξε τα νερά στους διεθνείς οικονομικούς κύκλους. Γιατί η Δύση κινδυνεύει με μόνιμη ύφεση που ακόμη και οι φούσκες δεν μπορούν να αποτρέψουν. Συμφωνεί και επαυξάνει ο Krugman. 
«Κάτι έχει αλλάξει στη λειτουργία των δυτικών οικονομιών, ίσως με αρχή τη δεκαετία του '80, χωρίς ακόμα και τώρα να είναι ορατή η αλλαγή, κάτι που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με τις φούσκες που ενίοτε δημιουργούνται. Η οικονομική στασιμότητα και η ύφεση φαίνεται ότι γίνονται ενδημικά χαρακτηριστικά των δυτικών οικονομιών». 
Aυτό υποστηρίζει ο διάσημος Larry Summers, επίτιμος πρόεδρος του Harvard και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ. Άποψη που στηρίζει κι ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman, ταράσσοντας τα νερά στους διεθνείς κύκλους άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Την άποψή τους ενισχύει το γεγονός ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν εξέλθει από τη στασιμότητα, παρότι έχουν περάσει τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Με άλλα λόγια, δεν δημιουργείται ικανοποιητική ζήτηση στις οικονομίες της Δύσης, εδώ και πολλά χρόνια, ενώ η θετική επίδραση από τις φούσκες, άλλοτε στην τεχνολογία κι άλλοτε στα ακίνητα, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο.
Εν ολίγοις, το πρόβλημα φαίνεται πως θα είναι μόνιμο αλλάζοντας τις συνθήκες λειτουργίας των παραδοσιακών οικονομικών μοντέλων. Φαίνεται πως δημιουργείται μια νέα κατάσταση την οποία στο εξής θα θεωρούμε κανονική, ένα «new normal» με πολύ χαμηλά επιτόκια.
Το πρόβλημα είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να κατεβάσουν τα επιτόκια στο μηδέν. Αλλά το φυσιολογικό επιτόκιο με το οποίο θα οδηγούμασταν σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης είναι πλέον κατά τους οικονομολόγους αρνητικό. Όμως, αν υπάρξει αρνητικό επιτόκιο τα λεφτά θα φύγουν από τις τράπεζες και θα πάνε σε σεντούκια. Ποιες λύσεις βλέπουν οι διάσημοι οικονομολόγοι.

Το πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας

Στην ομιλία του στο ΔΝΤ ο Larry Summers τόνισε ότι η αδυναμία της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ να μειώσει κάτω του μηδενός το ονομαστικό επιτόκιο, γεγονός που αποδυναμώνει την ισχύ της πολιτικής της, είναι το πιεστικότερο πρόβλημα για την οικονομία της υπερδύναμης.
Όπως σημείωσε, τα τελευταία 50 χρόνια, η Federal Reserve προχωρούσε σε μειώσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της κατά τη διάρκεια υφέσεων για να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Τώρα, έχει δημιουργηθεί ένα νέο πρόβλημα. Η Fed κατέβασε το επιτόκιο στο μηδέν, όμως η ανάκαμψη είναι ακόμα αργή.
Το πρόβλημα, όπως επισήμανε ο Summers, είναι ότι το φυσιολογικό επιτόκιο -σημείο όπου οι επενδύσεις και οι καταθέσεις θα οδηγούσαν σε επίπεδα πλήρους απασχόληση- είναι πλέον αρνητικό. Η Fed δεν μπορεί να μειώσει το ονομαστικό επιτόκιο κάτω του μηδενός διότι ο κόσμος θα επιλέξει τότε να καταχωνιάσει τα χρήματά του αντί να τα ξαναβάλει στην τράπεζα. Αυτό ονομάζεται zero lower bound (ζώνη μηδενικών επιτοκίων) και έχει περιορίσει την ισχύ της δράσης της.
Για να αντισταθμιστεί αυτό το πρόβλημα, η Fed έχει χρησιμοποιήσει μη συμβατικά προγράμματα, όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Έχει στόχο να μειώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και να φέρει μεγαλύτερες επενδύσεις. Το QE είναι ο τεχνικός όρος για την αγορά από την ίδια ομολόγων και άλλων τίτλων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ακόμα και με αυτές τις κινήσεις, όμως, το φυσιολογικό επιτόκιο παραμένει κολλημένο κάτω από το μηδέν. Η μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων είναι το ισχυρότερο εργαλείο που έχει η Fed για να τονώσει την απασχόληση σε περιόδους ύφεσης, όμως η ισχύς του έχει περιοριστεί από το zero lower bound και γι' αυτό η ανάκαμψη είναι αδύναμη.
Το πραγματικό πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο. Εάν υπάρξει νέα ύφεση τώρα ή τα επόμενα χρόνια, η Fed θα έχει ακόμα πιο περιορισμένη δυνατότητα να την αντιμετωπίσει, αφού τα επιτόκιά της είναι ήδη μηδενικά, προειδοποίησε ο L. Summers.
«Φανταστείτε μια κατάσταση όπου το φυσιολογικό επιτόκιο και το επιτόκιο εξισορρόπησης έχουν μειωθεί σημαντικά κάτω από το μηδέν», ανέφερε. «Τότε η συμβατική μακροοικονομική λογική μας αφήνει με ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ο λόγος είναι ότι όλοι φαίνεται να συμφωνούμε στο ότι αν και μπορείς να διατηρήσεις τα επιτόκια των ομοσπονδιακών καταθέσεων σε χαμηλό επίπεδο για πάντα είναι πολύ πιο δύσκολο να εφαρμόσεις έκτακτα μέτρα για πάντα, αν και τα προβλήματα μπορεί να συνεχίσουν να υπάρχουν για πάντα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, θεωρητικά υπάρχουν κάποιοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το θέμα:
* Η Fed θα μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη υψηλότερου πληθωρισμού, δίνοντας έτσι κίνητρα στον κόσμο να ξοδέψει χρήματα, αντί να τα καταχωνιάζει.
* Θα μπορούσαμε να κινηθούμε προς μια κοινωνία χωρίς ρευστό, όπου όλο το χρήμα θα είναι ηλεκτρονικό. Αυτό θα καθιστούσε αδύνατο το καταχώνιασμα των χρημάτων εκτός τράπεζας, δίνοντας τη δυνατότητα στη Fed να μειώσει τα επιτόκια κάτω του μηδενός και ωθώντας τον κόσμο να ξοδέψει περισσότερα.
Και οι δύο ιδέες, θεωρητικά, θα ξεπερνούσαν το πρόβλημα του zero lower bound.
«Νομίζω πως αυτό που δεν έχει αντιληφθεί ο κόσμος είναι ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει» και ότι «μπορεί να χρειαστεί τα ερχόμενα χρόνια να σκεφτούμε πώς θα διαχειριστούμε μια οικονομία στην οποία τα μηδενικά ονομαστικά επιτόκια αποτελούν χρόνιο και συστημικό εμπόδιο για τις οικονομικές δραστηριότητες», δήλωσε ο Summers.

