Το πρόβλημα της δωροδοκίας και
της διαφθοράς είναι εκτεταμένο στο διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά
κυρίως στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διετής έρευνα της ΕΥ για θέματα απάτης (EMEIA
Fraud Survey), "Human instinct or machine logic - which do you trust most
in the fight against fraud and corruption", που διεξήχθη στην περιοχή της
Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής (Europe, Middle East, India, Africa
- EMEIA). Η έρευνα κατέγραψε τις απόψεις 4.100 στελεχών από μεγάλες
επιχειρήσεις σε 41 χώρες μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Έτσι, το 51% όσων
στελεχών επιχειρήσεων συμμετείχαν εξακολουθεί να θεωρεί ότι δωροδοκία και
διαφθορά καλά κρατούν..
Στην Ελλάδα, το 81% θεωρεί ότι η
παθογένεια της διαφθοράς είναι εκτεταμένη, ποσοστό που είναι το τρίτο υψηλότερο
στην κατάταξη μετά την Ουκρανία (88%) και την Κύπρο (82%) και πάνω από χώρες
όπως η Κένυα (79%), η Ινδία (78%), η Αίγυπτος (75%) και η Νιγηρία (73%). Η
επίδοση αυτή σε ευρωπαϊκό επίπεδο συγκρίνεται μόνο με της Σλοβακίας (81%), της
Κροατίας (79%) και της Ουγγαρίας (78%). Είναι αξιοσημείωτο, δε, ότι στη
γειτονιά μας, η Βουλγαρία, με 68%, και η Τουρκία, με 67%, είναι αρκετά
χαμηλότερα από την Ελλάδα, ενώ η Ρουμανία, με 31%, κινείται σε δυτικοευρωπαϊκά
επίπεδα.
Σημαντικό είναι, επίσης, το
γεγονός ότι το 58% του συνόλου του δείγματος και το 63% των Ελλήνων θεωρούν
τους χαμηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης στη χώρα τους ως τη
μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη ή την επιτυχία της επιχείρησής τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα ανώτερα
διευθυντικά στελέχη στην περιοχή EMEIA δεν έχουν κατορθώσει να υιοθετήσουν μια
κουλτούρα δεοντολογικής συμπεριφοράς. Το 77% των μελών διοικητικών συμβουλίων
και των ανώτερων διευθυντικών στελεχών δηλώνει ότι θα ήταν πρόθυμο να
δικαιολογήσει κάποια μορφή ανήθικης συμπεριφοράς για να βοηθήσει μια επιχείρηση
να επιβιώσει. Παράλληλα, το 17% των ερωτηθέντων στην περιοχή EMEIA και ένα στα
τρία μέλη διοικητικών συμβουλίων και ανώτερων διευθυντικών στελεχών δηλώνουν πρόθυμα
να δωροδοκήσουν με μετρητά για να εξασφαλίσουν ή να διατηρήσουν μια εμπορική
συμφωνία που θα βοηθήσει την επιχείρησή τους να επιβιώσει. Στην ίδια ερώτηση,
ένα 29% των Ελλήνων συμμετεχόντων ασπάστηκε αυτή την άποψη, ποσοστό αισθητά
υψηλότερο από τον μέσο όρο.
Αν και τα στελέχη εμφανίζονται να
αναγνωρίζουν τα επίπεδα διαφθοράς στην επιχείρησή τους, μόλις το 12% του
συνόλου του δείγματος έχει παραιτηθεί από τη θέση του για ζητήματα ανήθικης
συμπεριφοράς. Εντύπωση προκαλεί ότι το ίδιο ποσοστό για την Ελλάδα
διαμορφώνεται στο 2%, μειωμένο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του συνόλου
των ερωτηθέντων. Την ίδια ώρα, το 51% των ερωτηθέντων στην EMEIA και ένα
συντριπτικό 72% στην Ελλάδα δηλώνουν ότι δεν θα επέλεγαν την παραίτηση για
ζητήματα ηθικής, ενώ το 37% στην EMEIA και το 27% στη χώρα μας αναφέρουν ότι
σκέφτηκαν την παραίτηση αλλά τελικά παρέμειναν στην επιχείρηση.
Ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου,
Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, παρατηρεί: «Τα ευρήματα της έρευνας για τη
χώρα μας περιέχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία. Όμως, είναι εξόχως ανησυχητική
η καταγραφόμενη ραγδαία αύξηση του ποσοστού των στελεχών στην Ελλάδα που
θεωρούν διαδεδομένα τα φαινόμενα δωροδοκίας και διαφθοράς στη χώρα μας, παρά τη
σταθερή μείωση που είχε καταγραφεί στις προηγούμενες έρευνες της ΕΥ. Η αντίληψη
ότι ανήθικες πρακτικές μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη μιας επιχείρησης έχει
διαψευσθεί στην πράξη προ πολλού. Είναι επιτακτική ανάγκη οι ελληνικές
επιχειρήσεις και τα στελέχη τους να γυρίσουν σελίδα και να ακολουθήσουν τα υψηλά
ηθικά πρότυπα που θα τους οδηγήσουν στον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης. Καλώ
όλους τους θεσμικούς παράγοντες να προβληματιστούν με την απογοητευτική τάση
που καταγράφηκε στην έρευνα αυτή και να αναλάβουν άμεση δράση για την
αντιστροφή του κλίματος».
Αποτροπή: Διώξεις κατά στελεχών
και καταγγελίες αντιδεοντολογικών συμπεριφορών
Περισσότερα από τρία στα τέσσερα
στελέχη (77%) αποδέχονται την ανάγκη για ποινικές διώξεις των εμπλεκόμενων
στελεχών ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτροπή μελλοντικών φαινομένων
απάτης, διαφθοράς και δωροδοκίας. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 79%,
αυξημένο κατά πέντε μονάδες έναντι της παγκόσμιας έρευνας του 2016. Το εύρημα
αυτό σηματοδοτεί μια ξεκάθαρη ενίσχυση της άποψης ότι, σε περιστατικά
επιχειρηματικής απάτης και διαφθοράς, η ατομική ευθύνη είναι και αυτή σημαντική
και θα πρέπει να αποδίδεται.
Την ίδια ώρα, παρά το γεγονός ότι
οι ειδικές τηλεφωνικές γραμμές καταγγελιών φαινομένων διαφθοράς (whistleblowing
hotline) θεωρούνται πλέον σημαντικό μέρος του προγράμματος συμμόρφωσης μιας
εταιρείας, μόνο το 21% των ερωτηθέντων στην περιοχή EMEIA και το 22% στην
Ελλάδα γνωρίζουν ότι η εταιρεία τους διαθέτει αυτό το μέσο.
Ως προς τους παράγοντες εκείνους
που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τα στελέχη στην περιοχή EMEIA να αναφέρουν ένα
περιστατικό απάτης, δωροδοκίας ή διαφθοράς, σημαντικότερος φαίνεται να είναι ο
φόβος για την προσωπική τους ασφάλεια (46%), η ανησυχία για την εξέλιξή τους
μέσα στην εταιρεία (40%), ή σε άλλη εταιρεία στο μέλλον (27%), η αλληλεγγύη
στους συναδέλφους (30%) και η αφοσίωση στην επιχείρηση (24%). Είναι ενδιαφέρον
ότι στην Ελλάδα οι τρεις πρώτοι παράγοντες που αφορούν στην ασφάλεια και την
εξέλιξη των ιδίων των εργαζομένων συγκεντρώνουν ακόμη υψηλότερες προτιμήσεις
(53%, 42% και 28% αντίστοιχα), ενώ οι τελευταίοι δύο που αφορούν στην
επιχείρηση (18%) και τους συναδέλφους (19%) είναι αισθητά χαμηλότεροι.
