Μέρες που είναι, ολυμπιακές, με το Ρίο να προσπαθεί να ανταποκριθεί σε ένα εγχείρημα που το ξεπερνάει και απειλεί να το τσακίσει –όπως τσάκισαν δα και την Αθήνα, την Ελλάδα όλη, οι Ολυμπιακοί του 2004–, δεν περιττεύει να ξαναθυμηθούμε πτυχές του αρχαίου ποιητικού σχολιασμού για τον αθλητικό κόσμο. Να θυμηθούμε δηλαδή ότι με τους Αγώνες και τους αθλητές δεν ασχολήθηκε μόνο ο Πίνδαρος. Ασχολήθηκε, περιστασιακά έστω, εξαιτίας πάντως της γενικότερης αντίληψής του για τα ανθρώπινα, και ο Ευριπίδης. Και με πνεύμα εντελώς διαφορετικό από το δοξαστικό του Θηβαίου ποιητή.
Ο Αθηναίος τραγικός ελέγχει, ψέγει, επικρίνει έναν κόσμο πλασμένο από την υπερβολή. Παραλαμβάνει έτσι τη σκυτάλη του αντιρρητικού λόγου και του έμμετρου ψόγου από έναν φιλόσοφο τις ιδέες του οποίου εκτιμούσε ιδιαίτερα· τον ριζοσπαστικά ορθολογιστή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Ενας από τους πρώτους στοχαστές με μονοθεϊστική αντίληψη ο προσωκρατικός διανοητής, πρέσβευε πως είναι άδικο «να προκρίνεται η ρώμη και όχι η ενάρετη γνώση» και να σιτίζονται με έξοδα του Δημοσίου όσοι νικούν στο παγκράτιο ή τις αρματοδρομίες.
Η άποψη του Ευριπίδη, συνοψισμένη στον προκλητικό αφορισμό «κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα / ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένους», αναπτύχθηκε σε μια χαμένη τραγωδία του. Ο τίτλος της, «Αυτόλυκος», είναι το όνομα του πονηρού παππού του παμπόνηρου Οδυσσέα (πατέρας του οποίου, χάρη σε μια νυχτερινή πλεκτάνη του Αυτόλυκου, δεν ήταν ο αγαθός Λαέρτης αλλά ο επίσης παμπόνηρος Σίσυφος). Το σωζόμενο απόσπασμα το είχα μεταφράσει για να το εκθέσω εδώ και δώδεκα χρόνια πριν, με την «ευκαιρία» των δικών μας Ολυμπιακών· ευκαιρία κατασπατάλησης τελικά και όχι νοικοκυρέματος, όπως διατεινόταν τότε ο δημοκοπικός μύθος, τα πανάκριβα λείψανα του οποίου τα βλέπουμε ακόμα, με τη μορφή αχρηστεμένων εγκαταστάσεων, που υψώθηκαν όχι επειδή ήταν αναγκαίες ή χρήσιμες και μεταολυμπιακά, αλλά επειδή ο όγκος τους θα μπορούσε να αποκρύψει τα παίγνια με τις απευθείας αναθέσεις «λόγω του κατεπείγοντος», τις υπερτιμολογήσεις κτλ. Ευριπίδης λοιπόν, εις ανάμνηση, ή μάλλον προς υπόμνηση:
«Μύρια κακά υπάρχουν στην Ελλάδα / κι απ’ όλα τους χειρότερο των αθλητών το γένος. / Και πρώτα πρώτα, να ζήσουν άξια δεν μαθαίνουν / ούτε και θα μπορούσαν· πώς τάχα ο δούλος της μασέλας του / ή της κοιλιάς του ο ηττημένος / τον πλούτο του πατέρα του θα ξεπεράσει; / Ανίκανοι τη φτώχεια να υπομείνουν, / ανίκανοι την τύχη τους να κυβερνήσουν. / Στα δύσκολα, δύσκολα αντεπεξέρχονται, / γιατί σε τίποτε καλό δεν έχουν συνηθίσει. / Λαμπροί στα νιάτα τους, περνοδιαβαίνουν / σαν καυχήματα της πόλης. / Κι όταν πικρά γεράματα τους πλήξουν, / παλιόρουχα τριμμένα καταντούν. / Μέμφομαι τη συνήθεια των Ελλήνων / να συγκεντρώνονται να βλέπουν αθλητές / και να τιμούν αχρείες απολαύσεις για ένα κοψίδι. / Ποιος τάχα παλαιστής καλός, ποιος γοργοπόδαρος, / ποιος δισκοβόλος, ποιος που βαράει γερά ξένα σαγόνια, / την πόλη των πατέρων του υπεράσπισε ένα στεφάνι παίρνοντας; / Πώς πολεμούν, πώς διώχνουν τους εχθρούς του τόπου τους / οι άνθρωποι; Δίσκους στο χέρι τους κρατώντας / ή με τις ασπίδες τους χτυπώντας τον εχθρό; /
Κανείς μωρός ώστε με τέτοια όπλα στο σίδερο να αντιστέκεται. / Τους άντρες τούς σοφούς πρέπει λοιπόν να στεφανώνουμε και τους ενάρετους, / όποιον την πόλη οδηγεί φρόνιμος όντας, δίκαιος, / όποιον με τα λεγόμενά του μας λυτρώνει απ’ τα κακά, / από τις μάχες και τις έριδες. Αυτό είναι το καλό / για τούτη δω την πόλη, για τους Ελληνες όλους».
