γράφουν Άντα Ψαρρά - Τάσος Κωστόπουλος - Δημήτρης Ψαρράς
Παραζαλισμένοι ακόμα από τον αιφνιδιασμό του δημοψηφίσματος, το βράδυ της περασμένης Κυριακής οι μπαρουτοκαπνισμένοι αναλυτές ραδιοφώνων και καναλιών πάσχιζαν να εξηγήσουν το ανεξήγητο. Οι πιο τολμηροί -ανάμεσά τους ακόμα και ο διευθυντής του «Βήμα FM»- δεν άργησαν να εντοπίσουν το λάθος της καμπάνιας τού«ναι» που οδήγησε στη συντριβή.
Ηταν, λέει, η άστοχη έμπνευση ορισμένων οργανωτών της καμπάνιας, που φρόντισαν να ανασύρουν από την πολιτική ναφθαλίνη παλιούς πολιτικούς, ακόμα και τους γνωστούς απαξιωμένους πρωθυπουργούς, από τον Μητσοτάκη μέχρι τον Σημίτη, με αποτέλεσμα να γίνει ορατό σε όλους τους ψηφοφόρους ότι πίσω από τις μεγαλοστομίες και την τρομοκρατία κρυβόταν η επιδίωξη της επανόδου στο προσκήνιο εκείνων που είχαν τόσα χρόνια κυβερνήσει, των ίδιων που ευθύνονται για το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει η χώρα μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Και έτσι πήγε στράφι -σύμφωνα με τους ίδιους- η τόσο μελετημένη προσπάθειά τους να εμφανίσουν την καμπάνια τού «ναι» σαν ένα αυθόρμητο ξέσπασμα της κοινωνίας των πολιτών, μια πρωτοβουλία αυτόνομη από το πολιτικό σύστημα που έχει καταρρεύσει. Ασφαλώς δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα η εκτίμηση αυτή.
Είναι γεγονός ότι η παρουσία πολιτικών προσωπικοτήτων από το παρελθόν και η αποθεωτική υποδοχή τους στις συγκεντρώσεις τού «ναι» έφεραν στην επιφάνεια τους κρυφούς μηχανισμούς κινητοποίησης που έπρεπε, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, να παραμείνουν στο σκοτάδι. Και ανέδειξαν σε φιέστα της Νέας Δημοκρατίας αυτό που υποτίθεται ήταν παλλαϊκό και υπερκομματικό. Από την άλλη πλευρά -πράγμα παράδοξο- οι συγκεντρώσεις του «όχι» αποδείχτηκαν πραγματικά υπερκομματικές, παρά το γεγονός ότι την Παρασκευή ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός κεντρικός ομιλητής.
Μόνο που αυτή είναι η μισή αλήθεια. Πίσω από αυτήν τη βεβαιότητα εκείνων που υποδείκνυαν τους παλιούς και φθαρμένους πολιτικούς ως μοναδικούς υπεύθυνους για το φιάσκο του «ναι», οι αναλυτές έκρυβαν τον πραγματικό χαμένο της Κυριακής, εκείνον που έγειρε την πλάστιγγα με τόσο πάταγο υπέρ τού «όχι».
Αναφερόμαστε φυσικά στους ίδιους τους αναλυτές και στα μέσα ενημέρωσης που έδωσαν την προηγούμενη εβδομάδα έναν άνευ προηγουμένου αγώνα προκειμένου να επικρατήσει το «ναι». Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια καινούργιο. Το έχουμε ζήσει με ποικίλες μορφές από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τη δημιουργία της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μόνο που για πρώτη φορά ήταν τόσο εντυπωσιακή η σύμπνοια των αναλυτών και, κυρίως, τόσο απροσχημάτιστη η μονομέρεια των ρεπορτάζ. Το καινούργιο, λοιπόν, είναι ότι κάτω από αυτές τις τόσο καταιγιστικές συνθήκες (παρα)πληροφόρησης οι ψηφοφόροι επέλεξαν να στρέψουν την πλάτη τους στα μηνύματα καταστροφής και έδρασαν ως αυτεξούσιοι πολίτες.
