Το κουβάρι που μπλέχτηκε τον τελευταίο
μήνα πρέπει να λυθεί. Πως όμως; Υπάρχουν δύο σημαντικές εξελίξεις που
καθορίζουν την απάντηση στο ερώτημα.
Πρώτον, η στρατηγική εξόδου από
το μνημόνιο, που πάνω της βασίστηκε ο στόχος της τετραετίας, κατέρρευσε, μετά
τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και της Γερμανίας. Και δεύτερον, οι ραγδαίες πολιτικές
αλλαγές στην Ευρώπη υπέρ των ευρωσκεπτικιστών, μετέβαλαν τη θέση της Γερμανίας,
η οποία δεν στηρίζει πλέον την κυβέρνηση.
Από καιρό είχαμε επισημάνει από
τη στήλη πως ήταν εντελώς αδύνατον η κυβέρνηση να υλοποιήσει σχέδιο εξόδου από
το μνημόνιο, το οποίο μάλιστα να έχει και πολιτικό αποτέλεσμα. Διότι το βάθος
της κρίσης είναι τέτοιο που δεν αναστρέφεται με ένα - δυο χρόνια οριακής
ανάπτυξης, εάν ταυτόχρονα δεν υπάρξει μεγάλο κούρεμα του χρέους και δεν υλοποιηθεί
εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Επειδή όμως τέτοια σχέδια δεν
είναι δυνατόν να υιοθετήσει η ευρωζώνη, εύκολα μπορούσε κανείς να συμπεράνει
πως η στρατηγική εξόδου από το μνημόνιο ήταν αφελής. Βοηθούσε μεν στη συνοχή
της πλειοψηφίας, αλλά δεν ήταν υλοποιήσιμη. Σε κάποια δεδομένη στιγμή θα έφτανε
σε αδιέξοδο. Η στιγμή αυτή ήρθε.
Δεύτερον, μέσα στο 2016
επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις για σημαντική ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών στην
Ευρώπη, μια ενίσχυση που θέτει σε κίνδυνο την ευρωζώνη, αλλά και την ίδια την
ΕΕ.
Tο Brexit έδωσε νέα ώθηση στην
τάση ενίσχυσης της εθνικής παλινόρθωσης στην Ευρώπη, μια τάση που έγινε ακόμη
πιο δυνατή με την εκλογή του Τραμπ και επιβεβαιώθηκε με την ηχηρή ήττα του
Ρέντσι. Ταυτόχρονα, μπορεί ο Φιγιόν να έχει υπεροχή έναντι του Εθνικού Μετώπου
της Λεπέν, πλην όμως η υπόθεση δεν έχει ακόμη κλείσει και, επιπλέον, ο Φιγιόν
προαναγγέλλει στροφή προς την εθνική κυριαρχία.
Όλα αυτά, προφανώς, άλλαξαν και
τη στάση της Γερμανίας έναντι της ελληνικής κυβέρνησης. Ενόψει εκλογικών
αναμετρήσεων μέσα στο 2017, η Γερμανία θα είχε όφελος από μια άμεση εκλογική
ήττα του Τσίπρα, ο οποίος δεν συγκαταλέγεται στους ευρωπαϊστές και όλες οι
αναλύσεις διεθνώς τον κατατάσσουν στον αριστερό ευρωσκεπτικισμό. Μια εμφατική
νίκη της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς στην Ελλάδα θα ήταν το καλύτερο μήνυμα και για
τις γαλλικές και γερμανικές εκλογές.
Γιατί να συνεχίσουν να στηρίζουν
τον Τσίπρα; Για να εφαρμόζει την συμφωνία με τους δανειστές και να είναι
συνεργάσιμος στο προσφυγικό; Μα αυτά τα δύο, ακόμη πιο παραγωγικά, θα μπορούσε
να τα υλοποιήσει και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Επομένως, από πολιτική άποψη, η
Γερμανία δεν έχει κανένα όφελος πλέον από την παραμονή του Τσίπρα στην εξουσία.
Το αντίθετο.
Τούτων δοθέντων, η τακτική της
Γερμανίας, αλλά και του ΔΝΤ, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική: Εμμονή στην
τήρηση της συμφωνίας και συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, με την
λήψη νέων διαρθρωτικών μέτρων στο ασφαλιστικό και το φορολογικό. Εάν η
κυβέρνηση τα αποδεχθεί έχει καλώς. Εάν όχι, ακόμη καλύτερα. Την ξεφορτωνόμαστε.
Υπάρχει ακόμα ένα σημείο
συμβιβασμού. Αιματηρού συμβιβασμού όμως για τη κυβέρνηση. Να διασφαλίσει
παραμονή της στην εξουσία μέχρι το 2018, εφόσον οι δανειστές δεχθούν επέκταση
του κόφτη. Είναι απίθανο να το δεχθούν, διότι ήδη το ταμείο το απέκλεισε. Αλλά
ακόμη και αν βρεθεί αυτός ο συμβιβασμός το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση θα
είναι τεράστιο.
Η γενικευμένη φτωχοποίηση της
μεσαίας τάξης θα έχει συνοδευτεί από την πολιτική υποταγή της κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
στους δανειστές. Στο τέλος του προγράμματος ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί σε νέο
μνημόνιο, εφόσον είναι απίθανο η χώρα να έχει βγει στις αγορές μέσα στο 17. Και
τότε οι όροι προσφυγής στις κάλπες θα είναι ακόμη χειρότεροι για την κυβέρνηση.
Επομένως, έτσι όπως έχουν
διαμορφωθεί τα πράγματα, το συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ, το συμφέρον των Γερμανών, αλλά
και το συμφέρον τη χώρας ταυτίζονται. Όλοι εξυπηρετούνται από τις εκλογές.