H κατάθεση από τη ΧΑ καταστατικού για τη δημιουργία «νέου» κόμματος αναζωπύρωσε τις συζητήσεις για τις απαγορεύσεις πολιτικών κομμάτων
«Δεν είναι οι τίτλοι που καθορίζουν τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος που καθορίζει τους τίτλους»
Νικολό Μακιαβέλι
Ούτε μία ούτε δύο αλλά πέντε φορές είχε αναγκαστεί να αλλάξει το όνομα του κόμματός του ο ισλαμιστής πολιτικός Νετζμεντίν Ερμπακάν, προκειμένου να παραμείνει στην ενεργό πολιτική δράση μετά τις συνεχείς απαγορεύσεις που του επέβαλε το στρατιωτικό και το δικαστικό κατεστημένο της Τουρκίας.
Χάρη σε αυτή την τακτική, πιστεύουν πολλοί, το κόμμα κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανό για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες και ύστερα από αρκετές περιπέτειες αλλά και διασπάσεις να καταλάβει την εξουσία.
Το Κόμμα της Εθνικής Τάξης (ΜΝΡ) έγινε Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας (MSP), για να μετονομαστεί αργότερα σε Κόμμα της Ευημερίας (RP) και στη συνέχεια σε Κόμμα της Αρετής (FP), για να καταλήξει σε Κόμμα της Ευτυχίας (SP).
Προφανώς οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα σε ένα μαζικό ισλαμικό κίνημα, με βαθιές ρίζες στην κοινωνία της Τουρκίας, και μια νεοναζιστική συμμορία, που απολάμβανε τη στήριξη διαδοχικών κυβερνήσεων, της αστυνομίας, δικαστών και των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι όχι μόνο άτοπη αλλά και δυνάμει επικίνδυνη και παραπέμπει στη φιλοφασιστική θεωρία των δύο άκρων.
Για την ακρίβεια η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να συγκριθεί πολύ καλύτερα με τους Γκρίζους Λύκους, οι οποίοι έδρασαν σαν παρακρατικός μηχανισμός με στενές διασυνδέσεις με την αστυνομία, τον στρατό, τη μαφία αλλά ακόμη και ξένες παραστρατιωτικές δυνάμεις όπως η τουρκική εκδοχή της ΝΑΤΟϊκής Gladio.
Παρ’ όλα αυτά μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία του κόμματος του Νετζμεντίν Ερμπακάν, από τη σκοπιά των συνεχών μετονομασιών και το διαρκές πέρασμα από τη νομιμότητα στην παρανομία μπορεί να προσφέρει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Η πρώτη απαγόρευση λειτουργίας του κόμματος του Ερμπακάν έρχεται λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα του 1971 και ενώ το Κόμμα της Εθνικής Τάξης δεν έχει κλείσει ούτε δύο χρόνια ζωής. Τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Ερμπακάν θα επανέλθει με το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας το οποίο θα κερδίσει το 11,8% των ψήφων και 48 έδρες στις εκλογές του 1973.
Ένα χρόνο αργότερα μάλιστα θα συγκυβερνήσει με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Μπουλέντ Ετσεβίτ – το κοσμικό κόμμα που ίδρυσε ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Το τουρκικό πολιτικό κατεστημένο αποδεικνύει για πρώτη φορά ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα συγκατοίκησης με το πολιτικό Ισλάμ εάν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
Ο στρατός θα απαγορεύσει τελικά τη λειτουργία και αυτού του κόμματος μετά το πραξικόπημα του 1980 όταν οι ΗΠΑ, τρομαγμένες από την ισλαμική επανάσταση του Ιράν, επιχειρούν προς στιγμήν να ελέγξουν το «τζίνι» του πολιτικού Ισλάμ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα βέβαια το 1980 είναι έτος-ορόσημο για την πορεία του Ερμπακάν καθώς οι Τούρκοι στρατηγοί βλέπουν στο πρόσωπο του πολιτικού Ισλάμ το ανάχωμα που μπορεί να ανακόψει την άνοδο της Αριστεράς και του κουρδικού εθνικισμού.
Στον βαθμό που οι ισλαμιστές δεν αμφισβητούν το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, και ιδιαίτερα τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του, μπορούν να επανέλθουν στον πολιτικό στίβο το 1983 –σε αντίθεση με αρκετά κόμματα, οργανώσεις και συνδικάτα της Αριστεράς που αφανίζονται πολιτικά ύστερα από συνεχείς απαγορεύσεις και φυλακίσεις των μελών τους.