Αυτό δεν το πίστευε κανείς. Πρώτοι πρώτοι οι δημοσκόποι, που προσέθεσαν άλλον ένα κρίκο στην αλυσίδα των διαδοχικών τους αποτυχιών, μόνο που για πρώτη φορά αυτή η αποτυχία ήταν τόσο παταγώδης.
Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική. Γιατί η σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία ήταν μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό «τηλεοπτική». Μπορεί σε μερίδες της ελληνικής κοινωνίας να είχε απαξιωθεί το μιντιακό σύστημα παράλληλα με την κατάρρευση του πολιτικού δικομματικού συστήματος, αλλά μέχρι την προηγούμενη Κυριακή διατηρούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα του «κυρίαρχου» και εμφανιζόταν να ξεφεύγει από το κάδρο της απαξίωσης που περιβάλλει το σύνολο του «παλιού» πολιτικού κόσμου.
Ποιος είναι ο λόγος που συνέβησαν όλα αυτά;
α) Ο πρώτος λόγος -και ο πιο δύσκολα κατανοητός από τους τηλεοπτικούς πρωταγωνιστές- είναι ότι για τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων η καταστροφή είναι ήδη εδώ, δεν επίκειται. Αυτοί που έφριτταν με τον περιορισμό των 60 ευρώ στις αναλήψεις από τα ΑΤΜ, δεν συνειδητοποιούσαν ότι το ποσό αυτό (1.800 καθαρά τον μήνα) είναι πολύ παραπάνω από όσα αποτελούν το μηνιαίο εισόδημα της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών. Οταν πριν από αρκετές βδομάδες ο καθηγητής Γιάννης Μηλιός είχε προτείνει την επιβολή ελέγχου κεφαλαίων ύψους 300 ευρώ ημερησίως, ήταν και πάλι τα ίδια μέσα ενημέρωσης που ξεσηκώθηκαν με την «ανίερη» πρόταση, η οποία βέβαια αν είχε υιοθετηθεί θα είχε αποφευχθεί η αφαίμαξη των τραπεζικών καταθέσεων και θα είχε προληφθεί η ασφυξία του τραπεζικού συστήματος και η εκροή καταθέσεων στο εξωτερικό.
β) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή τη φορά δεν τηρήθηκε κανένα πρόσχημα. Τα κανάλια μετατράπηκαν σε κανονικά και συστηματικά οχήματα προπαγάνδας, παραβιάζοντας κάθε έννοια νομιμότητας και δεοντολογίας. Ακόμα και το πρωτοσέλιδο των «New York Times», που εκδίδει η «Καθημερινή», αναφερόταν το περασμένο Σαββατοκύριακο στη σκανδαλώδη καμπάνια παραπληροφόρησης από τα «κανάλια των Ελλήνων ολιγαρχών». Το φαινόμενο ήταν τόσο γενικευμένο και εξόφθαλμο ώστε κάθε πολίτης μπορούσε να διαγνώσει τη «στράτευση» των πρωταγωνιστών της τηλεδημοκρατίας στην καμπάνια τού «ναι».
γ) Ο τρίτος λόγος ήταν ότι οι υποστηρικτές τού «ναι» εμφανίστηκαν να ταυτίζονται με τις επιταγές των πιο σκληρών εκπροσώπων των «θεσμών», υιοθετώντας τη λογική τής «πάση θυσία» υπογραφής μιας συμφωνίας, εισπράττοντας έτσι τη λαϊκή κατακραυγή και καταρρακώνοντας κάθε στοιχείο αξιοπιστίας που τους είχε απομείνει.