Επικροτεί ο Krugman

«Και οι δικές μου σκέψεις είναι παρόμοιες, όμως η διατύπωση του Larry (Summers) είναι πολύ πιο ξεκάθαρη και δυνατή, και συνολικά καλύτερη απ' οτιδήποτε έχω κάνει εγώ ποτέ», σχολίασε στη στήλη του στους New York Times ο Paul Krugman.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω τις δηλώσεις Summers, ο Krugman εξήγησε πως, αν και δεν χρησιμοποιεί τον όρο παγίδα ρευστότητας, κινείται αποδεχόμενος ότι η αμερικανική είναι μια οικονομία της οποίας η νομισματική πολιτική περιορίζεται εκ των πραγμάτων από τη ζώνη των μηδενικών επιτοκίων (ακόμα και αν θεωρήσει κανείς ότι οι κεντρικές τράπεζες θα έπρεπε να κάνουν περισσότερα) και πως αυτό αντιστοιχεί σε μια κατάσταση στην οποία το φυσιολογικό επίπεδο των επιτοκίων -δηλαδή το επιτόκιο στο οποίο το επιθυμητό επίπεδο αποταμιεύσεων και το επιθυμητό επίπεδο επενδύσεων θα συνέπιπταν με την πλήρη απασχόληση- είναι αρνητικό.
Στην κατάσταση αυτή, οι συνήθεις κανόνες της οικονομικής πολιτικής δεν ισχύουν, αφού οι αποταμιεύσεις πλήττουν την οικονομία, ακόμα και τις επενδύσεις, και η εμμονή στα χρέη και στα ελλείμματα βαθαίνουν την ύφεση.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι δαπάνες, ακόμα και οι μη παραγωγικές, είναι καλύτερες από το τίποτα. Κατά τον Krugman, ο Summers δηλώνει επίσης εμμέσως ένα σημαντικό επακόλουθο: ότι δηλαδή αυτό δεν ισχύει μόνο για τις δημόσιες δαπάνες και πως και οι περιττές ιδιωτικές δαπάνες είναι καλές. «Πολλοί απεχθάνονται αυτήν τη λογική - θέλουν να υπάρχει ηθική στην οικονομία και δεν ενδιαφέρονται για το πόσοι θα υποφέρουν», σχολιάζει ο Krugman. «Όμως εδώ έρχεται το ριζοσπαστικό κομμάτι της παρουσίασης του Summers: η εκτίμησή του ότι αυτή μπορεί να μην είναι απλώς μια προσωρινή κατάσταση».
«Γνωρίζουμε τώρα πως η οικονομική επέκταση του 2003-2007 οφείλεται σε μια φούσκα. Έτσι, μπορεί να μπει κανείς στον πειρασμό να πει ότι η νομισματική πολιτική συνέχεια ήταν πολύ χαλαρή και πως τα χαμηλά επιτόκια έχουν ενθαρρύνει την επανεμφάνιση φούσκας. Όμως, όπως τονίζει ο Summers, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η νομισματική πολιτική υπήρξε πολύ χαλαρή και αυτό είναι η έλλειψη πληθωρισμού».
Όπως αναφέρει ο Summers, «ούτε η μεγάλη φούσκα ήταν αρκετή να παραγάγει συνολικά ζήτηση… Ούτε με την τεχνητή παρακίνηση της ζήτησης που προήλθε από όλη την οικονομική απρονοησία βλέπεις την υπέρβαση(…), το πρόβλημα μπορεί να είναι εκεί για πάντα».
Σύμφωνα με τον Krugman, η απάντηση του Summers είναι ότι ίσως η αμερικανική οικονομία χρειάζεται τις φούσκες για να μπορέσει να επιτύχει επίπεδα πλήρους απασχόλησης και ότι όταν αυτές απουσιάζουν η οικονομία έχει αρνητικά φυσιολογικά επιτόκια.
Ο Summers έκανε λόγο για χρόνια οικονομική στασιμότητα, που οφείλεται σε δημογραφικούς παράγοντες, η οποία έχει ακραίες επιπτώσεις. Όπως επισήμανε, ακόμα και οι policymakers που είναι πρόθυμοι να παραδεχθούν ότι η παγίδα ρευστότητας κάνει τη συμβατική αντίληψη περί σύνεσης στην πολιτική να μοιάζει με ανοησία θεωρούν ότι πρέπει να δράσουν τώρα προκειμένου να αποτρέψουν μελλοντικές κρίσεις. Ωστόσο, η τωρινή κρίση δεν έχει περάσει και, όπως τόνισε ο Summers, «τα περισσότερα από αυτά που θα γίνονταν υπό την αιγίδα της αποτροπής μιας μελλοντικής κρίσης θα ήταν αντιπαραγωγικά».
Κατά τον ίδιο, η επίσημη ατζέντα περιλαμβάνει λιγότερα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής απ' ό,τι παλαιότερα, παρά το γεγονός ότι η οικονομία παραμένει σε βαθύτατη κάμψη. Επίσης, ακόμα και η βελτίωση των χρηματοοικονομικών κανονισμών δεν είναι απαραίτητα κάτι καλό, αφού μπορεί να αποθαρρύνει τον ανεύθυνο δανεισμό, σε μια περίοδο όπου οποιεσδήποτε δαπάνες είναι καλές για την οικονομία.
Το βασικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι τα πραγματικά επιτόκια είναι πολύ υψηλά - παρότι είναι αρνητικά (μηδενικά ονομαστικά επιτόκια μείον κάποιο ποσοστό πληθωρισμού). Εάν όμως η αγορά θέλει ένα πολύ αρνητικό πραγματικό επιτόκιο, τότε τα προβλήματα θα επιμείνουν μέχρις ότου βρεθεί τρόπος να υπάρξει ένα τέτοιο επιτόκιο.
Κατά τον Krugman, μια λύση στο πρόβλημα αυτό θα ήταν η ανασυγκρότηση ολόκληρου του νομισματικού συστήματος - όπως για παράδειγμα με την κατάργηση του φυσικού χρήματος και με την πληρωμή αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν να αξιοποιηθεί το επόμενο boom -είτε αυτό πρόκειται για φούσκα είτε οφείλεται σε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική- ώστε να αυξηθεί ο πληθωρισμός και να παραμείνει σε διαχειρίσιμο επίπεδο.
«Προτάσεις τέτοιου είδους, βέβαια, προκαλούν οργισμένες αντιδράσεις», σχολιάζει ο Krugman. «Όμως, σε μια παγίδα ρευστότητας, οι αποταμιεύσεις μπορεί να είναι προσωπική αρετή, αλλά κοινωνικά καθίστανται ελάττωμα».
Όπως λέει και ο Summers, η κρίση δεν έχει τελειώσει μέχρι να… τελειώσει. Και η οικονομική πραγματικότητα τώρα είναι ότι οι κανόνες της ύφεσης θα έχουν εφαρμογή για πολύ μεγάλο διάστημα.


Δημήτρης Καζάκης : Από πότε το κόμμα είναι πάνω από τον λαό και την πατρίδα

Του Δημήτρη Καζάκη

Σάλος στην επίσημη πολιτική σκηνή. Σε συνέντευξή του στην Αυγή (17/11/2013) ο κ. Τσίπρας απευθύνθηκε στους βουλευτές της συμπολίτευσης λέγοντας: «Όσοι αποφασίσουν με την ψήφο τους να θέσουν τέρμα στην καταστροφική πορεία της χώρας, παρά τις επιθέσεις του συστήματος της μνημονιακής διαπλοκής, που θα είναι σφοδρές, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Θεοδώρας Τζάκρη, θα έχουν την πλατιά αποδοχή της λαϊκής βάσης, των τοπικών κοινωνιών και των πολιτών που τους εξέλεξαν και δεν αντέχουν άλλο». Μάλιστα σημειώνει ότι τους αναγνωρίζει «πολιτική αξιοπρέπεια».


«Ντροπή, κύριε Τσίπρα. Η απάντηση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ θα σας δοθεί επίσημα και κατά πρόσωπο,» απάντησε ο Βενιζέλος καταγγέλλοντας τον Αλέξη Τσίπρα ως «αλαζόνα του μικροπολιτικού του νεοπλουτισμού». Και οι χαρακτηρισμοί είχαν συνέχεια. «Απροκάλυπτη και αγοραία πρόσκληση αποστασίας», «πολιτικό τυχοδιωκτισμό» και «πολιτική αλητεία» προσάπτει ο Βενιζέλος στον Τσίπρα με αφορμή το «προσκλητήριο» που απηύθυνε ο δεύτερος σε βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης.