Εκτός από τον Πίνδαρο και τον Ευριπίδη με τα αγωνιστικά και αθλητικά καταπιάστηκαν σε κατοπινούς αιώνες, όταν η πρώτη εποχή, εξιδανικευμένη ή μη, είχε ξεμακρύνει, και ποιητές πολύ κατώτεροί τους. Οχι στην Αθήνα πια ή τη Θήβα, αλλά στα νέα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου. Το δικό πνεύμα τους φαίνεται να παρακολουθεί το ευριπίδειο παράδειγμα (κατά τα κότσια του καθενός βεβαίως), όχι το πινδάρειο. Δεν αποσκοπούν λοιπόν στην εξύμνηση ευγενών αισθημάτων και συμπεριφορών, αλλά στον χλευασμό, ακόμα και τον αγοραίο και χοντροκομμένο. Η σκέψη τους δεν είναι «το καλό της πόλης, και των Ελλήνων όλων», αλλά το άγριο σκώμμα, ακόμα και σαν αυτοσκοπός. Οι αθλητές άλλωστε, και μάλιστα οι κραυγαλέα αποτυχημένοι, αποτελούν έναν μόνο από τους αγαπημένους στόχους των σκωπτικών επιγραμματοποιών, δίπλα στους γιατρούς, τους ηθοποιούς, τους φιλοσοφούντες, τους ποετάστρους.
Με αθλητικά ναυάγια ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο Λουκίλλιος, ποιητής του 1ου αιώνα μ.Χ., που έζησε στη Ρώμη. Σαν ευνοούμενος του Νέρωνα, θα γνώριζε βέβαια τα τρισάθλια άθλα που είχε αποσπάσει ο αυτοκράτορας το 66 και το 67 μ.Χ., στην περιοδεία του ανά την υποταγμένη Ελλάδα, στη διάρκεια της οποίας έλαβε μέρος σε αμέτρητους αγώνες αρματοδρομίας και μουσικής. Νίκησε φυσικά παντού, αφού το δικό του αναβολικό είναι το ισχυρότερο όλων: η εξουσία, στην απόλυτη μάλιστα εκδοχή της, και ο φόβος που προκαλεί σε όσους την υφίστανται. Κι όταν επέστρεψε στη Ρώμη, συναποκόμισε, σύμφωνα με τη σχετική παράδοση, 1.808 νικητήρια στεφάνια, καραβιά ολόκληρη.
Ας εκμεταλλευτούμε λοιπόν κάπως ιδιόμορφα εδώ την ποιητική άδεια κι ας υποθέσουμε ότι ο σαρκαστής Λουκίλλιος είχε τις ανάξιες νίκες του Νέρωνα σε μιαν άκρη του μυαλού του, απρόσιτη στους σπιούνους, όταν κατειρωνευόταν έναν... υπερανίκανο αθλητή, σε επίγραμμά του αποθησαυρισμένο στην Παλατινή Ανθολογία (ΙΑ΄, 84). Μεταφράζω: «Κανείς αντίπαλός μου δεν έπεφτε πιο γρήγορα από μένα, / κανείς πιο αργά δεν έτρεχε στο στάδιο. / Μακριά απ’ όλους έμενα στο δίσκο, κότσια ποτέ δεν είχα / τα πόδια να σηκώσω, άλμα της προκοπής να καταφέρω. / Κι ένας χωλός, θα με νικούσε στο ακόντιο. / Ιδού λοιπόν, πρώτος εγώ πέντε υστερεία κέρδισα στο πένταθλο».
Ενα ακόμα δείγμα χλεύης, και πάλι από τον Λουκίλλιο (ΙΑ΄, 85): «Μεσάνυχτα κι ακόμα ο Mάρκος στον οπλίτη δρόμο έτρεχε. / Πάει ώρα που σφραγίστηκαν οι πύλες όλες τού σταδίου. / Bλέπουν οι φύλακες, θαρρούν πέτρινο άγαλμα είναι, / τάχα πως στήθηκε να τιμηθεί κάποιος οπλίτης. / Περνάει χρόνος ολόκληρος, ανοίγουνε, ιδού ο Mάρκος τρέχει / – ένα μονάχα στάδιο του έμενε το δρόμο τού σταδίου για να καλύψει». Η αναφορά στα λίθινα αγάλματα δεν μοιάζει τυχαία. Τα ίδια πάνω κάτω χρόνια ο Πλούταρχος έγραφε στην πραγματεία του «Παραγγέλματα υγιεινής» ότι «τοις εν γυμνασίω κίοσιν ομοίως λιπαρούς πεποιήκασι και λιθίνους», και όχι ορειχάλκινους, για να αντιγράφουν την αθλητική νοημοσύνη, που την υπολόγιζαν χαμηλή.