δ) Ο τέταρτος λόγος είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης επιδόθηκαν σε μια τερατώδη περιγραφή των δυσκολιών της «επόμενης μέρας», με συνεχείς αναφορές στις ουρές, με επιλογή κατάλληλων συνομιλητών και αποκλεισμό όσων διανοούνταν να πουν κάτι διαφορετικό. Το λάθος τους αυτή τη φορά ήταν ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών είχε προσωπική εμπειρία από τις ουρές αυτές και αντιμετώπισε την ταλαιπωρία με εξαιρετική ψυχραιμία. Και έτσι η ουρά με εκατοντάδες πολίτες που εξακολουθούσε να μεταδίδεται το Σάββατο, ερχόταν σε σύγκρουση με τη βιωμένη γνώση του πολίτη και απογύμνωνε την προπαγάνδα των καναλιών.
ε) Ο πέμπτος λόγος είναι ότι η κινδυνολογία τους δεν περιορίστηκε σε προβλέψεις μελλοντικών καταστροφών, αλλά περιέλαβε και προβλέψεις για τις επόμενες ώρες. Το ρίσκο δεν τους βγήκε, και η αξιοπιστία τους λαβώθηκε θανάσιμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η συνεχής αναφορά σε επικείμενες συγκρούσεις και ταραχές, ειδικά εν όψει των δύο αντίπαλων συγκεντρώσεων της Παρασκευής. Ως γνωστόν, δεν υπήρξε ούτε καν φραστικό επεισόδιο μεταξύ των δύο ομάδων διαδηλωτών, σημάδι ότι η πολιτική ωριμότητα των συγκεντρωμένων υπερέβαινε κατά πολύ την πολιτική σκέψη των αναλυτών. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η επί τρεις μέρες επαναλαμβανόμενη πρόβλεψη ότι «δεν πρόκειται να φτάσουμε σε δημοψήφισμα» επειδή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανίκανη να θέσει σε λειτουργία την κρατική μηχανή μέσα σε τόσο περιοριστικά χρονικά πλαίσια. Η απρόσκοπτη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος λειτούργησε για όλους τους ψηφοφόρους ως ακόμα μια απτή απόδειξη για τα ψέματα της προπαγάνδας τού «ναι».
στ) Ο έκτος λόγος είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης παγιδεύτηκαν στην ίδια την αλαζονεία τους. Βασιζόμενα σε κάποια πρώτα δημοσκοπικά ευρήματα στις αρχές της εβδομάδας, ερμήνευσαν το σοκ των πολιτών από το κλείσιμο των τραπεζών ως ένδειξη λαϊκού ρεύματος υπέρ του «ναι» και πορεύτηκαν από εκείνη τη στιγμή λες και είχε ήδη απορριφθεί η κυβερνητική πρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτεθούν ανεπανόρθωτα, αφού δεν φρόντισαν να τηρήσουν τούτη τη φορά ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα.
ζ) Ο τελευταίος λόγος είναι και ο σημαντικότερος. Πίσω από τη φιλολογία περί «αιφνιδιασμού» ή περί «επικίνδυνου» δημοψηφίσματος, ήταν πολύ δύσκολο για τους αναλυτές των μέσων ενημέρωσης να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους. Ενθαρρημένοι από την ανάλογη σκληρή στάση των εκπροσώπων των δανειστών, θεώρησαν ότι η συγκυρία ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για να ανατραπεί η κυβέρνηση στην Ελλάδα. Απογοητευμένοι από το γεγονός ότι οι (δικές τους) δημοσκοπήσεις εξακολουθούσαν να πιστοποιούν τη λαϊκή απήχηση των κυβερνητικών χειρισμών και τη δημοφιλία του πρωθυπουργού, πίστεψαν ότι μπορεί να επαναληφθεί η ιστορία των Κανών, με το δημοψήφισμα-οπερέτα του Γιώργου Παπανδρέου, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησής του και στην εξωθεσμική συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου. Αλλά ήταν τόσο ορατή αυτή η πρόθεσή τους να ανατρέψουν την κυβέρνηση, ώστε απέβη μπούμερανγκ και οδήγησε στη δική τους απαξίωση.