Για «ηθικό και πολιτικό κατήφορο δίχως τέλος» του Τσίπρα έκανε λόγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σίμος Κεδίκογλου απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για την «πρόσκληση αποστασίας» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικούς βουλευτές. Ο Κεδίκογλου κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «υπόσχεται εκλογικές αγοραπωλησίες βουλευτών για να βρεθεί στην εξουσία» και ότι επιχειρεί να δηλητηριάσει την πολιτική ζωή. Ανάφερε δε ότι ο κ. Τσίπρας «γράφει την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ».

Σχέδια χειραγώγησης των πολιτικών εξελίξεων

Γιατί, ρε παιδιά, τέτοιος πανικός; Αυτά δεν κάνουν τα κόμματά σας επί δεκαετίες; Αγοραπωλησίες βουλευτών. Το δούναι-λαβείν με βουλευτές δεν πάει σύννεφο;  Γιατί «αποστασία» η πρόσκληση του Τσίπρα; Τι διαφορετικό κάνει απ’ ότι κάνετε εσείς χρόνια τώρα;

Καταρχάς, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Η «αποστασία» δεν αφορούσε σε βουλευτές που έφυγαν από το κόμμα τους. Ούτε σε βουλευτές που έριξαν την κυβέρνησή τους, αλλά σε βουλευτές συγκεκριμένου κόμματος, της Ένωσης Κέντρου, που αποδέχτηκαν να νομιμοποιήσουν το πραξικόπημα του βασιλιά τον Ιούλιο του 1965, το οποίο οδήγησε τον Γ. Παπανδρέου, αρχηγό του συγκεκριμένου κόμματος, να παραιτηθεί από την κυβέρνηση. Επομένως δεν μιλάμε για τα ίδια πράγματα.

Όμως αλλού είναι το θέμα. Ο πανικός του Βενιζέλου και του Κεδίκογλου έχει βάση. Ξέρουν πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή που το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου επιχειρεί να εξαγοράσει την υποστήριξη βουλευτών από όλο το φάσμα του κοινοβουλίου για να ενισχυθεί η δική τους ισχνή και εκλογικά ανύπαρκτη πλειοψηφία, κάτι ανάλογο επιχειρούν άλλα κέντρα. Ξέρουν πολύ καλά ότι υπάρχουν υπόγειες διασυνδέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ τόσο με το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, όσο και με την Καραμανλική Νέα Δημοκρατία.

Ξέρουν πολύ καλά ότι το φαινόμενο Τζάκρη δεν ούτε είναι τυχαίο, ούτε μεμονωμένο. Με τέτοια ισχνή πλειοψηφία στην Βουλή, οι Σαμαράς-Βενιζέλος ξέρουν πολύ καλά ότι είναι έρμαια της «εσωκομματικής» τους αντιπολίτευσης. Ξέρουν επίσης πολύ καλά ότι κάποιοι στα παρασκήνια προωθούν λύση ευρείας συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να απλώνεται από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ», έως τον Κουβέλη της ΔΗΜΑΡ με τις ευλογίες ακόμη και των βαρόνων της Νέας Δημοκρατίας που βλέπουν την πρωτοφανή συρρίκνωση και διάλυση του κόμματός τους από την ομάδα Σαμαρά κι ανησυχούν βαθύτατα.

Από την άλλη με την δήλωσή του αυτή ο κ. Τσίπρας δηλώνει ξεκάθαρα ότι συμμετέχει ενεργά στα παιχνίδια αυτά του παρασκηνίου. Ξεκαθαρίζει ότι θέλει μια ελεγχόμενη πτώση της κυβέρνησης με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαγνίζει τα μέχρι τώρα στηρίγματά της προκείμενου να χρησιμοποιηθούν σε μια αυριανή πολιτική κατάσταση.

Έτσι καλεί τον κόσμο να ξεχάσει ποιοι είναι αυτοί που έβαλαν πλάτες τουλάχιστον τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια στο γενικό ξεπούλημα της χώρας και την μαζική εξόντωση του λαού, που ο ίδιος ο στρατηλάτης της αριστεράς ονοματίζει «ανθρωπιστική κρίση», λες και πρόκειται για το αποτέλεσμα κάποιου φυσικού φαινομένου, κάποιας απρόσμενης θυελλώδους καταιγίδας. Αν ανοίξουν τον δρόμο στη διακυβέρνηση Τσίπρα, όπως αυτή φαίνεται να προετοιμάζεται στο παρασκήνιο, όλα θα τους συγχωρεθούν, ότι έκαναν θα ξεχαστούν, θα βρουν ξανά την αποδοχή της εκλογικής πελατείας που πάνω της βυσσοδόμησαν άγρια και θα ξαναβρούν την χαμένη τους «πολιτική αξιοπρέπεια». Κούνια που σας κούναγε όλους, με πρώτο τον Τσίπρα.

Η κοινή λογική λέει ότι όταν πας να στηριχθείς σε λωποδύτες, σε επίορκους και αδίστακτους συμφεροντολόγους, όπως είναι όλοι αυτοί που στήριξαν με την ψήφο τους και την συμμετοχή τους στη δημιουργία αυτού του καθεστώτος νέας κατοχής, τότε δεν μπορεί παρά να είσαι κι εσύ μια από τα ίδια. Με άλλα λόγια βρήκε ο σκύλος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, όπως λέει κι ο λαός μας.

Υπό καθεστώς απολυταρχίας

Το βασικό όμως ερώτημα που προσωπικά μας απασχολεί είναι το εξής: Γιατί οι ηγεσίες και οι μηχανισμοί των κομμάτων μπορούν με τέτοια άνεση να παίζουν παιχνίδια κορυφής και να ασκούνται στην πολιτική του παρασκηνίου με δούναι-λαβείν βουλευτών και άλλων, αλλά τους πιάνει σύγκρυο μόλις τεθεί θέμα ανοιχτής διάσπασης του κόμματος;

Γιατί στα σημερινά κόμματα του κοινοβουλίου, μηδενός εξαιρουμένου, υπάρχει τέτοια θεοσέβεια; Γιατί όταν υπάρχουν κορυφαία ζητήματα που διχάζουν την κοινωνία και το ίδιο το κόμμα, ζητήματα ζωής ή θανάτου για τον λαό και την χώρα, δεν πρέπει να αποτελέσουν casus belli ακόμη κι αν οδηγήσουν σε διάσπαση και διάλυση το ίδιο το κόμμα; Γιατί το κόμμα να είναι πάνω από την κοινωνία και τα προβλήματά της; Γιατί ο διχασμός μέσα στην κοινωνία να φέρει και τον διχασμό μέσα στα κόμματα; Τι σόι τερατώδης διαστροφή είναι αυτή;

Αυτή η τερατώδης διαστροφή δεν κυριαρχεί μόνο στα κόμματα υβρίδια που κρατιούνται στην κυβέρνηση με νύχια και με δόντια, απειλώντας θεούς και δαίμονες μην τυχόν και χάσουν την εξουσία, αλλά και στα κόμματα της αριστεράς. Το Führerprinzip δεν ήταν επινόηση ούτε του Χίλτερ, ούτε αφορούσε μόνο τα ναζιστικά κόμματα, όπως θεωρούν ορισμένοι ανεκδιήγητοι τύποι, αλλά αντλεί την καταγωγή του από εκείνους τους θεωρητικούς που έτρεμαν την δημοκρατία σαν πεδίο ανοιχτής αναμέτρησης με όρους κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης.