Τα ευρήματα αυτά δεν αποτελούν
και τόσο μεγάλη έκπληξη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ένας στους πέντε Έλληνες του
δείγματος -και ένας στους τέσσερις στην περιοχή EMEIA- αναφέρουν ότι έχουν
δεχτεί εσωτερικές πιέσεις ώστε να μην αποκαλύψουν πληροφορίες ή ανησυχίες
σχετικά με φαινόμενα ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Προβληματίζουν τα στελέχη τα
εγκλήματα στον κυβερνοχώρο
Τα στελέχη που μετείχαν στην
έρευνα ανησυχούν για την εξάπλωση των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο. Το 59% (61%
για την Ελλάδα) πιστεύει ότι η εταιρεία του θα έπρεπε να έχει ένα ισχυρό σχέδιο
αντίδρασης, ενώ μόνο το 37% (50% για την Ελλάδα) εκτιμά ότι η εταιρεία του
διαθέτει ήδη ένα τέτοιο σχέδιο. Δεν είναι σαφές αν το σχετικά υψηλό ποσοστό
αυτοπεποίθησης των στελεχών στην Ελλάδα αντανακλά τον πραγματικό βαθμό
ετοιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων ή αν πρέπει να αποδοθεί σε άγνοια
κινδύνου.
Σημαντική η παρακολούθηση των
δεδομένων των εργαζομένων για την αποτροπή αντιδεοντολογικών συμπεριφορών
Η έρευνα αναδεικνύει, επίσης, μια
έντονη αντίφαση. Αφενός, υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι επιχειρήσεις
πρέπει να παρακολουθούν διάφορες πηγές πληροφόρησης για να μειώσουν τον κίνδυνο
απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς.
Αφετέρου, όμως, οι ερωτηθέντες
αντιδρούν στην παρακολούθηση αυτών των μέσων στο πλαίσιο της προστασίας της
ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων.
Έτσι, το 75% των ερωτηθέντων στην
περιοχή EMEIA και το 69% στην Ελλάδα πιστεύουν ότι οι εταιρείες τους θα πρέπει
να παρακολουθούν διάφορες πηγές πληροφόρησης, όπως τα ποινικά μητρώα, τα
μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις τηλεφωνικές συνομιλίες, τις υπηρεσίες
ανταλλαγής μηνυμάτων σε πραγματικό χρόνο, και άλλες. Ωστόσο, το 89% στην EMEIA
και το 90% στη χώρα μας αισθάνονται ότι η παρακολούθηση τέτοιων δεδομένων θα
συνιστούσε παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους. Είναι προφανές, λοιπόν, πως
παρόμοια συστήματα παρακολούθησης προϋποθέτουν, με τη σειρά τους, τις
κατάλληλες διαδικασίες και εργαλεία ελέγχου και, κυρίως, τη σαφή δέσμευση της
διοίκησης σε ηθικούς κανόνες.
Ο κ. Γιάννης Δρακούλης,
επικεφαλής του τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης και Εταιρικών Αντιδικιών της
ΕΥ Ελλάδος, σχολιάζει: «Είναι σαφές ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη δεν
έχουν καταφέρει να θέσουν τον πήχη στα ζητήματα της διαφθοράς όσο ψηλά
χρειάζεται. Είναι ευθύνη της ηγεσίας των επιχειρήσεων να μεταφέρει την
πεποίθηση ότι η ηθική συμπεριφορά είναι προς το συμφέρον τόσο των ίδιων των
εργαζομένων, όσο και της επιχείρησης, αλλά και να εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα
για την αποτροπή φαινομένων διαφθοράς και απάτης. Η έρευνά μας αναδεικνύει μια
σειρά από τέτοια μέτρα, όπως οι διώξεις κατά των εμπλεκόμενων στελεχών, η
αξιοποίηση χρήσιμων πηγών πληροφόρησης, η καθιέρωση και γνωστοποίηση ύπαρξης
τηλεφωνικής γραμμής καταγγελιών, και η αντιμετώπιση των παραγόντων που
αποθαρρύνουν τις καταγγελίες ανήθικων πρακτικών».