Η παραίτηση Σαμαρά το βράδυ της Κυριακής επιβεβαίωσε αυτό που πάσχιζε να αποκρύψει η καμπάνια τού «ναι», ότι δηλαδή η αντιπαράθεση προς την κυβέρνηση είχε καθαρά κομματικά χαρακτηριστικά και μοναδικό στόχο την εκβιαστική είσοδο σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα. Η παρουσία των ηγετών των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης (Ν.Δ., Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) στις Βρυξέλλες τις κρίσιμες ώρες που παρουσίαζε ο Αλέξης Τσίπρας τις τελευταίες προτάσεις του (το περίφημο κείμενο των 47 σελίδων) δεν έγινε για να ενισχυθεί η ελληνική θέση, αλλά για να υποδειχτεί ότι υπάρχουν ήδη στον προθάλαμο της Κομισιόν οι «πρωθυπουργίσιμοι».
Και εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε από τα μέσα ενημέρωσης μια λυσσαλέα προσπάθεια να αποδειχτεί ότι τα μέτρα που πρότεινε η κυβέρνηση θα οδηγήσουν σε Αρμαγεδδώνα, προκαλώντας τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αποκηρύξουν τη συμφωνία και προεξοφλώντας ότι «δεν περνάει» από τη Βουλή. Οι ίδιοι που προπαγάνδιζαν την «πάση θυσία» συμφωνία, φρόντισαν να υπονομεύσουν το κυβερνητικό σχέδιο, εφόσον το πραγματικό τους μέλημα δεν ήταν το τι θα περιλαμβάνει η συμφωνία, αλλά ποιος πρωθυπουργός θα την υπογράψει.
Για τον τρόπο που λειτούργησε ο μηχανισμός αρκούν δύο απλά παραδείγματα:
1. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος.
Εκεί που επικέντρωσε τις προσπάθειές της η καμπάνια των μέσων ενημέρωσης υπέρ τού «ναι» ήταν στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος που έθεσε η κυβέρνηση. Ακολουθώντας τις δηλώσεις των ευρωκρατών και των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, επιχειρήθηκε να υποκατασταθεί το πραγματικό ερώτημα με το παραπειστικό «Ναι ή όχι στο ευρώ». Γνωρίζοντας από πολλές παλιότερες δημοσκοπήσεις το δεδομένο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν συμμερίζεται την προοπτική εξόδου από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, δοκίμασαν να εκμεταλλευτούν τη φοβία των πολιτών μπροστά σε ένα «αχαρτογράφητο» νομισματικό μέλλον. Μόνο που δεν έπιασε το κόλπο.
Η επιχείρηση οδηγήθηκε σε τραγέλαφο, όπως φάνηκε στη δημοσκόπηση της εταιρείας GPO, που παρουσίασε το Mega στο κεντρικό δελτίο του την Παρασκευή.