Ύστερα από μια δεκαετία συνεχούς εκλογικής ανόδου ο Ερμπακάν θα κερδίσει τελικά τις εκλογές του 1996 και θα ορκιστεί πρωθυπουργός. Θα τα καταφέρει πατώντας στις πλάτες των λεγόμενων «τίγρεων της Ανατολίας», της ανερχόμενης οικονομικής δύναμης της ανατολικής Τουρκίας η οποία απαρτίζεται από μικρούς και μεγαλύτερους βιοτέχνες που αμφισβητούν έμπρακτα τις παραδοσιακές πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Αγκυρας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.
Η τιμωρία γι’ αυτή τους την απείθεια θα έρθει το 1997 με το λεγόμενο μεταμοντέρνο πραξικόπημα, που αναγκάζει τον Ερμπακάν να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία και ωθεί για άλλη μια φορά το κόμμα του στην παρανομία. Απτόητοι οι ισλαμιστές επιστρέφουν με το Κόμμα της Ευημερίας, ένα χρόνο αργότερα, για να περάσουν και πάλι στην παρανομία το 2001 με εντολή του ανώτατου δικαστηρίου.
Αυτό που δεν μπορούσε όμως να ανεχθεί το στρατιωτικό κατεστημένο ήταν έτοιμο πλέον να το συζητήσει το οικονομικό κατεστημένο. Οταν η οικονομική ελίτ της Τουρκίας αισθάνθηκε έτοιμη να δώσει το πράσινο φως σε ένα «πιο σοβαρό» ισλαμικό κόμμα, το οποίο θα σεβόταν τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα και θα έστρεφε τις δραστηριότητες της ισλαμικής αστικής τάξης προς την Ευρώπη, θα κάνουν την εμφάνισή τους οι «ισλαμοδημοκράτες» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Οι οπαδοί του Ερμπακάν απομονώνονται αλλά παραμένουν ενεργοί με το Κόμμα της Ευτυχίας, το οποίο αποτελεί μια σκιά του παρελθόντος.
Το πέρασμα λοιπόν από την παρανομία στη νομιμότητα και οι μετονομασίες του πολιτικού κινήματος του Νετζμεντίν Ερμπακάν ήταν η νομική αποτύπωση (και όχι η αιτία) βαθύτερων συγκρούσεων σε πολιτικό, κοινωνικό και κυρίως οικονομικό επίπεδο.
Το τουρκικό κατεστημένο δεν είχε κανένα πρόβλημα να ενισχύει με το ένα χέρι το κόμμα των ισλαμιστών, όποτε το έκρινε απαραίτητο, ενώ με το άλλο το έθετε εκτός νόμου.
«Δεν είναι οι τίτλοι που καθορίζουν τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος που καθορίζει τους τίτλους»
Νικολό Μακιαβέλι
Ούτε μία ούτε δύο αλλά πέντε φορές είχε αναγκαστεί να αλλάξει το όνομα του κόμματός του ο ισλαμιστής πολιτικός Νετζμεντίν Ερμπακάν, προκειμένου να παραμείνει στην ενεργό πολιτική δράση μετά τις συνεχείς απαγορεύσεις που του επέβαλε το στρατιωτικό και το δικαστικό κατεστημένο της Τουρκίας.
Χάρη σε αυτή την τακτική, πιστεύουν πολλοί, το κόμμα κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανό για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες και ύστερα από αρκετές περιπέτειες αλλά και διασπάσεις να καταλάβει την εξουσία.
Το Κόμμα της Εθνικής Τάξης (ΜΝΡ) έγινε Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας (MSP), για να μετονομαστεί αργότερα σε Κόμμα της Ευημερίας (RP) και στη συνέχεια σε Κόμμα της Αρετής (FP), για να καταλήξει σε Κόμμα της Ευτυχίας (SP).
Προφανώς οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα σε ένα μαζικό ισλαμικό κίνημα, με βαθιές ρίζες στην κοινωνία της Τουρκίας, και μια νεοναζιστική συμμορία, που απολάμβανε τη στήριξη διαδοχικών κυβερνήσεων, της αστυνομίας, δικαστών και των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι όχι μόνο άτοπη αλλά και δυνάμει επικίνδυνη και παραπέμπει στη φιλοφασιστική θεωρία των δύο άκρων.
Για την ακρίβεια η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να συγκριθεί πολύ καλύτερα με τους Γκρίζους Λύκους, οι οποίοι έδρασαν σαν παρακρατικός μηχανισμός με στενές διασυνδέσεις με την αστυνομία, τον στρατό, τη μαφία αλλά ακόμη και ξένες παραστρατιωτικές δυνάμεις όπως η τουρκική εκδοχή της ΝΑΤΟϊκής Gladio.