Ήθελαν λοιπόν μια εξουσία που να στέκεται πάνω και πέρα από αυτές τις διαμάχες και να εξασφαλίζει την ενότητα της πολιτείας. Ο συντηρητικός Ντισραέλι διαπίστωνε τον βαθύ διχασμό της Βρετανίας της εποχής του σε τέτοιο βαθμό που μιλούσε για «δυο έθνη»: «Δύο έθνη ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει καμία επαφή και καμία συμπάθεια… Οι πλούσιοι και οι φτωχοί».[1] Ο τρόμος ότι η δημοκρατία είναι το προνομιακό πεδίο της ανειρήνευτης αναμέτρησης αυτών των «δυο εθνών», τον έκαναν να πιστεύει ότι η «ελεύθερη Μοναρχία», ήταν η ιδανικότερη να εκφράσει την ενότητα του έθνους, του λαού και της πολιτείας.

Αργότερα, όταν οι αγώνες των λαών για δημοκρατία δεν επέτρεπαν πια την ύπαρξη μονάρχη, τη θέση αυτής της «πολιτικά ουδέτερης» εξουσίας πήρε ο Πρόεδρος, ο οποίος υποτίθεται ότι εκφράζει στο πρόσωπό του την ενότητα που πριν εξέφραζε ο μονάρχης. Και μάλιστα για να του δοθεί το ανάλογο κύρος που κάποτε είχε η μοναρχία, τον έβαλαν να εκλέγεται απευθείας από τον λαό ώστε να στέκεται πάνω από τις διαμάχες ανάμεσα σε κόμματα, σχήματα και δυνάμεις που πυροδοτεί η ίδια η κατάσταση μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας.

Στο σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1918, που επέβαλλε η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, βασιζόταν στην «πολιτική ουδετερότητα» του Προέδρου, ο οποίος με το άρθρο 48 είχε την δυνατότητα να αναστέλλει βασικές διατάξεις του συντάγματος, ακόμη και να επεμβαίνει επικεφαλής του στρατού «αν η δημόσια ασφάλεια και τάξη στο Γερμανικό Ράιχ έχει διαταραχθεί σε σημαντικό βαθμό ή κινδυνεύει». Με τον τρόπο αυτό θεσπιζόταν επίσημα και συνταγματικά η Führerprinzip, η οποία τελικά οδήγησε στο ναζισμό.

Ο συνταγματολόγος Δημ. Τσάτσος, όταν ακόμη τιμούσε τις δημοκρατικές περγαμηνές της επιστήμης του, έγραφε σχετικά: «Η εξέλιξη και η πτώση της Βαϊμάρης ρίχνει φως στις συνέπειες που έχει στην πολιτική πραγματικότητα η σχετικοποίηση της Δημοκρατίας, με βάση την αρχή της «πολιτικής ουδετερότητας». Η πολιτική ουδετερότητα του προέδρου του Reich, δηλαδή η πολιτική του νομιμοποίηση με βάση αρχή εξωδημοκρατική, ήταν μια πρώτη συμβολή στη δημιουργία του πολιτικού συνθήματος του «Führerprinzip». Η ουδετερότητα της υπαλληλίας όλων των κλάδων βρήκε τους φορείς της άτομα με «ουδέτερη» πολιτική συνείδηση, έτοιμα να δεχτούν μέσα σε μια νύχτα το «νέο κράτος» του εθνικοσοσιαλισμού. Για τον «πολιτικά ουδέτερο» υπάλληλο η πίστη και η υποταγή του προς το «κράτος» δεν είχε καμιά εξάρτηση από το βασικά ηθικά θεμέλια του πολιτεύματος. Η μετάβαση από τη Βαϊμάρη στον εθνικοσοσιαλιστικό ολοκληρωτισμό έδειξε ποια είναι η συνέπεια της πολιτικής ουδετερότητας. Με βάση τη θεωρία αυτή διευκολύνθηκε ο ολοκληρωτισμός και επομένως ενισχύθηκε η ιδέα πώς δεν είναι οι αξίες εκείνες που νομιμοποιούν το κράτος, αλλά το κράτος εκείνο που νομιμοποιεί τις αξίες.»[2] 

Το κόμμα ως ιερατική πολιτεία

Βάλτε όπου «κράτος», το «κόμμα» και θα βρείτε την κατάσταση μέσα στην οποία έχουν βυθιστεί όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί του επίσημου πολιτικού συστήματος. Η Führerprinzip υπάρχει και διαφεντεύει όλα τα επίσημα κόμματα. Ιδίως εκεί όπου ο Πρόεδρος, ο ηγέτης του κόμματος, ψηφίζεται απευθείας από την «βάση». Να γιατί σε όλα τα κόμματα η έμπρακτη αμφισβήτηση του ηγέτη και η ανοιχτή αναμέτρηση με την ηγεσία, συνιστά μοιραίο αμάρτημα. Ενώ η κομματική υπαλληλία, δηλαδή η γραφειοκρατία του κόμματος, τηρεί «πολιτικά ουδέτερη» στάση απέναντι σε κάθε ακανθώδες ζήτημα που εκ των πραγμάτων διχάζει το κομματικό σώμα. Ακολουθεί πάντα πιστά τον εκάστοτε ηγέτη. Ενώ η διαπάλη για τις αρχές υποβιβάζεται σε μια αντιπαράθεση αυστηρά εντός των οργάνων και τηρουμένων των τυπικών διαδικασιών υπό τον διαρκή φόβο της διάσπασης της επίπλαστης ενότητας.

Από τότε που τα κόμματα μεταλλάχθηκαν από συνασπισμός «ισχυρών ανδρών» του κοινοβουλίου και της πολιτικής – όπου ο καθένας εύκολα μεταπηδούσε σε άλλο κόμμα, ή άλλαζε συνασπισμό συμφερόντων προκειμένου να έχει καλύτερη τύχη – σε μηχανισμούς κομματικών γραφειοκρατών εξαρτημένων από τον κρατικό κορβανά και τη νομή της εξουσίας, η «ενότητα του κόμματος» και το αλάθητο, το αδιαφιλονίκητο της ηγεσίας αποτέλεσαν τους δυο βασικούς πυλώνες της νέας κομματικής πραγματικότητας.

Ο λόγος είναι απλός. «Η γραφειοκρατία είναι η république prêtre,»[3] έγραφε εύστοχα ο Μαρξ. Δηλαδή μια ιερατική πολιτεία σαν των Ιησουιτών, των μυημένων, του κλειστού κύκλου που έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει ζωή, ή αλήθεια. Ένα είδος μεσαιωνικής μασονικής στοάς. Η δουλειά της είναι να αντικαθιστά την ουσία με τον τύπο. Να δημιουργεί μια φανταστική πραγματικότητα δίπλα και πάνω στην αληθινή.

Κι όπως στο κράτος έτσι και στο κόμμα, η γραφειοκρατία αντιπροσωπεύει το φανταστικό κόμμα δίπλα και πάνω στο πραγματικό κόμμα. Κάθε πράγμα λοιπόν έχει διπλή σημασία, μια σημασία πραγματική και μια σημασία γραφειοκρατική, όπως και κάθε γνώση είναι γνώση διπλή, γνώση πραγματική και γνώση γραφειοκρατική. Το καθολικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο που φυλάγεται από την ιεραρχία προς τα μέσα κι από τον χαρακτήρα της σαν κλειστής συντεχνίας προς τα έξω. Η ιεραρχία ξέρει. Όσοι βρίσκονται εκτός δεν ξέρουν και δεν πρέπει να ξέρουν. Οφείλουν απλά να συμμορφώνονται και να ακολουθούν. Δεν έχουν δικαίωμα ούτε αυτόβουλης δράσης, ούτε απόφασης για μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα.

Ο Μαρξ έγραφε για την γραφειοκρατία: «Η Αρχή είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία της Αρχής η πεποίθησή της. Στο εσωτερικό της όμως ο σπιριτουαλισμός μετατρέπεται σε χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων.»[4] Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση αυτής της διατύπωσης από την αναγωγή του κόμματος σε κάτι το μεταφυσικό, πάνω από την κοινωνία, τον λαό και τους πολίτες. Το κόμμα, σύμφωνα πάντα με το γραφειοκρατικό πνεύμα, είναι ο φορέας της κοινωνικής και πολιτικής δράσης κι όχι η ίδια η κοινωνία, ο ίδιος ο λαός.

