Του Γιάννη Παντελάκη
Όταν μια χώρα ασχολείται με το τι
είπε στην τηλεόραση ένας δημοσιογράφος, υπάρχει πρόβλημα. Με τη χώρα, όχι με
τον δημοσιογράφο, αυτός λειτουργεί με τους όρους με τους οποίους κινείται το
μιντιακό-και ιδιαίτερα το τηλεοπτικό- σύστημα της χώρας. Ατάκες,
εξυπνακιδισμοί, χυδαιότητα πασπαλισμένα με καλές δόσεις ημιμάθειας. Αρκεί να
γίνουμε αρεστοί σε κάποιους και να μας προσέξουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Τ’
αφεντικά δίνουν σημασία στα μηχανάκια της AGB.
Ένας τηλεδημοσιογράφος είπε ότι
τον Παπαδήμο τον χτύπησαν πρώην σύντροφοι του Τσίπρα. Τρία πουλάκια κάθονται,
δηλαδή. Ο σταθμός τον «ψιλοάδειασε» ζητώντας συγνώμη, το Μαξίμου μίλησε για το
παραλήρημα του δημοσιογράφου και ικανοποιήθηκε από την στάση του σταθμού και
φυσικά τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης οργίασαν χαράσσοντας τη γνωστή γραμμή. Οι
μισοί έβριζαν τον δημοσιογράφο, οι μισοί την κυβέρνηση.
Σε μια κανονική χώρα, το
περιστατικό θα χαρακτηριζόταν σαν μια λεπτομέρεια άνευ σημασίας. Στη δική μας
χώρα, το περιστατικό (το οποίο μπορεί να επαναληφθεί με αρκετούς άλλους
δημοσιογράφους που μπορεί να πουν ή γράψουν ίδιες, ανάλογες ή αντίστροφες
ατάκες για οποιονδήποτε άλλο, τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη κ.ο.κ.) το περιστατικό
απέκτησε σημασία. Το γεγονός αυτό, η ενασχόληση δηλαδή με το τίποτα,
αναδεικνύει την ύπαρξη ενός παζλ παρακμής μέσα στο οποίο υπάρχουν πολλά
διαφορετικά κομμάτια τα οποία τα χρόνια της κρίσης βρέθηκαν πεταμένα από εδώ
και από εκεί, τώρα μπαίνουν στη θέση τους και συμπληρώνουν την Ελλάδα του 2017.
Στο παζλ της παρακμής, υπάρχουν
αρκετά κομμάτια με δημοσιογράφους (;) που θεωρούν πως το ενημερωτικό κομμάτι
στο επάγγελμά τους δεν είναι να καταγράφουν αυτό που συμβαίνουν κρατώντας
αποστάσεις από προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις, αλλά είναι ένα επάγγελμα
που θέλει τον φορέα του πρωταγωνιστή. Αυτοί είναι που θα δώσουν τον τόνο της
καθημερινής πολιτικής ατζέντας, όχι οι εκλεγμένοι εκπρόσωπο. Συμβαίνει πολύ συχνά δημοσιογράφοι να καλούν
πολιτικούς και η συζήτηση να μοιάζει σαν να παίρνει συνέντευξη ο πολιτικός από
τον δημοσιογράφο.
Ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος δεν
αποτελεί εξαίρεση, υπάρχουν αρκετοί άλλοι που ασκούνται στο είδος
δημοσιογραφίας του συγκεκριμένου. Και είναι διαφόρων κομματικών αποχρώσεων. Με
τον ίδιο ή ανάλογο τρόπο αναφέρονται σε πολιτικά πρόσωπα χρησιμοποιώντας τον αγοραίο
τρόπο μιας χυδαίας και ανυπόστατης επιχειρηματολογίας, ο οποίος λόγος ωστόσο
έχει μερικά πλεονεκτήματα. Ερεθίζει τα ταπεινά ένστικτα εκείνων ή αρκετών από
εκείνους στους οποίους απευθύνονται οι οποίοι με τη σειρά τους ενθουσιάζονται
γιατί εισπράττουν κάτι εύπεπτο το οποίο στη συνέχεια θα αναπαράγουν και θα
αποτελέσει και το επιχείρημα που θα χρησιμοποιήσουν όπου μπορούν. Ο λόγος αυτός
από παρακμιακός και ουσιαστικά ανύπαρκτος θα γίνει mainstream.
Η κυβέρνηση-ενίοτε το κάνουν και
άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης- δεν θεωρεί πως το τίποτα πρέπει ν'
αντιμετωπιστεί ως τέτοιο. Εκμεταλλεύεται την μικρή αυτή ιστορία για να
ενισχύσει μια στρατηγική που έχει αναπτύξει εδώ και χρόνια και θέλει την
στοχοποίηση όσων δημοσιογράφων δεν λένε πράγματα με τα οποία συμφωνεί η ίδια.
Δεν θεωρεί ότι πρέπει ν αγνοήσει κάτι αφήνοντάς το στην κρίση των πολιτών οι
οποίοι έχουν την ικανότητα να επιλέξουν ποιους θ' ακούν και ποιους θα
διαβάζουν. Ολόκληρο Μέγαρο Μαξίμου βγάζει ανακοινώσεις για το θέμα
επιβεβαιώνοντας ότι του δίνει σημασία, μια ανακοίνωση ωστόσο η οποία αντιφάσκει
με όσα αναφέρει «Ούτε εμείς, αλλά ούτε και κανένας εχέφρων πολίτης, δεν τον
παίρνει στα σοβαρά», αναφέρει για τον δημοσιογράφο. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει
αφού έβγαλε ανακοίνωση για να σχολιάσει το θέμα, άρα τον πήρε στα σοβαρά.
Η πιο αρνητική διάσταση αυτού του
θέματος είναι πως όλα αυτά απευθύνονται σ' ένα κομμάτι της κοινωνίας το οποίο
τα αποδέχεται, τα καταναλώνει και μερικές φορές το κάνει και με ικανοποίηση.
Στοιχίζεται πίσω από τις δυο πλευρές που ασχολούνται με το τίποτα και
δημιουργεί ένα ιδιότυπο τρόπο πολιτικής σκέψης και ανάλυσης όσων συμβαίνουν ο
οποίος βασίζεται σε γεγονότα που δεν υπάρχουν...
liberal.gr