Ενώ ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εμφανιζόταν να προηγείται ελαφρά το «ναι», στο ερώτημα «Πιστεύετε ότι το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι “ναι ή όχι στο ευρώ;”» υπερείχε καθαρά το «όχι» (49,7%) του «ναι» (44,4%). Οι αριθμοί αυτοί έδειχναν καθαρά ότι επίκειται επικράτηση του «όχι», και μάλιστα με διαφορά, αν λάβει κανείς υπόψη ότι υπάρχει και ένα αξιοσημείωτο ποσοστό πολιτών που προσβλέπει σ' αυτήν την εξέλιξη (δηλαδή την έξοδο από το ευρώ). Αλλά εδώ σημασία έχει το πώς αντέδρασαν σ' αυτό το εύρημα οι πολύπειροι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
«Τι πιστεύει δηλαδή αυτό το 49,7%;» αναρωτήθηκε ο Γιάννης Πρετεντέρης. Ο πρόεδρος της GPO Τάκης Θεοδωρικάκος φάνηκε κι αυτός απροετοίμαστος: «Αυτοί μπορεί να πιστεύουν κάτι διαφορετικό». Λες και δεν είχε ξεκαθαρίσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός με ομιλίες, συνεντεύξεις και διαγγέλματα ότι το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν έχει σχέση με την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Ο Γ. Πρετεντέρης συνέχισε: «Ξέρουμε τι πιστεύουνε;» ο Τ. Θεοδωρικάκος συμμερίστηκε χωρίς δυσκολία την υποβολιμαία απορία: «Δεν έχουμε διερευνήσει τι εκείνοι πιστεύουν». Τον διέκοψε ο Γ. Πρετεντέρης: «Είναι και πολλοί. Ενας στους δύο. Λένε δεν είναι “ναι ή όχι στο ευρώ”. Πολύ ωραία. Τι ακριβώς τότε ψηφίζουμε την Κυριακή;».
Το ερώτημα βέβαια δεν μπορούσε να απαντηθεί, γιατί θα ξεσκεπαζόταν το παιχνιδάκι των λέξεων. «Θέλετε, κ. Πρετεντέρη, να σας απαντήσω τι θα ψηφίσουμε την Κυριακή;» ήταν το ελαφρώς ειρωνικό σχόλιο του δημοσκόπου. Αλλά ο Γ. Πρετεντέρης δεν δυσκολεύτηκε: «Ειλικρινά, αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να είχαμε βάλει ένα-δυο ερωτήματα παραπάνω για να καταλάβουμε τι ψηφίζουν αυτοί». Από κοντά και η Ολγα Τρέμη: «Και πού ξέραμε ότι θα βρούμε τέτοιες απαντήσεις». «Σωστό κι αυτό», συναινεί ο Πρετεντέρης. Και αργότερα συνεχίζει: «Αυτό το ότι το ερώτημα δεν είναι “ναι ή όχι στο ευρώ” χρήζει μιας περαιτέρω διερεύνησης. Επομένως τι είναι; Δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι». Η Ολγα Τρέμη θα συμπληρώσει: «Εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της δημοσκόπησης και δεν θεωρώ ότι είναι δημοσκοπικού χαρακτήρα ζήτημα. Πιστεύω ότι είναι πολιτικού χαρακτήρα ζήτημα».
2. «Λεφτά δεν υπάρχουν»
Λες και δεν ήταν σε όλους ορατή η δυσπραγία της ελληνικής οικονομίας και η οριακή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, επιχειρήθηκε την τελευταία στιγμή να εμφανιστούν τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Στους «τίτλους» των δελτίων ήταν η πρώτη αναφορά: «Δήλωση-βόμβα από τη Λούκα Κατσέλη. Τα λεφτά φτάνουν μέχρι τη Δευτέρα». Δυο λεπτά αργότερα η Ολγα Τρέμη θα επαναλάβει: «Τα χρήματα επαρκούν μέχρι τη Δευτέρα, όπως είπε η πρόεδρος της Ενωσης Τραπεζών».
Πρώτο θέμα του δελτίου ήταν η «δήλωση-βόμβα της Λούκας Κατσέλη όσον αφορά τις τράπεζες». Και η αρμόδια ρεπόρτερ ανέφερε ότι «η Λούκα Κατσέλη δήλωσε ότι υπάρχουν χρήματα στις τράπεζες έως τη Δευτέρα. Είναι μια δήλωση που δημιουργεί αίσθηση. Μάλιστα στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κυρίου Δραγασάκη, ο οποίος δήλωσε ότι τα ΑΤΜ θα είναι φορτωμένα για το Σαββατοκύριακο». Η συνέχεια του ρεπορτάζ ανέφερε βέβαια ότι από τη στιγμή που επιβλήθηκε ο έλεγχος κεφαλαίων η εκροή χρημάτων ήταν πολύ μικρότερη από την αναμενόμενη. Για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση, η Ολγα Τρέμη σπεύδει να ξεκαθαρίσει: «Πάντως, αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν εξαρτήσει τις αποφάσεις τους από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με ό,τι αυτό σημαίνει».
