γράφει ο Αλέξανδρος Raskolnick
Δεδομένο είναι ότι το ευρωπαϊκό διευθυντήριο που ηγεμονεύεται από τη Γερμανία, κινείται στη λογική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ενός κανόνα που κατά τεκμήριο παράγει νεοφιλελεύθερες πρακτικές, ιδιαίτερα όταν αυτές οι πολιτικές εφαρμόζονται σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η φοροδοτική βάση είναι μισερή και το κράτος αναποτελεσματικό και σπάταλο.
Ένα άλλο δεδομένο είναι το οικονομικό-κοινωνικό μας γίγνεσθαι, το οποίο ορίζεται μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η διαπλοκή των εξουσιών έχει γεννήσει την πολυνομία και την γραφειοκρατική παράλυση. Ένα περιβάλλον όπου η διαφθορά καλύπτεται με κωλυσιεργίες και νομοτεχνικά προσκόμματα, παρόλο που σήμερα βρίσκονται υπό διερεύνηση μερικές πολύκροτες υποθέσεις, υποπολλαπλάσιας, ασφαλώς, αξίας απ’ ό,τι δικαιολογεί ο βόρβορος της διακυβέρνησης εκείνων που στείλαμε στον αγύριστο τον περασμένο Γενάρη.
Τούτων δοθέντων, ήταν συγκλονιστική και η προφανής απροθυμία της Τρόικας Εξωτερικού να υποχρεώσει την κυβέρνηση των απελθόντων ολετήρων να επικεντρωθεί στην οργάνωση των ελεγκτικών υπηρεσιών του κράτους και στον έλεγχο του αδικαιολόγητου πλουτισμού μιας καθόλου μικρής μερίδας πραιτοριανών, που προφανώς θα αποκάλυπτε η διασταύρωση φορολογικών δηλώσεων με τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και των ηλεκτρονικά επεξεργασμένων τίτλων των διάσπαρτων και ακόμα χειρόγραφων υποθηκοφυλακείων της χώρας.
Έχει γίνει πλέον αντιληπτό στον καθέναν, ότι οι Τροϊκανοί σύνδικοι της ελληνικής πτώχευσης δεν επιθυμούσαν να βλάψουν τους κλητήρες τους. Άλλωστε, με τις δηλώσεις τους, δεν έκρυψαν ποτέ την προτίμησή τους στους απελθόντες υποτακτικούς τους και καθόλου δεν αρνούνται ότι τους νοσταλγούν!
Αλλά το τι κάνουν αυτοί είναι δικό τους θέμα και το κύριο ζήτημα είναι τι κάνομε εμείς που από τη νεόκοπη κυβέρνηση περιμέναμε να προχωρήσει σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις, αντί για να διαπραγματεύεται τόσους μήνες τις ανόητες πολιτικές του παρελθόντος: αν υπήρχε μια κοινή κόκκινη γραμμή στα μυαλά όλων όσων από εμάς, στις 25 του περασμένου Γενάρη, ψηφίσαμε τα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης, αυτή ήταν η υπεσχημένη πρόθεση να αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη.
Για αρχή και σε αναμονή του περίφημου περιουσιολογίου, περιμέναμε τη διασταύρωση του «έσχες» όλων όσων βρίσκονται καταγεγραμμένοι στις διάφορες λίστες, γεγονός που θα αποκάλυπτε το αδικαιολόγητο «πόθεν» τους και που θα έκανε τους εκπρόσωπους της Τρόικας Εξωτερικού και Εσωτερικού να κοκκινίσουν από ντροπή, που τόσα χρόνια αποφάσιζαν και διέτασσαν να κλείνουν νοσοκομεία, να διαλύεται η δημόσια εκπαίδευση και να πεθαίνουν άνθρωποι, προκειμένου να εξοικονομούνται πόροι!
Όμως, αφού απαλλαχτήκαμε από τους ολετήρες, αντί για το αυτονόητο, μέχρι σήμερα έχουμε δει μόνον αδράνεια, πισωγυρίσματα και μια εξοντωτική φορολογική πολιτική στα ίχνη και τη λογική των απελθόντων αθλίων. Υπάρχει ένας προϋπολογισμός που πρέπει να εκτελεστεί, μας λένε -κι αυτό έως ένα σημείο είναι κατανοητό, ειδικά αν συνυπολογιστεί η πιστωτική ασφυξία και το εχθρικό κλίμα εκ μέρους των (συν)εταίρων μας. Αλλά αυτές δεν είναι σοβαρές δικαιολογίες διότι το περίγραμμα και το κλίμα της διαπραγμάτευσης θα έπρεπε να είναι από λίγο έως πολύ, αναμενόμενα.
Με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια, παρατηρούμε ότι την ίδια ώρα που φορολογείται άγρια ο αγρότης που επιμένει να παλεύει στο χωράφι του για ταΐσει εμάς και να θρέψει συγχρόνως και την οικογένεια του ή τη ίδια στιγμή που συζητιέται το επίδομα αλληλεγγύης για τους χαμηλοσυνταξιούχους κι όταν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης έχει πάει στις ελληνικές καλένδες, η κυβέρνηση νομοθετεί με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για να απαλλάσσονται από καταλογισμούς, σεσημασμένοι και ευκατάστατοι φοροφυγάδες!
Εξίσου απαράδεκτος είναι κι ο άλλος ανέντιμος συμβιβασμός που βρίσκεται σε εξέλιξη και αν νομοθετηθεί θα δίνει συγχωροχάρτια στους σεσημασμένους φοροφυγάδες -αλλά αυτά τα έχομε ξαναπεί.
Αντί για να βάλουμε αυτά τα ζητήματα επί τάπητος, εμείς προτιμούμε να συντάσσουμε κείμενα διαμαρτυρίας κατά υπουργών που υπερασπίζονται το δικαίωμα στο κατούρημα –διότι με τέτοια φαιδρά ζητήματα ασχολείται η κυβέρνηση, η Βουλή και η κοινή γνώμη αυτές τις ώρες.
Κοντολογίς, προσπαθούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας από τους ίδιους μας τους εαυτούς και προτιμάμε να συζητούμε με παράλληλους μονολόγους, άλλοτε λεονταρίζοντας κι άλλοτε νιαουρίζοντας και -βρίζοντάς την και ικετεύοντάς την μαζί, την Φράου Καγκελάριο- να αερολογούμε για τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα χρεωθούμε περισσότερα δανεικά.
Αλλά πώς θα τα πάρομε αυτά τα δανεικά, χωρίς ισοδύναμα μέτρα? Και βέβαια τα περίφημα ισοδύναμα, δεν μπορούν να προέλθουν ούτε από το χαράτσι στο σπίτι του φτωχού ούτε από τον φόρο στα φάρμακα του αρρώστου. Τα μόνα ισοδύναμα που μπορούν να γίνουν αποδεκτά από την καθημαγμένη κοινωνία μας και την οικονομία μας, δεν μπορούν παρά να προέρχονται από τους πόρους που κλεμμένοι ξεκαλοκαιριάζουν σε χρηματοκιβώτια της Ελβετίας ή κάνουν ηλιοθεραπεία στα νησιά Κέιμαν, όταν δεν έχουν γίνει πολυτελή ξενοδοχεία και τσιμεντώματα παρά θίν' αλός...
Το κολάζ είναι από την OKTANA