Δεν υπάρχει ζωή έξω από το κόμμα, γι’ αυτό και η «ενότητα του κόμματος» υπήρξε για την κομματική γραφειοκρατία το raison d’etre της ίδιας της ύπαρξής της και άρα της ύπαρξης ολόκληρης της ζωής. Γι’ αυτό και είναι αδιανόητο να μιλήσεις σε κόμματα όπου κυριαρχεί η γραφειοκρατία, για διασπάσεις. Ιδίως όταν αυτό το κόμμα βρίσκεται μπροστά στην εξουσία. Φαντάζει ιεροσυλία μεγαλύτερη από την ασέλγεια σε ιερό χώρο. Μόνο η ηγεσία έχει δικαίωμα να αποπέμπει. Όπως ακριβώς το ιερατείο αποπέμπει τους αιρετικούς, δηλαδή τους διασπαστές.

Πρώτα ο λαός, ή το κόμμα;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κανένα αληθινά επαναστατικό ή ριζοσπαστικό κόμμα δεν αναδείχθηκε ποτέ σ’ αληθινά μάχιμη δύναμη για τον λαό, αν το ίδιο πρώτα δεν ανέδειξε την εσωκομματική ανοικτή και «οξεία πάλη των τάσεων»[5] ως κορυφαίο «ανάχωμα» ενάντια στο βάλτωμα, τον εφησυχασμό, την αποσυνθετική ατμόσφαιρα της ρουτίνας, τον εσωτερικό διχασμό σε γραφειοκράτες και οπαδούς.

Αντίθετα, όποτε η τυπολατρική «κομματική ενότητα» επέβαλλε το στρογγύλεμα των διαφορών και την εκπαραθύρωση της εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής ζύμωσης, είτε με την σιδερένια πυγμή του ηγετικού μηχανισμού, είτε στο όνομα μιας τυπικής και ανούσιας δημοκρατίας, τότε η διαφθορά ακόμη και πραγματικών αγωνιστών – μέσα απ’ τον εθισμό τους στην ίντριγκα και το παρασκήνιο – συνιστούσε ανέκαθεν γενικό κανόνα.
Αυτό τον κανόνα εξέφραζε κι ο Φερντινάντ Λασσάλ όταν στα 1852 έγραφε στον Κάρλ Μάρξ: «Η εσωκομματική πάλη δίνει στο κόμμα δύναμη και ζωτικότητα. Η μεγαλύτερη απόδειξη της αδυναμίας ενός κόμματος είναι η πλαδαρότητα του και η άμβλυνση των διαφορών που έχουν διαγραφεί με σαφήνεια. Το κόμμα δυναμώνει όταν ξεκαθαρίζει τις γραμμές του.»[6]

Με την σειρά του ο Ένγκελς ήταν αμείλικτος μ’ όλους εκείνους τους δυστυχείς που αδυνατούσαν να κατανοήσουν την σημασία της ιδεολογικοπολιτικής αναμέτρησης στο εσωτερικό του κινήματος και καλούσαν κάθε φορά σ’ «ενότητα» ξεχνώντας τις βαθιές διαφορές σκοπού και μέσων: «Κανείς – έγραφε ο Ένγκελς εκ μέρους του ίδιου και του Μάρξ – δεν πρέπει ν’ αφήνει τον εαυτό του να παραπλανάται από τις φωνές για «ενότητα».Αυτοί που έχουν συχνότερα στα χείλια τους αυτή την λέξη, είναι οι ίδιοι που προκαλούν την περισσότερη φασαρία,… είναι εκείνοι που προκαλούν όλες τις διασπάσεις, την οχλοβοή για το τίποτα,... Αυτοί οι φανατικοί με την ενότητα είναι είτε στενόμυαλοι άνθρωποι που θέλουν ν’ ανακατέψουν τα πάντα σ’ έναν ακαθόριστο χυλό, ο οποίος την στιγμή που θ’ αφεθεί να κατακαθίσει, ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις διαφορές αλλά μ’ ακόμη πιο οξεία αντίθεση γιατί αυτή την φορά θα βρίσκονται όλες στο ίδιο τσουκάλι… είτε είναι άνθρωποι που ασυνείδητα (…) ή συνειδητά θέλουν να ευνουχίσουν το κίνημα. Αυτός είναι ο λόγος που οι χειρότεροι σεχταριστές, οι μεγαλύτεροι καβγατζήδες και οι παλιάνθρωποι φωνάζουν κατά καιρούς δυνατότερα απ’ όλους για την ενότητα. Κανένας καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής μας δεν μας έφερε χειρότερους μπελάδες και περισσότερους καυγάδες απ’ αυτούς που φωνάζουν για ενότητα.»[7]

Κι ο Ένγκελς κατέληγε: «Επιπλέον, ακόμη κι ο γέρο-Χέγκελ έλεγε: ένα κόμμα αναδεικνύεται θριαμβευτής μόνο μέσα απ’ την διάσπαση κι επιπλέον κατορθώνοντας ν’ αντέξει αυτή την διάσπαση. Το κίνημα του προλεταριάτου είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από ποικίλα στάδια ανάπτυξης. Σε κάθε στάδιο ένα μέρος του κόσμου κολλά και δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την πορεία προς τα μπρος. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να εξηγήσει γιατί η «αλληλεγγύη του προλεταριάτου» υλοποιείται στην πραγματικότητα παντού μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών»[8].

Κι αυτό ισχύει στην πολιτική γενικά και στο κίνημα ειδικά, με την ίδια αναγκαιότητα που στο βασίλειο των ζώων και των φυτών λειτουργεί η «φυσική επιλογή»! Όποιος ξεχνά αυτή την θεμελιώδη αλήθεια, είτε είναι πολιτικά αγράμματος κι άρα άχρηστος για το κίνημα, είτε τυπικός πολιτικάντης κι άρα επικίνδυνος για το κίνημα. Δεν υπάρχει άλλωστε κι άλλος τρόπος για να γλυτώσει κανείς από την γραφειοκρατία και το πνεύμα της, το οποίο ανθεί όπου κυριαρχεί η λιτανεία του κόμματος.

Όποιος θέτει πάνω απ’ όλα την ενότητα του ίδιου του λαού, του προλεταριάτου όπως έλεγε ο Ένγκελς, στον αγώνα του για τα δικαιώματα και την χειραφέτησή του, δεν τον τρομάζει η διάσπαση. Ξέρει πολύ καλά ότι το κόμμα, η συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης δεν ήταν ποτέ και ούτε μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει πάνω από την κοινωνία παρά μόνο σαν γραφειοκρατική διαστροφή. Γνωρίζει ότι το κόμμα και γενικά η οργάνωση οφείλει να είναι το πολιτικό μέσο έκφρασης και ο αναγκαίος καταλύτης για την συγκρότηση του ίδιου λαού σε μάχιμη δύναμη για τον εαυτό του.

Αν δεν μπορεί να το κάνει, αν έχει μεταβληθεί σ’ ένα γραφειοκρατικό ξόανο, τότε στο διάολο με το κόμμα, στα τσακίδια κι ακόμη παραπέρα. Όχι απλά η διάσπαση οφείλει να τεθεί στην ημερήσια διάταξη του κόμματος, αλλά η κήρυξη ανοιχτού πολέμου είναι κάτι παραπάνω από αναπόφευκτη – όπως ακριβώς στο ζωικό βασίλειο ανάμεσα σε διαφορετικά είδη για την επιβίωση – με όλα τα όπλα της ανελέητης κριτικής να στοχεύουν στην ολοκληρωτική συντριβή και εξάλειψη εκείνου του μορφώματος που έχασε κάθε νόημα ύπαρξης για τον λαό και στέκει εμπόδιο στην δράση του. Πρώτα και πάνω απ’ όλα προέχει το συμφέρον του λαού και η ανάγκη αυτός ο ίδιος, όχι κάποιος κομματικός μηχανισμός στο όνομά του, να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.