Είκοσι λεπτά αργότερα, η «είδηση» επαναλαμβάνεται. Πάλι εμφανίζεται η «δήλωση-βόμβα» της κυρίας Κατσέλη, πάλι το πλάνο με τις ουρές στα ΑΤΜ συνοδεύεται με τον τίτλο «Τράπεζες: τα χρήματα φτάνουν μέχρι τη Δευτέρα». Αυτή τη φορά μεταδίδεται η δήλωση της προέδρου της Ενωσης Τραπεζών, που βέβαια έλεγε κάτι διαφορετικό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει πρόβλημα μέχρι τη Δευτέρα οπότε έληγε η τραπεζική αργία, σύμφωνα με την πρώτη απόφαση.
Και μάλιστα ήταν σαφής ότι «δεν υπάρχει θέμα μείωσης του ορίου τραπεζικών αναλήψεων τη Δευτέρα» και ότι «η προσπάθεια όλων είναι από την Τρίτη να υπάρχει μεγαλύτερο εύρος τραπεζικών λειτουργιών, για την εξυπηρέτηση του κόσμου». Και αμέσως μετά τη μετάδοση της δήλωσης και του αντιπροέδρου της κυβέρνησηςΓιάννη Δραγασάκη, ο οποίος επανέλαβε ότι «το σύστημα είναι εφοδιασμένο κανονικά για όλο το Σαββατοκύριακο», η ρεπόρτερ του Mega... διαφώνησε: «Ωστόσο, οι πληροφορίες κάνουν λόγο για πολύ μικρότερη διαθέσιμη ρευστότητα».
Η επιμονή σε μια ψεύτικη είδηση ήταν ασφαλώς δείγμα του ότι τα τελευταία εικοσιτετράωρα πριν από το δημοψήφισμα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αισθάνονταν ότι δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι επίκειται η διάψευσή τους. Το κίνητρό τους ήταν βέβαια η προσπάθεια εκβιασμού των ψηφοφόρων μέσω της διάχυσης του πανικού, αλλά μ' αυτόν τον τρόπο επιδίωκαν να ενισχύσουν τις ουρές στις τράπεζες που ήδη είχαν μικρύνει, σε βαθμό επικίνδυνο για τους προπαγανδιστές του τρόμου.
Με τον ίδιο ακριβώς διαστρεβλωμένο τρόπο παρουσίασαν τις δηλώσεις της κυρίας Κατσέλη και τα άλλα ιδιωτικά κανάλια, υπονοώντας κι αυτά ότι από την περασμένη Δευτέρα τα ΑΤΜ θα σταματούσαν πλέον να παρέχουν χρήματα στους πελάτες των τραπεζών.
Η μικρή αυτή ιστορία με την παραποίηση των δηλώσεων Κατσέλη και τη βεβαιότητα ότι «τα λεφτά τελειώνουν τη Δευτέρα» έχει ένα κωμικό τέλος. Μετά την ετυμηγορία του ελληνικού λαού και ενώ ήδη είχε διαφανεί ότι τα χρήματα στις τράπεζες θα συνέχιζαν να δίνονται με τους ίδιους όρους, τουλάχιστον μέχρι την Τετάρτη, η Ολγα Τρέμη απευθύνθηκε στον καθηγητή Οικονομικών Σχέσεων Γιάννη Τσαμουργκέλη για να του ζητήσει εξηγήσεις.
Με το γνωστό αυστηρό της ύφος η παλαίμαχη παρουσιάστρια πάγωσε με το «καλησπέρα» τον προσκεκλημένο της: «Τα λέγαμε και χτες βράδυ. Αλλά χτες βράδυ είχαμε την εικόνα -βεβαίως είχαμε και τις δηλώσεις της κυρίας Κατσέλη- ότι τα λεφτά φτάνουν βαριά μέχρι σήμερα το βράδυ.