Παρ’ όλα αυτά μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία του κόμματος του Νετζμεντίν Ερμπακάν, από τη σκοπιά των συνεχών μετονομασιών και το διαρκές πέρασμα από τη νομιμότητα στην παρανομία μπορεί να προσφέρει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Η πρώτη απαγόρευση λειτουργίας του κόμματος του Ερμπακάν έρχεται λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα του 1971 και ενώ το Κόμμα της Εθνικής Τάξης δεν έχει κλείσει ούτε δύο χρόνια ζωής. Τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Ερμπακάν θα επανέλθει με το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας το οποίο θα κερδίσει το 11,8% των ψήφων και 48 έδρες στις εκλογές του 1973.
Ένα χρόνο αργότερα μάλιστα θα συγκυβερνήσει με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Μπουλέντ Ετσεβίτ – το κοσμικό κόμμα που ίδρυσε ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Το τουρκικό πολιτικό κατεστημένο αποδεικνύει για πρώτη φορά ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα συγκατοίκησης με το πολιτικό Ισλάμ εάν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
Ο στρατός θα απαγορεύσει τελικά τη λειτουργία και αυτού του κόμματος μετά το πραξικόπημα του 1980 όταν οι ΗΠΑ, τρομαγμένες από την ισλαμική επανάσταση του Ιράν, επιχειρούν προς στιγμήν να ελέγξουν το «τζίνι» του πολιτικού Ισλάμ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα βέβαια το 1980 είναι έτος-ορόσημο για την πορεία του Ερμπακάν καθώς οι Τούρκοι στρατηγοί βλέπουν στο πρόσωπο του πολιτικού Ισλάμ το ανάχωμα που μπορεί να ανακόψει την άνοδο της Αριστεράς και του κουρδικού εθνικισμού.
Στον βαθμό που οι ισλαμιστές δεν αμφισβητούν το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, και ιδιαίτερα τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του, μπορούν να επανέλθουν στον πολιτικό στίβο το 1983 –σε αντίθεση με αρκετά κόμματα, οργανώσεις και συνδικάτα της Αριστεράς που αφανίζονται πολιτικά ύστερα από συνεχείς απαγορεύσεις και φυλακίσεις των μελών τους.
Ύστερα από μια δεκαετία συνεχούς εκλογικής ανόδου ο Ερμπακάν θα κερδίσει τελικά τις εκλογές του 1996 και θα ορκιστεί πρωθυπουργός. Θα τα καταφέρει πατώντας στις πλάτες των λεγόμενων «τίγρεων της Ανατολίας», της ανερχόμενης οικονομικής δύναμης της ανατολικής Τουρκίας η οποία απαρτίζεται από μικρούς και μεγαλύτερους βιοτέχνες που αμφισβητούν έμπρακτα τις παραδοσιακές πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Αγκυρας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.
Η τιμωρία γι’ αυτή τους την απείθεια θα έρθει το 1997 με το λεγόμενο μεταμοντέρνο πραξικόπημα, που αναγκάζει τον Ερμπακάν να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία και ωθεί για άλλη μια φορά το κόμμα του στην παρανομία. Απτόητοι οι ισλαμιστές επιστρέφουν με το Κόμμα της Ευημερίας, ένα χρόνο αργότερα, για να περάσουν και πάλι στην παρανομία το 2001 με εντολή του ανώτατου δικαστηρίου.
Αυτό που δεν μπορούσε όμως να ανεχθεί το στρατιωτικό κατεστημένο ήταν έτοιμο πλέον να το συζητήσει το οικονομικό κατεστημένο. Οταν η οικονομική ελίτ της Τουρκίας αισθάνθηκε έτοιμη να δώσει το πράσινο φως σε ένα «πιο σοβαρό» ισλαμικό κόμμα, το οποίο θα σεβόταν τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα και θα έστρεφε τις δραστηριότητες της ισλαμικής αστικής τάξης προς την Ευρώπη, θα κάνουν την εμφάνισή τους οι «ισλαμοδημοκράτες» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Οι οπαδοί του Ερμπακάν απομονώνονται αλλά παραμένουν ενεργοί με το Κόμμα της Ευτυχίας, το οποίο αποτελεί μια σκιά του παρελθόντος.
Το πέρασμα λοιπόν από την παρανομία στη νομιμότητα και οι μετονομασίες του πολιτικού κινήματος του Νετζμεντίν Ερμπακάν ήταν η νομική αποτύπωση (και όχι η αιτία) βαθύτερων συγκρούσεων σε πολιτικό, κοινωνικό και κυρίως οικονομικό επίπεδο.
Το τουρκικό κατεστημένο δεν είχε κανένα πρόβλημα να ενισχύει με το ένα χέρι το κόμμα των ισλαμιστών, όποτε το έκρινε απαραίτητο, ενώ με το άλλο το έθετε εκτός νόμου.