Ανελέητη κριτική χωρίς να χαριζόμαστε σε κανέναν

Όπου βλέπετε κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς να φοβούνται την διάσπαση, να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες για να μην ακουστούν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, να τα βρίσκουν για την «ενότητα του κόμματος» τάσεις, ή απόψεις, που φαινομενικά είναι ριζικά διαφορετικές στο πολιτικό δια ταύτα, τότε να είστε σίγουροι ότι εκεί βασιλεύει η ίντριγκα και η ύποπτη σκοπιμότητα κάθε είδους. Να είστε σίγουροι ότι έχει εκλείψει προ πολλού η πολιτική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, ενώ κυριαρχεί η προσωπική ιδιοτέλεια, η καθηλωτική αμηχανία και η απαξίωση κάθε αληθινού νοήματος της πραγματικής ζωής, που έτσι ή αλλιώς είναι γι’ αυτούς νεκρή.

Υπάρχει μόνο η μεταφυσική μετουσίωση της ζωής στο κόμμα που απαιτεί από όλα τα μέλη και τους οπαδούς του να του συμπεριφέρονται με τρόπο ιησουίτικο, είτε έχουν, είτε δεν έχουν επίγνωση του ιησουιτισμού τους. Να γιατί το κόμμα στέκεται πέρα και πάνω απ’ όλα. Ενώ ακόμη και η αληθινή ζωή θα πρέπει να βρει την δικαίωσή της μέσα από το κόμμα. Δεν είναι ο λαός και οι τάξεις που οφείλουν να δημιουργήσουν αφεαυτού τους τα κόμματα, τους σχηματισμούς και τις συλλογικότητες που χρειάζονται στην δράση τους, αλλά αντίθετα τα κόμματα είναι εκείνα που πρέπει να δημιουργήσουν τον λαό και τις τάξεις.

Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις τα κόμματα δημιουργούν το εικόνισμα του λαού και των κοινωνικών τάξεων που τους βολεύει, στη θέση του αληθινού λαού και των κοινωνικών του τάξεων που υπάρχουν στην αληθινή ζωή. Ένα εικόνισμα που αποβλακώνει τους πιστούς οπαδούς και αποχαυνώνει όλους τους υπόλοιπους, ώστε να υποκύψουν στον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», όπως τον διατύπωσε ο Ρόμπερτ Μίχελς μελετώντας στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα την γραφειοκρατική μετάλλαξη της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας – το αρχέτυπο της οργάνωσης για όλα τα μαζικά κόμματα της αριστεράς, ακόμη και των κομμουνιστών.

Όποιος λοιπόν τρέμει την διάσπαση και την αναμέτρηση μέχρις τελικής πτώσης. Όταν κι όποτε το επιβάλλουν τα πιο ζωτικά και άμεσα συμφέροντα του λαού. Όταν και όποτε κρίνεται η τύχη της χώρας και του λαού. Όποιος δεν καταλαβαίνει γιατί η ενότητα του λαού, ή του προλεταριάτου κατά τον Ένγκελς, περνά αναγκαστικά «μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών,» τότε είναι αιχμάλωτος μιας βαθιάς γραφειοκρατικής αντίληψης που θέλει τον λαό υποχείριο των κομμάτων και των μηχανισμών τους. Δεν βλέπει έξω από τον κύκλο της γραφειοκρατίας και δεν αντιλαμβάνεται την αληθινή ζωή παρά μόνο στην φανταστική της απεικόνιση μέσα από τους μηχανισμούς του κόμματος. 

Αντί για την αληθινή δημοκρατία όπου οι αντιπαραθέσεις διεξάγονται ελεύθερα και δημόσια με όλη τους την δυναμική έως την τελική λύση τους, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο, η γραφειοκρατία προτιμά μια καρικατούρα κοινοβουλευτισμού με όλα τα κουσούρια του, την ίντριγκα, το παρασκήνιο, τις ισορροπίες του μηχανισμού, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, την εξαγορά και την εξάρτηση από την δοσμένη ηγεσία που ελέγχει πάντα το ταμείο και την χρηματοδότηση του κόμματος. Ο εσωτερικός μικρόκοσμος του κόμματος αντικαθιστά τον αληθινό κόσμο, οι διαμάχες για την καρέκλα και τον έλεγχο του μηχανισμού αντικαθιστούν την αναμέτρηση πάνω σε προγράμματα και αρχές.

Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

Για τον γραφειοκράτη δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο, δεν υπάρχει λαός ικανός να αυτενεργήσει, να δράσει αυτόβουλα μέσα από τις ξεχωριστές τάξεις που τον απαρτίζουν, αλλά και μέσα από τις δικές του συλλογικότητες που τον ωθεί η ίδια η ζωή του να δημιουργήσει. Για τον γραφειοκράτη υπάρχουν μόνο μηχανισμοί που επιδρούν πάνω στον λαό, ή τον εκφράζουν με όρους οπαδού. Η σκέψη και η ιδεολογία του αναπαράγει τις λογικές της απολυταρχίας που αντιμετώπιζε τον λαό πάντα σαν αντικείμενο χειραγώγησης. Όπως για τους παλιούς εκπροσώπους της απολυταρχίας η θέληση του λαού δεν μπορούσε να εκδηλωθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά στο πρόσωπο του απόλυτου εξουσιαστή του, στο πρόσωπο του μονάρχη, έτσι και οι γραφειοκράτες της πολιτικής αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο την έκφραση του λαού από το κόμμα, ή το κράτος και τους θεσμούς του.

Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από αυτό το σκυλολόι της κομματικής γραφειοκρατίας ότι ο λαός φταίει, ότι ο λαός δεν είναι έτοιμος, ότι ο λαός δεν είναι ώριμος, ότι ο λαός δεν ξεσηκώνεται και γενικά για το πόσο ξεπουλημένη και πόσο καθεστωτική είναι η δεξιά, η αριστερά και τα κόμματά της στην Ελλάδα, φταίει πάντα ο λαός. Όπως και γι’ αυτούς που κυβερνάνε. Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσες να σου χρεώνουν τις συμμορίες που κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτόν τον τόπο επαναλαμβάνοντας με ύφος εκατό Μπουργκράφων ότι «ο λαός έχει τους ηγέτες που του αρμόζουν…»

Και το επαναλαμβάνουν με την ίδια απελπιστική και αντιδραστική ηλιθιότητα με την οποία ο κόμης Ζοζέφ ντε Μεστρ – ένας από τους πιο σκληροπυρηνικούς υπερασπιστές της «ελέω θεού» μοναρχίας – επινόησε το 1811 την γνωστή φράση: Toute nation a le gouvernement qu'elle mérite. «Κάθε έθνος έχει την κυβέρνηση που του αξίζει. Πολύ σκέψη και εμπειρία που πλήρωσα ακριβά, με έπεισαν γι’ αυτήν την αλήθεια ως μαθηματική πρόταση. Κάθε νόμος είναι περιττός ακόμα και θανατηφόρος (όσο εξαιρετικός κι αν είναι από μόνος του), αν το έθνος δεν είναι αντάξιο του νόμου και δεν είναι προϊόν του νόμου.»[9] Και ποιος καθορίζει το νόμο; Μα μόνο αυτός που έχει ορίσει ο Θεός, δηλαδή η ανωτέρα δύναμη που στην ιστορία πάντα είχε και έχει κοσμικά χαρακτηριστικά! Αυτή είναι η πεμπτουσία της απολυταρχίας.