Τι άλλαξε από χτες μέχρι σήμερα, κύριε καθηγητά, και ξαφνικά αυτό το οποίο βλέπουμε είναι ότι αυτά τα λίγα λεφτά φτάνουν μέχρι το τέλος της εβδομάδας;». Και άρχισε ο καημένος ο καθηγητής να «απολογείται» που δεν σταμάτησε η ροή των χρημάτων, όπως είχε προβλέψει -όχι βέβαια η κυβέρνηση ή η κυρία Κατσέλη, αλλά- τοMega και τα άλλα ανταγωνιστικά αλλά συνοδοιπορούντα κανάλια.
Οι συνέπειες αυτής της χειραφέτησης των πολιτών από τα τηλεοπτικά δεσμά στα οποία είχαν παγιδευτεί επί δύο δεκαετίες δεν μπορούν ακόμα να αποτιμηθούν. Ομως είναι γεγονός ότι από την ίδρυσή τους, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα λειτούργησαν ως κέντρο συγκρότησης της κυρίαρχης πολιτικής.
Ηταν αυτά που διαχειρίστηκαν τον τρόπο εξόδου από την πολιτική κρίση του 1989-90, εμφανιζόμενα ως εγγυητές της «κάθαρσης» του πολιτικού συστήματος. Ηταν τα ίδια που συντόνισαν την εθνικιστική εκστρατεία του 1992-94, γύρω από το Μακεδονικό. Και πάλι αυτά ήταν που έδωσαν τον δικό τους ρατσιστικό τόνο στον τρόπο πρόσληψης της πρώτης μαζικής εισόδου μεταναστών και προσφύγων στον ελληνικό χώρο, προβάλλοντας κάθε λογής κατασκευασμένα ή διογκωμένα ρεπορτάζ για την εγκληματικότητα των «αλλοδαπών».
Από τότε η ελληνική πολιτική ζωή συνδέθηκε άρρηκτα με τη λειτουργία αυτών των μέσων. Και όλες οι κυβερνήσεις υπήχθησαν στα πρωτεία των μέσων ενημέρωσης, παρά τις μεγαλοστομίες ορισμένων επιφανών πολιτικών περί «διαπλοκής» και «νταβατζήδων».
Η παρούσα κυβέρνηση είναι η πρώτη που φαίνεται να πετυχαίνει τους στόχους της και να ενισχύεται, παρά τη συντονισμένη αντίθεση των μέσων ενημέρωσης. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Κι αυτό ήταν το δεύτερο λαϊκό «όχι» που θριάμβευσε την περασμένη Κυριακή.
Διαβάστε:
► «Πρώτο Θέμα» (Κυριακή, 5.7.2015)
Η πρώτη σε κυκλοφορία κυριακάτικη εφημερίδα επιδίδεται τη μέρα του δημοψηφίσματος σε ακραία συνθήματα για το «όχι»: «Σημαίνει άμεσο κούρεμα καταθέσεων, τράπεζες και ΑΤΜ κλειστά, δελτίο σε τρόφιμα, φάρμακα, βενζίνη, φεύγουν οι τουρίστες και στο τέλος δραχμή και εθνική τραγωδία». Στα ψιλά παραπέμπεται ο αναγνώστης να μάθει «πώς θα γλιτώσει τις καταθέσεις του τη Δευτέρα», αλλά βέβαια στις σελίδες που παραπέμπεται ο δύσμοιρος αναγνώστης δεν υπάρχει καμιά θαυματουργή λύση.
Επισκεφτείτε:
► Mega
► Alpha
► Σκάι
► Star
Οι ειδησεογραφικές εκπομπές των καναλιών που πρωταγωνίστησαν στην προεκλογική «ενημερωτική» εκστρατεία.