Με τον ίδιο στόμφο αυτού του παλιού σκοταδιστή που λάτρευε τον δήμιο ως βάθρο εκ Θεού όλου του επίγειου μεγαλείου, όλης της εξουσίας, όλης της υποταγής, μιας και είναι «ταυτόχρονα η φρίκη και ο δεσμός της ανθρώπινης οργάνωσης,»[10] εμφανίζονται όλοι οι ηλίθιοι και τα κομματικά στελέχη να ρίχνουν πάντα το φταίξιμο στο λαό γι’ αυτούς που του έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο λες και του έδωσαν ποτέ την δυνατότητα να κρίνει με βάση το αληθινό συμφέρον του.

Αφενός τα παχύδερμα της κυβερνητικής εναλλαγής για να του πουν με περίσσια θράσους, «μαζί τα φάγαμε» και αφετέρου η αριστερά της ήττας για να πάρει την εκδίκησή της για την απέχθεια που έχουν γεννήσει στον ελληνικό λαό τα κόμματα και οι επίσημες ιδεολογίες της. Έτσι είναι. Πρέπει να φορτωθεί την ευθύνη ο λαός γενικά, να απαξιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να χαθεί η ατομική ευθύνη, το ατομικό χρέος προς τον λαό και προπαντός να μετακυλήσει η ευθύνη από την κομματική οπαδοποίηση που εφαρμόζουν όλοι οι επίσημοι μηχανισμοί δεξιάς και αριστεράς προκειμένου να επιβιώνουν σε βάρος της κοινωνίας.


Κι επειδή ο λαός φταίει, τότε πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Πρέπει σώνει και καλά να διαλέξει: ή την δεξιά της προδοσίας, ή την αριστερά του ξεπουλήματος. Την Σκύλα, ή την Χάρυβδη. Άλλη επιλογή δεν έχει. Μόνο αυτή που έχει προκαθορίσει το επίσημο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Υπάρχει χειρότερος ολοκληρωτισμός από αυτή τη λογική;

Η κυβέρνηση βλέπει Ανάπτυξη, οι ξένοι Κοινωνική Έκρηξη

Toυ Γιώργου Δελαστίκ*

Πολύ λίγοι, αν όχι ελάχιστοι, είναι οι Ελληνες που πιστεύουν τον προπαγανδιστικό κυβερνητικό ισχυρισμό περί δήθεν επερχόμενης ανάπτυξης.

Πολύ λίγοι, αν όχι ελάχιστοι, είναι οι Ελληνες που πιστεύουν τον προπαγανδιστικό κυβερνητικό ισχυρισμό περί δήθεν επερχόμενης ανάπτυξης. Αυτό το ξέραμε. Εκείνο που διαπιστώνουμε τις τελευταίες μέρες είναι ότι την κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου δεν την πιστεύουν ούτε οι ξένοι. Μάλιστα, όχι απλώς δεν πιστεύουν ότι έρχεται ανάπτυξη, αλλά αντιθέτως φοβούνται ότι στη χώρα μας θα γίνει κοινωνική έκρηξη, αν συνεχιστεί η ασκούμενη πολιτική λιτότητας και φορολογικού γδαρσίματος των Ελλήνων!

Για να αναφερθούμε ενδεικτικά μόνο στο τελευταίο δεκαήμερο, την αρχή την έκαναν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» με κύριο άρθρο τους. «Η Ελλάδα κατευθύνεται προς την πολιτική κατάρρευση» υπογραμμίζουν μεταξύ άλλων. «Η προειδοποίηση του πρωθυπουργού εναντίον πρόσθετων μέτρων λιτότητας αγνοείται» επισημαίνεται από τη μεγάλη αμερικανική εφημερίδα, η οποία τελικά κλείνει το κύριο άρθρο της καταλήγοντας στο εξής συμπέρασμα: «Η συνεχιζόμενη εμμονή της Ευρώπης σε περικοπές, απολύσεις και αυξήσεις φόρων δεν βοηθάει κανέναν, ενώ σπρώχνει την Ελλάδα προς το χείλος της κατάρρευσης».

Ακολούθησε ο γνωστός Γερμανός οικονομολόγος Χανς - Βέρνερ Ζιν, ένας από τους «πέντε σοφούς» της Γερμανίας στα οικονομικά θέματα. Αυτή τη φορά παρουσίασε σχέδιο: αρχικά ευρωπαϊκή διάσκεψη - που αποφασίζει διαγραφή μέρους του δημόσιου χρέους των χωρών της Ευρωζώνης που βρίσκονται σε κρίση.

Στη συνέχεια, αμέσως μετά τη διαγραφή του χρέους, συναινετική έξοδος από το ευρώ της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, ίσως και της Ισπανίας, με δικαίωμα επιστροφής στην Ευρωζώνη. Τρίτον, ως δώρο για την «εθελοντική» έξοδο από το ευρώ, μετατροπή του δημόσιου χρέους στο εθνικό νόμισμα των παραπάνω χωρών και κατόπιν το «κούρεμα» ώστε να ωφεληθούν περισσότερο τα εκδιωχθέντα κράτη από την Ευρωζώνη. Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση οι εξαιρετικά σκληρές για την πολιτική που ακολουθεί η ΕΕ έναντι της Ελλάδας δηλώσεις του Γάλλου Ανρί Μαλρόζ, προέδρου της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της ΕΕ, σε συνέντευξη που έδωσε στην Αθήνα. «Με σόκαρε η δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου (σ.σ.: εννοεί τον Αυστριακό επικεφαλής της βοηθητικής Ομάδας Εργασίας του Eurogroup Τόμας Βίζερ) για επανάληψη των συνομιλιών μετά το σκι των χειμερινών διακοπών και για δισεκατομμύρια και μίλια που χωρίζουν την Ελλάδα από τους δανειστές. Οταν παίζεις τέτοια παιχνίδια, είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθείς σε ρήξη. Θα έρθει η στιγμή της έκρηξης!» τόνισε απερίφραστα ο Μαλρόζ και συνέχισε ακάθεκτος: «Το χειρότερο είναι ότι εκβιάζουν χώρες. Αυτά πρέπει να τελειώνουν».

Ο Γάλλος πρόεδρος της επιτροπής αυτής της ΕΕ δεν είχε κανένα πρόβλημα να προσδιορίσει τον υπαίτιο της σημερινής κατάστασης που βρίσκεται η Ελλάδα. «Η χώρα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση λόγω της κακής Ευρώπης» υπογράμμισε. «Πρέπει να σταματήσουν τα μέτρα λιτότητας που σκοτώνουν την οικονομία και βλάπτουν τον πληθυσμό. Ολα τα μέτρα πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη» πρόσθεσε. Η ΕΕ είναι «βασική υπεύθυνη» για την κρίση, υπογράμμισε και προειδοποίησε: «Αν δεν υπάρξει αλλαγή στην οικονομική πολιτική μέσα στους επόμενους μήνες, οι ίδιοι οι πολίτες θα καταστρέψουν το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης» διακήρυξε με ιδιαίτερη έμφαση. Προχτές ήρθε η σειρά του «Γκάρντιαν», της γνωστής βρετανικής κεντροαριστερής εφημερίδας, να γράψει μεταξύ άλλων: «Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την έκρηξη της κρίσης χρέους της Αθήνας που ανάγκασε τους μανδαρίνους της ΕΕ να ξαναγράψουν το βιβλίο των δημοσιονομικών κανόνων, έχουν επιστρέψει η δυσπιστία, ο θυμός και ο συγκαλυμμένος πανικός δημιουργώντας εντάσεις στις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της στην ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ».

Ο «Γκάρντιαν» εκτιμά ότι «ο εύθραυστος συνασπισμός της κυβέρνησης Σαμαρά περνά την πιο δύσκολη περίοδο από την ανάληψη της εξουσίας τον Ιούνιο του 2012, με μια πολύ μικρή πλειοψηφία (στη Βουλή) και με διαρκώς πιο εχθρική αντιπολίτευση κατά των μέτρων λιτότητας...». Σημειώνει το παράπονο ενός ανώνυμου κυβερνητικού αξιωματούχου: «Αυτό που η τρόικα δεν πιστεύει ή δεν καταλαβαίνει, είναι ότι η κυβέρνηση θα πέσει, αν πιεστεί υπερβολικά». Αλλος Ελληνας κυβερνητικός αξιωματούχος είναι προφανές ότι βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. «Μας πιέζουν να υιοθετήσουμε πολιτικές που είναι τρελές... Αν αναγκαστούμε να πάρουμε έστω και μισό μέτρο παραπάνω, θα γίνει επανάσταση στη χώρα! Είναι τυφλοί;» δηλώνει στον «Γκάρντιαν» με απόγνωση. Είναι εμφανές ότι βαδίζουμε προς... «επαναστατική ανάπτυξη»!

*Δημοσιεύθηκε στο "ΕΘΝΟΣ" την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Νέα... ήθη στην αγορά εργασίας

της Ρούλας Σαλούρου

Την ώρα που το υπουργείο Εργασίας θέτει υπερφιλόδοξους στόχους για την πάταξη της εισφοροδιαφυγής μέσω του ελέγχου της μαύρης ανασφάλιστης εργασίας, το αρμόδιο όργανο, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, καταρρέει και η αγορά εργασίας μετατρέπεται σε πραγματική ζούγκλα. Τουλάχιστον ένα στους τρεις εργαζόμενους είναι απλήρωτος για διάστημα άνω των τεσσάρων μηνών. Στο  30% εκτιμάται η «μαύρη» - ανασφάλιστη εργασία, ενώ οι  «τυχεροί» εργαζόμενοι, βλέπουν τους μισθούς τους τα τελευταία χρόνια να μειώνονται σωρευτικά κατά 27%-35%, ή κατά 41 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2009.

Την ίδια στιγμή οι απασχολούμενοι μετατρέπονται σε «απασχολήσιμους»,  οι ατομικές συμβάσεις είναι καθεστώς, όπως και οι μετατροπές συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής, ενώ η ανεργία παραμένει σε δραματικά υψηλά επίπεδα.

Τελευταίο και ενδεικτικότερο «κρούσμα» ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, είναι πέντε συμβάσεις που υπεγράφησαν σε κλάδους όπως η φύλαξη (σεκιούριτι) και η καθαριότητα, και προβλέπουν δικαίωμα στον εργοδότη να καθυστερεί  τις πληρωμές  έως και 90 μέρες.

Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «η καταβολή των αποδοχών του προσωπικού θα λαμβάνει χώρα εντός 90 ημερών από τη λήξη του μήνα εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία είτε με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό των εργαζομένων, είτε μετρητοίς, είτε συνδυαστικά και με τους δύο τρόπους». Ο λόγος που επικαλούνται οι επιχειρήσεις για να θέσουν σε εφαρμογή την καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών, είναι ότι το Δημόσιο δεν έχει καταβάλλει τα οφειλόμενα σε αυτές, από την παραχώρηση των εργαζομένων τους.

Κι ενώ η μισθωτή εργασία δέχεται ολομέτωπη επίθεση από την κρίση και τις συνέπειές της, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) οδηγείται σε σταδιακή υποβάθμιση έχοντας τεράστιες χρόνιες ελλείψεις σε προσωπικό στους ελεγκτικούς μηχανισμούς των Επιθεωρήσεων Εργασίας αλλά και σε υλικοτεχνική στήριξη και υποδομή, με αποτέλεσμα να μη γίνονται επαρκείς, ουσιαστικοί έλεγχοι στις βιομηχανίες και γενικότερα στους εργασιακούς χώρους.

Το νέο οργανόγραμμα του Υπουργείου Εργασίας προβλέπει την κατάργηση των Τμημάτων της Επιθεώρησης σε τουλάχιστον έξι νομούς της χώρας και την υποβάθμιση της Επιθεώρησης σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας. Η υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών οδηγεί σε πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, συνεχείς παραβάσεις της εργατικές νομοθεσίας και  τραγικές συνέπειες στις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ΣΕΠΕ παραμένει ακέφαλο εδώ και σχεδόν πέντε μήνες, με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από το κυβερνητικό σχήμα και την παραίτηση του Μιχάλη Κανδαράκη.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τις επόμενες ημέρες αναμένεται να οριστεί νέος Ειδικός Γραμματέας, ο πρώην πρόεδρος της νεολαίας ΠΑΣΟΚ, Κώστας Πανταζής, ο οποίος θα κληθεί να διαχειριστεί μια σειρά  από διοικητικά αλλά και πρακτικά προβλήματα, όπως η έλλειψη προσωπικού, η έλλειψη αυτοκινήτων για τους ελεγκτές, ή ακόμη και η έλλειψη χρημάτων για την βενζίνη των αυτοκινήτων, ώστε να μετακινούνται και να πραγματοποιούν τους ελέγχους.
Ο νέος Ειδικός Γραμματέας θα βρεθεί μπροστά στην εξής κατάσταση:

Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται με ατομικές συμβάσεις εργασίας. Άλλοι 500.000 εργαζόμενοι στον κλάδο του εμπορίου βρίσκονται μια ανάσα από το να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, μιας και η κλαδική τους σύμβαση έληξε στις 31 Οκτωβρίου και χρειάστηκε να δοθεί άτυπη, δίμηνη παράταση, για να παραμείνει εν ενεργεία.

Παράλληλα, εκτιμάται ότι ένας στους τρεις εργαζόμενους παραμένει απλήρωτος για πάνω από πέντε μήνες, βιώνοντας ένα ιδιότυπο και πρωτόγνωρο καθεστώς ομηρίας…

Προβληματισμό προκαλεί και η μετατροπή της πλήρους απασχόλησης σε υπο-απασχόληση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 43,03% των νέων προσλήψεων - που έγιναν τον Οκτώβριο- αφορά θέσεις πλήρους απασχόλησης. Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν -ποσοστό 44,47%- αφορούν μερική απασχόληση, ενώ το 12,05% είναι εκ περιτροπής εργασία.


Πηγή:www.capital.gr

Αυξημένο κατά 18 δισ. το δημόσιο χρέος – ΥΠΟΙΚ και τρόικα απέτυχαν στο βασικό τους στόχο

Το κυβερνητικό success story πασχίζει με νύχια και με δόντια να ξεφύγει από τον όρο «ανέκδοτο». Ειδικά μετά την κατά 18,4 δισεκατομμύρια ευρώ αύξηση του δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η μάχη φαντάζει μάταιη, καθώς «βγάζει άχρηστους» ΥΠ.ΟΙΚ και τρόικα, που από το 2010 και το πρώτο Μνημόνιο είχαν έναν και μοναδικό κύριο στόχο: τη μείωσή του.
Σε 321,9 δισ. ευρώ ανήλθε, λοιπόν, το χρέος, στο γ” τρίμηνο του 2013, σε σχέση με τα 303,5 δισ. που ήταν το γ” τρίμηνο του 2012. Ταυτόχρονα, οι λήξεις ομολόγων για την προσεχή πενταετία είναι εφιαλτικές. Αυτή τη στιγμή το χρέος αγγίζει το 176% του ΑΕΠ.
Διευκρινίζεται πως πρόκειται για το συνολικό δημόσιο χρέος, δηλαδή περιλαμβάνει και τα ομόλογα που κατέχουν τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλοι δημόσιοι φορείς που αποτελούν το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *